Είναι γνωστό ότι η πανδημία που έπληξε σφοδρά την ελληνική οικονομία δεν άφησε αλώβητο τον πρωτογενή τομέα, διακόπτοντας απότομα την όποια ανοδική πορεία της οικονομικής δραστηριότητας διαφαινόταν στις αρχές του 2020. Τα διαθρωτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο πρωτογενής τομέας στην Ελλάδα είναι πολλά και χρόνια.
Έχουμε αγροτικά προϊόντα και τρόφιμα εξαιρετικής ποιότητας με διεθνή αναγνώριση. Η προσπάθεια για ένα ποιοτικό αγροτικό προϊόν σταματάει πολλές φορές στην παραγωγή, σταματάει στο χωράφι και στο δένδρο. Η κρίση της πανδημίας κάνει επιτακτική την ανάγκη για μία αλλαγή στο παραγωγικό μοντέλο της χώρας και ιδιαίτερα στον πρωτογενή τομέα.
Η αλλαγή πρέπει να εστιάσει σε τρεις αλληλοσχετιζόμενους άξονες: α) σχέδιο περιφερειακής αγροτικής ανάπτυξης, β) εστίαση στην τυποποίηση και γ) προσανατολισμός στη βιωσιμότητα και κλιματική αλλαγή.
Ένα «σχέδιο» περιφερειακής αγροτικής ανάπτυξης πρέπει να απαντά με σαφήνεια σε στρατηγικά ερωτήματα: τι μπορεί να καλλιεργηθεί, τι δυνατότητες υπάρχουν, τι ανάγκες υπάρχουν για εγχώρια κατανάλωση και να γίνει ανίχνευση των τάσεων στις αγορές του εξωτερικού, δηλαδή τι αγροτικά προϊόντα θέλουν ποιες χώρες και πού έχουμε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Ένα σχέδιο που θα προτείνει ένα χαρτοφυλάκιο προϊόντων-καλλιεργειών, ποιος καλλιεργεί τι και με ποιο όφελος. Το Πανεπιστήμιο καλείται να προσφέρει την υποστήριξή του στον αγροτικό χώρο με τη μεταφορά της γνώσης και της έρευνας από τα αμφιθέατρα και τα εργαστήρια στο χωράφι, στην ομάδα των παραγωγών, στο συνεταιρισμό.
Η εστίαση στην τυποποίηση του αγροτικού προϊόντος συνεπάγεται επώνυμη ζήτηση από τον καταναλωτή, κατάκτηση μεριδίου αγοράς, προσφορά ποιοτικού προϊόντος με συνέπεια και συνέχεια. Δεν μπορούμε να έχουμε άμεσα και βραχυχρόνια μικρό κόστος παραγωγής στο αγροτικό προϊόν στην Ελλάδα.
Η τυποποίηση είναι μονόδρομος για τα περισσότερα αγροτικά προϊόντα. Το «χύμα» αγροτικό προϊόν έχει το πλεονέκτημα να ενσωματώνει μόνο το κόστος παραγωγής του.
Το μειονέκτημα ή απειλή για το γεωργό-παραγωγό είναι ότι μπορεί το προϊόν που διαθέτει να υποκατασταθεί με οποιαδήποτε άλλο προϊόν με παρόμοια χαρακτηριστικά (εγχώριο ή εισαγόμενο).
Σήμερα ο ενδιάμεσος αγοράζει από ένα συγκεκριμένο παραγωγό, αύριο όμως μπορεί να αγοράσει το ίδιο προϊόν από κάποιον άλλον παραγωγό, δίνοντας ίσως και χαμηλότερη τιμή.
Οι ομάδες παραγωγών και οι «νέοι» συνεταιρισμοί θα πρέπει να ενσωματώσουν τη λογική του μάρκετινγκ και να συνειδητοποιήσουν ότι σε μια τέτοια συλλογική προσπάθεια θα πρέπει να υπάρχουν και κάποιοι που θα πουλάνε, θα επικοινωνούν και θα διαπραγματεύονται με την αγορά, τους ενδιάμεσους, τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ και τους εξαγωγείς-αντιπρόσωπους.
Κάποιοι θα παράγουν και κάποιοι θα διοικούν την προσπάθεια. Αναφερόμαστε σε «συλλογικότητα» γιατί η επένδυση στη γεωργία προϋποθέτει μεγάλα κεφάλαια.
Ταυτόχρονα, θα πρέπει να προσανατολιστούμε στη μελέτη και πρόληψη των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και στη βιώσιμη αγροτική καλλιέργεια και ανάπτυξη.
Έχει έρθει η ώρα να αλλάξει η παραδοσιακή καλλιέργεια με νέες μεθόδους, που προσανατολίζονται στη λελογισμένη χρήση των περιβαλλοντικών σπάνιων πόρων (π.χ. υδροπονία), να υιοθετηθούν σε μεγαλύτερη κλίμακα μοντέλα τεχνητής νοημοσύνης και νέα λογισμικά στην παραγωγική διαδικασία, να χαραχθούν πολιτικές μείωσης των απωλειών σε αγροτικά προϊόντα πριν φθάσουν στον καταναλωτή ή στη μεταποιητική βιομηχανία (food loss) και να δημιουργηθούν σχέδια πρόληψης και αντιμετώπισης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων.
Υπάρχουν η γνώση, οι δυνατότητες και οι ευκαιρίες για τη δημιουργία του πλαισίου ενός νέου παραγωγικού μοντέλου για τον πρωτογενή τομέα στη χώρα μας.
ΠΗΓΗ: ΟΠΑ NEWS , τ. 40
*Προκόπης Κ. Θεοδωρίδης, αναπληρωτής καθηγητής Τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων Αγροτικών Προϊόντων και Τροφίμων Πανεπιστημίου Πατρών