Η Μικρασιατική Καταστροφή παραμένει μέχρι σήμερα μία αιμορραγούσα πληγή που δε δύναται να κλείσει.
Ο ξεριζωμός των Ελλήνων της περιοχής από τα πατρογονικά τους εδάφη ήταν το επιστέγασμα λαθών με κοινό παρανομαστή τον Εθνικό Διχασμό σε περιόδους όχι μόνο ειρήνης, αλλά και πολέμου.
Η συναισθηματική αποστασιοποίηση από όσα διαδραματίστηκαν τις μαύρες εκείνες ημέρες είναι ανθρωπίνως δύσκολη, αν όχι αδύνατη. Σταματάει ο νους κάθε εχέφρονος ανθρώπου αν αναλογιστεί τις κτηνωδίες που διαπράχθηκαν σε βάρος των Ρωμιών της Μικράς Ασίας. Απορεί πώς είναι δυνατόν κάποια ανθρωπόμορφα κτήνη να συνέλαβαν με το νοσηρό μυαλό τους και να εξετέλεσαν τέτοιας πρωτοφανούς βαρβαρότητας πράξεις, μοναδικές στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Οι διηγήσεις όσων επέζησαν από την κεμαλική θηριωδία δεν μπορούν να αφήσουν κανέναν ασυγκίνητο.
Δεν υπάρχει ανοσιούργημα που να μη διαπράχθηκε με θύματα τους δύστυχους Ρωμιούς.
Ακόμα και σήμερα, 99 χρόνια μετά, ραγίζει η καρδιά όποιου τις διαβάζει. Ο χρόνος στην περίπτωση αυτή αποδεικνύεται ανεπαρκής γιατρός, σε τέτοιες πληγές που δύσκολα κλείνουν.
Άνθρωποι κατασφαγιάσθηκαν κτηνωδώς, νήπια δολοφονήθηκαν μαζικά, γυναίκες ατιμάσθηκαν μπροστά στους οικείους τους, οικογένειες ξεκληρίστηκαν, αξιοπρέπειες τσαλακώθηκαν, ιερά βεβηλώθηκαν, περιουσίες αρπάχθηκαν, περιοχές ολόκληρες ερήμωσαν.
Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν, να τα δούμε όσο γίνεται ψυχρά κάποια γεγονότα και να βγάλουμε ορισμένα συμπεράσματα.
Το 1922 είναι η χειρότερη χρονιά για τον Ελληνισμό, σε όλη την ιστορική του διαδρομή, δηλαδή περίπου τις τρεις τελευταίες χιλιετίες. Ο ιστορικός του μέλλοντος θα μένει απορημένος για το πώς ήρκεσε μόνο μια χρονιά για να χαθεί ό,τι κατακτήθηκε στην Ομηρική Εποχή, ό,τι οικοδομήθηκε στα Κλασσικά Χρόνια, ό,τι καταξιώθηκε στα Ελληνιστικά, ό,τι αγιάστηκε κατά τους πρώτους αιώνες της εκκλησίας και ό,τι πεισματικά με νύχια και με δόντια κρατήθηκε μετέπειτα από το Διγενή και τους άλλους ακρίτες.
Η Μικρασιατική Καταστροφή δεν μπορεί να θεωρείται γεγονός μεμονωμένο. Είναι μέρος, ίσως το τραγικότερο, μιας γενικότερης ιστορικής περιόδου κατά τον 20ό αιώνα, της εκ βάθρων αποξήλωσης του Ελληνισμού από τα μέρη της Ανατολής, από ένα χώρο δηλαδή όπου αναδείχθηκε και μεγαλούργησε. Δεν πρέπει να την δούμε ξεκομμένα από την κτηνώδη γενοκτονία των Ποντίων που προηγήθηκε, και αργότερα από το βίαιο αφελληνισμό της Κωνσταντινούπολης κατά τις δεκαετίες του ’50 και ’60, από τους μεθοδευμένους διωγμούς στην Ίμβρο και την Τένεδο και για να έρθουμε και στις μέρες μας, από τον προσεκτικά μεθοδευμένο εκτουρκισμό της μαρτυρικής μεγαλονήσου, της Κύπρου.
Ο προκλητικός γείτονας εξ Ανατολών συνεχίζει και σήμερα τις προκλητικές του ενέργειες. Με παραβιάσεις του εθνικού μας εναέριου χώρου και με προσβλητικές τακτικές στο Ιερό Ναό της Αγίας Σοφίας. Ο Θεός ήδη τιμώρησε αυτές τις ενέργειες εντός του ναού.
Δυστυχώς, όμως, ακόμη και σήμερα, καλλιεργείται το ίδιο μίσος των Τούρκων για την πατρίδα μας, με τις ανερυθρίαστες αξιώσεις του «σουλτάνου» και τις εντάσεις που δημιουργεί στον Έβρο και τα νησιά. Ένα μίσος που δε θα τους φύγει ποτέ.
Η κεμαλική ιδεολογία σε όλες αυτές τις περιπτώσεις φάνηκε σε όλο της το μεγαλείο. Στο νεοτουρκικό κράτος, παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις για ισότητα, ουσιαστικά είχε αρθεί η οθωμανική ανοχή στις διάφορες εθνότητες. Ο καθένας όφειλε, ή να είναι Τούρκος, ή να πεθάνει. Νοσηρή ιδεολογία που πληρώθηκε με αίμα εκατομμυρίων Αρμενίων, Ποντίων και Ελλήνων, που ιστορικώς τεκμηριωμένα έδωσε ιδεολογική τροφή στη σύλληψη της “τελικής λύσης των Ναζί για το εβραϊκό ζήτημα” και που στις μέρες μας ακόμα αποτελεί σημαία του τουρκικού κράτους.
Όταν, λοιπόν, οι εκάστοτε πρωθυπουργοί μας και υπουργοί των Εξωτερικών, κομπάζουν για την “προσέγγιση” και τη “λυκοφιλία” που επιτύχαμε με τους γείτονές μας, να έχουμε πάντα κατά νου ότι μιλάμε για ένα λαό που, αν και οι τόσοι αιώνες συνύπαρξής, μας έχουν δέσει σε μια κοινή πορεία στο γεωπολιτικό γίγνεσθαι, ωστόσο είναι ιδιαίτερα επιρρεπής στην ακραία εθνικιστική δημαγωγία των αρχόντων του, που τάχιστα μπορεί να τον μεταμορφώσει σε αιμοχαρή όχλο. Λοιπόν, η πολυθρύλητη ελληνοτουρκική φιλία μπορεί να είναι παραπάνω από επιθυμητή, αλλά η επανάπαυσή μας σ’ αυτήν συνιστά ασυγχώρητη αφέλεια.
Η μικρασιατική εκστρατεία και η καταστροφή που την ακολούθησε δεν ήταν απλά και μόνο μια ελληνοτουρκική υπόθεση, αλλά εντάχθηκε στο γενικότερο επεκτατικό σχεδιασμό της εποχής από τους κρατούντες στην τότε παγκόσμια τάξη πραγμάτων.
Η πατρίδα μας άδραξε τη μοναδική ευκαιρία που της δινόταν για να προστατέψει το εκεί ελληνικό στοιχείο και να επεκταθεί στον τόσο ζωτικό γι’ αυτήν χώρο της Μικράς Ασίας, χώρο που, αν και υπό τουρκική κυριαρχία, δεν έπαψε να αποτελεί το πνευματικό επίκεντρο του λαού μας.
Έπαιξε, όμως, δίχως σύνεση στο διεθνή στίβο και έχασε. Η πολιτική που άσκησε στην κρίσιμη τριετία από την απόβαση στη Σμύρνη υπήρξε επιεικώς ανεδαφική και οι επιλογές των κυβερνήσεων ασυγχώρητα κοντόφθαλμες.
Δεν μπόρεσε η ελληνική εξωτερική πολιτική να σταθμίσει την πραγματική θέση και τον ρόλο της Ελλάδας στο διεθνές γίγνεσθαι και αυτό το πληρώσαμε ακριβά.
Η παραγνώριση των διαπλεκόμενων διεθνών συμφερόντων στην περιοχή και η έλλειψη μιας μακρόπνοης, ευέλικτης και ευφυούς διπλωματίας που θα εξασφάλιζε τα δικά μας συμφέροντα αποφεύγοντας τις άσκοπες διεθνείς προστριβές, αποδείχθηκαν μοιραίες παραλείψεις.
Είναι, βέβαια, γνωστός ο ρόλος και η ατιμία των μεγάλων δυνάμεων στην υπόθεση της Μικράς Ασίας.
Η ιστορική μνήμη δε θα συγχωρήσει ποτέ αυτούς που παρακολουθούσαν απαθείς τη σφαγή στο λιμάνι της Σμύρνης, δίχως να προσφέρουν την παραμικρή βοήθεια στα δύστυχα θύματα και πολύ περισσότερο αυτούς που πετούσαν πίσω στη θάλασσα όσους κατέφευγαν εκεί ικέτες για να σωθούν.
Δε θα συγχωρήσει όμως και κάποιους «συνωστισμένους» πνευματικά νεοέλληνες, δήθεν προοδευτικούς ιστορικούς και πολιτικούς, που υποστηρίζουν ότι απλά υπήρξε συνωστισμός στην προκυμαία της Σμύρνης. Τέτοιες προσεγγίσεις αποτελούν απλά κατάπτυστες ομολογίες.
Καταστροφική αποδείχθηκε, επίσης, η νοοτροπία που καλλιεργήθηκε στην κοινή γνώμη για παύση του πολέμου, για να γυρίσουν οι φαντάροι μας πίσω, και τα λοιπά γνωστά. Δε λείπανε οι κουβέντες όπως ”τι θέλει ο στρατός μας στην Τουρκία ;” Πουθενά ο εθνικός ενθουσιασμός για την ελευθέρωση των αλύτρωτων αδελφών. Πουθενά η παλλαϊκή συστράτευση για τον κοινό σκοπό της επέκτασης της μητέρας πατρίδας στη Μικρά Ασία. Οι ευθύνες της τότε παλιάς Ελλάδας σχετικά με αυτό το ζήτημα είναι τεράστιες.
Η διχόνοια που επικρατούσε και το χάος στο οποίο είχε περιπέσει η ελληνική πολιτική ζωή ήταν αυτά που τελικά κατά πολλούς δώσανε την νίκη στον Μουσταφά Ριζά, γνωστό κατά κόσμο ως Κεμάλ Ατατούρκ.
Δε θα ήταν υπερβολή αν αναφερόταν ότι η Ελλάδα έκανε τα πάντα για να ηττηθεί.
Αλγεινή εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι στις κρίσιμες στιγμές της εθνικής δοκιμασίας πολλοί στην Ελλάδα προέτασσαν το κομματικό ή μικροπολιτικό συμφέρον έναντι του εθνικού. Άλλοι τάσσονταν σύμμαχοι στο πλευρό της Γερμανίας, υπηρετώντας βασιλικές οικογενειοκρατίες, άλλοι βασίζονταν στις βρετανικές φλύαρες αοριστίες και άλλοι πάλι, νεοφώτιστοι, εγκολπώνονταν τα τότε σοβιετικά ιδεώδη, διακηρύσσοντας, εν ώρα εμπόλεμης κρίσεως μάλιστα, το άδικο της δικής μας μικρασιατικής εκστρατείας ενάντια στο δικαίωμα του αδελφού τουρκικού λαού για αυτοδιάθεση.
Αυτό ειδικά το τελευταίο θα συνιστούσε εσχάτη προδοσία, αν δεν επρόκειτο απλά για μια φρικώδη ανοησία.
Και μιλώντας για εσχάτη προδοσία, είναι πολύ χαρακτηριστική και ενδεικτική του ασυγχώρητου κλίματος που επικρατούσε ακόμα και στις τάξεις του εκστρατευτικού σώματος, η επιστολή του πρίγκιπα Ανδρέα, ο οποίος είχε τοποθετηθεί στην ηγεσία μιας από τις σπουδαιότερες μονάδες του πυροβολικού:
”Ο κόσμος εδώ γενικώς είναι απαίσιος. Επικρατεί βενιζελισμός ογκώδης…. Θα άξιζε πράγματι να παραδώσουμε τη Σμύρνη στον Κεμάλ για να τους πετσοκόψει όλους αυτούς τους αχρείους… Πότε, Θεέ μου, θα γλιτώσω από αυτήν την κόλαση εδώ;”.
Δε χρειάζεται πιστεύω κανένα σχόλιο. Όταν στο στράτευμα επικρατεί τέτοιο ηθικό, όταν η ανώτατη διοίκησή του διαθέτει περγαμηνές ανικανότητας και όταν η διοικητική μέριμνα λείπει παντελώς, τότε η ήττα είναι περισσότερο από εγγυημένη.
Αυτά όλα μας φαντάζουν απόμακρα και απαράδεκτα για τη δική μας σύγχρονη λογική.
Όμως η δική μας γενιά, είναι ανάγκη να αναλάβει τις δικές της ευθύνες, ασκώντας συνεχώς τον αυτοέλεγχο και την αυτοκριτική της, για το κατά πόσο οι επιλογές της σε τόσο καίρια θέματα υπηρετούν ξεκάθαρα τα εθνικά συμφέροντα ή υποτάσσονται σε σκοπιμότητες κομματικές, συντεχνιακές ή και προσωπικές.
Η ιστορία μάς διδάσκει ότι οφείλουμε να είμαστε πολύ προσεκτικοί. Οφείλουμε να επαγρυπνούμε ενωμένοι. Ο κομματισμός, ο “ημετερισμός” και οτιδήποτε άλλο προτάσσεται του εθνικού συμφέροντος, συνιστούν εθνική προδοσία και σήμερα ακόμα που η μπόρα έχει φαινομενικά καταλαγιάσει.
Αν δεν πονέσουμε εμείς οι ίδιοι την πατρίδα μας, ας μην περιμένουμε να την πονέσει κανένας άλλος.
Μετά το 1922 η Ελλάδα μας κυριολεκτικά μεταμορφώθηκε. Βέβαια ήταν πια μια “μικρή πλην έντιμος” όπως διακήρυσσαν κάποιοι πολιτικοί της εποχής.
Από την άλλη, όμως, το 1,5 εκατομμύριο περίπου των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στη νέα τους πατρίδα, εξαθλιωμένοι στην αρχή, προοδεύοντας όμως στη συνέχεια, άλλαξαν το σκηνικό της χώρας μας.
Νέο αίμα, αίμα συγγενικό και αδελφικό ήρθε να συνταχθεί στην προσπάθεια για επιβίωση και ανάδειξη της πατρίδας μας. Μπόλιασε την πληγωμένη πατρίδα μας με τον πολιτισμό της Ιωνίας, διασώζοντας πολλά στοιχεία από το ένδοξο παρελθόν της Ρωμιοσύνης, που είχαν ξεχαστεί στην “παλιά Ελλάδα”. Τι να πρωτοαναφέρει κανείς; Την οξυδέρκεια, την κοινωνικότητα, την εργατικότητα, τον κοσμοπολιτισμό, την έφεση στις τέχνες, στο εμπόριο και τις επιστήμες, την επιχειρηματικότητα και την άλλη αντίληψη για ποιότητα ζωής που φέρανε μαζί τους από την ευλογημένη Ιωνική Γη και που έδωσαν μια νέα αναζωογονητική ώθηση στο πληγωμένο και παραπαίον ελληνικό κράτος;
Η προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα δεν υπήρξε πάντα δίχως προβλήματα. Όπως προαναφέρθηκε, τα πρώτα χρόνια τουλάχιστον η αίσθηση της ξενιτιάς υπήρξε διάχυτη. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί ξεριζωμένοι δήλωναν για χρόνια προσωρινά διαμένοντες στην Ελλάδα και ως μόνιμη την κατοικία που άφησαν στις χαμένες πατρίδες τους. Οι δυσκολίες πολλές. Οι συνθήκες διαβίωσης συχνά άθλιες, καθώς η περιβόητη “ανταλλάξιμη περιουσία”, την οποία δικαιούνταν βάσει διεθνών συνθηκών, στο μεγαλύτερο μέρος της καταφαγώθηκε από τους επιτήδειους.
Όμως, το προσφυγικό στοιχείο στην Ελλάδα αποδείχθηκε ανώτερο των περιστάσεων και των δυσχερειών, ρίζωσε και ευδοκίμησε.
Ωστόσο, όλες αυτές οι παράπλευρες ευεργετικές συνέπειες της καταστροφής, τίποτε δεν αφαιρούν από την τραγικότητά της. Η εικόνα της Σμύρνης που καίγεται, η θλιβερότερη εικόνα σε όλη την ελληνική ιστορία, θα συνεχίζει να υγραίνει τα μάτια μας και να στοιχειώνει τις καρδιές και τα όνειρα όλων μας.
Χάθηκαν λοιπόν όλα; Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Ο ποιητής, πιστός στη δύναμη του έθνους για αναγέννηση λέει ότι τη Ρωμιοσύνη δεν πρέπει να την κλαίμε ή, τουλάχιστον, αν πρέπει να κλάψουμε για τις συμφορές που πέρασαν, άλλο τόσο πρέπει, ως χρέος ιερό στις χιλιάδες των νεκρών εθνομαρτύρων, να είμαστε σε εγρήγορση για τις προκλήσεις που ανοίγονται διάπλατα μπροστά μας.
Ας μην ξεχνάμε ότι η Ρωμιοσύνη είναι κυρίως όχι ένας τόπος, αλλά ένας τρόπος ζωής.
Είμαστε ένας λαός της μνήμης, αλλά και ένας λαός που δε μας ταιριάζει να είμαστε μικροί και ασήμαντοι.
Δεν μπορούμε να υπάρξουμε δίχως μια Μεγάλη Ιδέα και δίχως διαχρονική ιστορική συνείδηση.
Το νέο ρευστό σκηνικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της παγκοσμιοποιημένης διεθνούς πραγματικότητας προσφέρει το ιδανικό έδαφος για την καλλιέργεια και την ευδοκίμηση της Νέας Μεγάλης Ιδέας. Ιδέας προσφοράς, ανανέωσης και πρότασης ζωής στο σύγχρονο κόσμο. Και αν θέλουμε να ονομαζόμαστε γένος ιστορικό και σπουδαίο, τότε ας αναζητήσουμε και ας χτίσουμε την Μεγάλη αυτή Ιδέα κοντά στις ρίζες μας και τη χριστιανική μας πίστη. Αυτά θα μας κρατήσουν ζωντανούς στους αιώνες που έρχονται.
ΑΣΒΕΣΤΟΣ ΦΩΤΙΖΕΙ Ο ΦΑΡΟΣ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
ΑΛΥΤΡΩΤΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ, ΔΕ ΣΑΣ ΞΕΧΝΑΜΕ
Της Φωτεινής Κοτσογλανίδη
Προέδρου Ένωσης Μικρασιατών Μεσσηνίας «Η ΙΩΝΙΑ»
kotsxa@gmail.com