Είμαι βέβαιος ότι στους περισσότερους συμπολίτες μας που ειλικρινώς περιβάλλουν με αγάπη και εκτίμηση το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου η πρόσφατη είδηση ότι μόλις 56 φοιτητές θα διαβούν εφέτος το κατώφλι του Τμήματος Φιλολογίας στην Καλαμάτα, ενώ βεβαίως οι προσφερόμενες θέσεις είναι τουλάχιστον τριπλάσιες ως προς το συνολικό αριθμό τους, θα πρέπει να προκάλεσε οδυνηρή απογοήτευση και αποκαρδιωτικό προβληματισμό. Η σκέψη, μάλιστα, ότι κατά το επόμενο χρονικό διάστημα αυτός ο γλίσχρος αριθμός εισακτέων θα μειωθεί έτι περαιτέρω λόγω των επικείμενων και δυστυχώς αναπότρεπτων μετεγγραφών δημιουργεί ευλόγως την εντύπωση ότι το μέλλον του Τμήματος Φιλολογίας μόνον ευοίωνο δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ούτε κι από εκείνους τους υπεράγαν αισιόδοξους παρατηρητές που θέλουν να βλέπουν παντού στον πανεπιστημιακό χάρτη της χώρας μας ανερχόμενες ακαδημαϊκές δυνάμεις και εκθαμβωτικά επιστημονικά μεγαλεία!
Δίχως κανένα ίχνος αυταρέσκειας (και πώς άλλωστε, δεδομένων αυτών των απελπιστικών εξελίξεων που πλήττουν κατευθείαν στην καρδιά αυτού του πάλαι ποτέ ευγενούς και ελπιδοφόρου ακαδημαϊκού εγχειρήματος, στο οποίο ο γράφων έχει αφιερώσει ένα μεγάλο μέρος της μακράς πανεπιστημιακής σταδιοδρομίας του) θα ήθελα εκ προοιμίου να επισημάνω ότι σε σειρά δημόσιων παρεμβάσεών μου από τη φιλόξενη στήλη επιφυλλιδογραφίας αυτής της έγκριτης εφημερίδας επιχείρησα, δυστυχώς επί ματαίω, να επιστήσω την προσοχή στους υπευθύνους και στους ιθύνοντες για την επερχόμενη πανωλεθρία.
Επειδή επιθυμώ να είμαι όσο το δυνατόν ψυχραιμότερος και αντικειμενικότερος ενώπιον μιας ομολογουμένως εξαιρετικά δύσκολης κατάστασης, οφείλω κατ’ αρχήν να τονίσω ότι τα τελικά αποτελέσματα των πανελλαδικών εξετάσεων για όλα ανεξαιρέτως και τα επτά Τμήματα Φιλολογίας της πατρίδας μας σε μία πρώτη ανάγνωση είναι σαφώς και άνευ αμφιβολίας άκρως απογοητευτικά, εάν μάλιστα λάβουμε υπ’ όψιν μας τις χαμηλές βάσεις εισαγωγής και την έκδηλη απροθυμία των υποψηφίων να προκρίνουν τις φιλολογικές σπουδές ως μία από τις πρώτες επιλογές τους.
Τα αίτια γι’ αυτήν την αδιανόητη κατρακύλα είναι βεβαίως γνωστά σε όλους: φρούδες ελπίδες για ταχεία και καλοπληρωμένη επαγγελματική αποκατάσταση, τεράστιος ανταγωνισμός ανάμεσα σε υπερπληθώρα προσοντούχων αποφοίτων, πολυδιάσπαση των φιλολογικών τμημάτων σε ένα ευρύτατο φάσμα κατευθύνσεων και εξειδικεύσεων και γενικότερη υποβάθμιση των ανθρωπιστικών σπουδών σε παγκόσμιο επίπεδο.
Στο σημείο αυτό, ωστόσο, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η επίδοση του Τμήματος Φιλολογίας της πόλης μας είναι η χειρότερη πανελλαδικά, αφού, ως γνωστόν, τα υπόλοιπα φιλολογικά τμήματα κατόρθωσαν να συγκρατήσουν τους φοιτητικούς πληθυσμούς των πρωτοετών τους ακόμη και με δραστική μείωση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ) έως το κυριολεκτικά ελάχιστο επιτρεπόμενο όριο.
Πιστεύω ακράδαντα ότι τα νέα μέτρα περιορισμού της πρόσβασης στα ελληνικά ΑΕΙ κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, διότι πρέπει αφενός να ενισχυθεί η τεχνική εκπαίδευση των νέων μας και αφετέρου να ενδυναμωθεί το έμψυχο υλικό των πανεπιστημιακών τμημάτων με την ενσωμάτωση συνειδητοποιημένων και αφοσιωμένων σπουδαστών. Το κρίσιμο, επομένως, ερώτημα αναφύεται και πάλι αναφορικά με το τι δέον γενέσθαι, για να μπορέσουμε αφενός να αποτρέψουμε την περαιτέρω συρρίκνωση και υποβάθμιση των φιλολογικών σπουδών στην Καλαμάτα και αφετέρου να καταφέρουμε να προσελκύσουμε περισσότερους φοιτητές και μάλιστα (αυτό είναι όντως αποφασιστικής σημασίας στην παρούσα συγκυρία) επαρκώς κατηρτισμένους και ικανοποιητικά προετοιμασμένους γλωσσικά και μορφωτικά. Άλλωστε, πάντοτε ήμουν της γνώμης ότι η τοπική κοινωνία της Μεσσηνίας θα μπορούσε να συμβάλει δημιουργικά και γόνιμα στην προσπάθεια αυτή της ουσιαστικής στήριξης των καλαματιανών πανεπιστημιακών τμημάτων.
Ειδικότερα, έχω και στο παρελθόν επισημάνει την ανάγκη στενότερης διασύνδεσης των ακαδημαϊκών φορέων με το τωόντι εξέχον πολιτιστικό γίγνεσθαι της περιοχής μας στο πλαίσιο ενός αναγεννητικού εγχειρήματος, το οποίο θα σύγκειται κυρίως από την άμεση ίδρυση και συνακολούθως εμπέδωση σφριγηλών αυτοχρηματοδοτούμενων μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών με ιδιαίτερη έμφαση στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση, τη συστηματική διοργάνωση διεθνών συνεδρίων και ημερίδων με τη δυναμική προοπτική της έκδοσης έγκυρων συλλογικών τόμων, οι οποίοι, πλην των άλλων, ενισχύουν το ερευνητικό στίγμα κάθε ακαδημαϊκού εγχειρήματος, την πρόσληψη διδακτικού προσωπικού υψηλών προσόντων και εγνωσμένης ικανότητας, το οποίο θα κληθεί να καλύψει σοβαρότατα κενά στο προπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών (αξίζει να σημειωθεί, χάριν παραδείγματος, ότι το Τμήμα Φιλολογίας στην Καλαμάτα είναι το μοναδικό στην Ελλάδα που δε διαθέτει μόνιμο διδάσκοντα στο γνωστικό αντικείμενο της Λατινικής Φιλολογίας!) και την ενίσχυση και επέκταση της βιβλιοθήκης της τοπικής Σχολής, γνωστού όντος ότι δε νοείται σοβαρή έρευνα, εάν δεν υπάρχει πλούσια και ενημερωμένη συλλογή βιβλίων και επιστημονικών περιοδικών, η οποία μάλιστα ενδεδειγμένο θα ήταν να είναι ευχερώς προσιτή σε όλους τους πανεπιστημιακούς σπουδαστές και όχι μόνο.
Εξυπακούεται ότι τα προαναφερθέντα είναι μερικά από αυτά τα μέτρα που πρέπει να υλοποιηθούν το συντομότερο δυνατόν, με στόχο, μεταξύ άλλων, να αποφευχθούν τα χειρότερα και να αναθερμανθούν κάποιες ελπίδες ανάταξης και ανασυγκρότησης εν μέσω χαλεπών καιρών για τη φιλολογική επιστήμη. Κατά το κοινώς λεγόμενον, το Τμήμα Φιλολογίας δεν αρέσει πλέον στους υποψήφιους φοιτητές, γι’ αυτόν ιδίως το λόγο σκόπιμο κρίνεται να προσδοθεί δίχως καθυστέρηση ισχυρότατη έμφαση στην κατεύθυνση της συγκρότησης μιας ολοκληρωμένης εκπαιδευτικής δέσμης διδακτικών και ερευνητικών υπηρεσιών, η οποία θα εγγυάται με στιβαρότητα και εγκυρότητα την προπτυχιακή, μεταπτυχιακή και διδακτορική πορεία των επίδοξων σπουδαστών μέσα σε ένα περιβάλλον ακαδημαϊκής αριστείας και επιστημονικής αξιοκρατίας.
Εάν ολιγωρήσουμε άλλη μια φορά να επιφέρουμε τις απαιτούμενες βελτιωτικές αλλαγές, τότε θα διαπιστώσουμε με άφατη θλίψη ότι τελικά οι φιλολογικές σπουδές στην Καλαμάτα δεν επέπρωντο να μακροημερεύσουν.
Του Ανδρέα Γ. Μαρκαντωνάτου
-Ο κ. Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος είναι καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού και επόπτης Αρχαίων Ελληνικών στο Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής.