Σπουδές σε Λονδίνο και Κάννες, δύο κρατικά βραβεία, τρία «ζεστά» σήριαλ και πολλά σχέδια… Ο Παναγιώτης Χριστόπουλος γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1980, εργάζεται ως σεναριογράφος στον κινηματογράφο και την τηλεόραση και παράλληλα διδάσκει Σενάριο στη Σχολή Σταυράκου και στη Σχολή Σεναρίου Αnt1.
Σπούδασε Κινηματογράφο στο Λονδίνο (Film and Media Studies στο University of East London (UEL) και είναι κάτοχος Master Ιστορίας Κινηματογράφου και Οπτικών Μέσων από το Birkbeck College. Παράλληλα, εργάστηκε στην τηλεόραση (Illuminations Television, Αγγλία), στο θέατρο (Royal Shakespeare Company, Stratford Circus) και στα εικαστικά (Tate Modern).
Έχει βραβευθεί στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και έχει κερδίσει την υποτροφία Cinefondation-Residence του Φεστιβάλ Καννών το 2013 (προσφέρεται σε 12 ταλαντούχους νέους σεναριογράφους κάθε χρόνο).
Έχει στο ενεργητικό του δύο θεατρικά έργα από τα οποία το πρώτο («Πατρίσια Χάισμιθ: εισαγωγή στο σασπένς») ανέβηκε δύο χρονιές στο Θέατρο 104 με πρωταγωνίστρια τη Ρούλα Πατεράκη και το δεύτερο στο Στούντιο Συγγραφής του Εθνικού Θεάτρου («Πορνογραφία για πάντα»).
Πολυβραβευμένη είναι η ταινία μικρού μήκους του Παναγιώτη Χριστόπουλου «Η Έκταση που Αναλογεί», κερδίζοντας- μεταξύ άλλων- την 3η θέση στα Κρατικά Κινηματογραφικά Βραβεία Ποιότητας 2007 που απονέμονται στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, για να επανέλθει με επιτυχία πέρυσι στον ίδιο θεσμό με το Βραβείο Κοινού για την τελευταία του κινηματογραφική δουλειά, που ήταν η ταινία “Daniel 16”, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου, με τον οποίο συνέγραψε το σενάριο.
Ο Καλαματιανός σεναριογράφος, Παναγιώτης Χριστόπουλος, έχει συνδέσει το όνομά του με τη γνωστή επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά «Μην αρχίζεις τη Μουρμούρα», η οποία προβάλλεται για 9η χρονιά από το κανάλι Alpha. Είναι, όμως, πολλά περισσότερα από αυτό: Έχει πίσω του σημαντικές σπουδές, πολλές αξιόλογες και βραβευμένες ποιοτικές δουλειές στον κινηματογράφο, την τηλεόραση και στο θέατρο, είναι καταξιωμένος ανάμεσα στους κορυφαίους και περιζήτητος πια.
Είναι δάσκαλος της δουλειάς του σε γνωστές σχολές, έχει σχέδια και προτάσεις για προσεχείς δουλειές, είναι ένας ανήσυχος άνθρωπος της τέχνης και του πολιτισμού, μα πάνω απ’ όλα απολαμβάνει αυτό που κάνει και του δίνεται ολόψυχα -και μάλλον αυτό είναι στην πραγματικότητα το μυστικό της επιτυχίας του…
Τηλεοπτικά, ο Παναγιώτης Χριστόπουλος δεν είναι μόνο στην ομάδα των σεναριογράφων που γράφουν τα επεισόδια της «Μουρμούρας» (από την οποία μας “αποκάλυψε” ότι ετοιμάζεται να αποχωρήσει). Ήταν επίσης πίσω από τις ιστορίες και τους διαλόγους της αξιόλογης μίνι σειράς «Κρατάς Μυστικό;» που παίχθηκε πέρυσι στον Alpha.
Επιπλέον, συμπεριλαμβάνεται στους συνεργάτες της Βικτόρια Χίσλοπ για τη σειρά 12 ιστοριών «Καρτ Ποστάλ» που προβάλλεται στην ΕΡΤ από τις αρχές Οκτωβρίου, ενώ θα υπάρξει σύντομα συνέχεια με μια νέα συνεργασία.
Το «Θ» είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει με το συμπατριώτη μας επαγγελματία της μυθοπλασίας, όπως είναι ο πιο εύστοχος προσδιορισμός.
-Η «παραδοσιακή» τηλεόραση «κρατάει» γερά κόντρα στο Netflix, το ίντερνετ και τα υπόλοιπα Μέσα;
Νομίζω ότι το ελληνικό κοινό θέλει να βλέπει και περιεχόμενο που να μιλάει στη γλώσσα του. Θα δει, δηλαδή, και τις ξένες σειρές του Netflix -και πολύ καλά θα κάνει, γιατί κάποιες είναι πολύ αξιόλογες-, αλλά νομίζω ότι θέλει να δει και κάτι που αφορά και στη ζωή του, την κοινωνία όπου ζει και την ιστορία του ακόμα. Πάρα πολλά επεισόδια, ας πούμε, στο «Καρτ Ποστάλ» είναι εποχής και έχουν να κάνουν με ιστορικά γεγονότα.
Οπότε νομίζω ότι το κοινό έχει πολλές επιλογές, αλλά σίγουρα θέλει να βλέπει και ένα ελληνικό περιεχόμενο, κι αυτό είναι πολύ καλό, γιατί υπάρχει μια κινηματογραφική και τηλεοπτική βιομηχανία στην Ελλάδα που για πάρα πολλά χρόνια στην κρίση υπέφερε.
-Ο κορωνοϊός πώς επηρέασε το χώρο;
Νομίζω, όπως σε όλους τους τομείς, έτσι και στο δικό μας κατ’ αρχάς επηρέασε την καθημερινότητά μας, επηρέασε την ψυχολογία μας. Τώρα, πέρα από αυτό, η τηλεόραση κράτησε κάπως, επειδή ήταν η παρέα του κόσμου στην καραντίνα, σε όλες τις φάσεις των λοκ ντάουν. Εμείς δε σταματήσαμε να δουλεύουμε ούτε μέρα, συνεχίσαμε με πολύ δύσκολες συνθήκες. Ειδικά οι άνθρωποι που δουλεύουν επί τόπου στο γύρισμα, δηλαδή το συνεργείο, οι ηθοποιοί κ.τ.λ., ρίσκαραν τη ζωή τους καθημερινά. Και δεν υπήρχαν τότε συχνά τεστ, δηλαδή μιλάμε πριν ξεκινήσουν οι εμβολιασμοί.
Εκτός του θέματος της επιβίωσης, κανένας δεν ήθελε να χάσει τη δουλειά του, μας ενέπνεε το ότι ο κόσμος δεν έχει άλλη διασκέδαση, δεν έχει άλλη ψυχαγωγία. Θέλει να γελάσει λίγο το χειλάκι του, να δει τη «Μουρμούρα το βράδυ»… Και μάλιστα κάναμε και πάρα πολλά επεισόδια που είχαν να κάνουν με τη ζωή στο λοκ ντάουν, από την αυτοσαρκαστική και χιουμοριστική πλευρά, τα οποία ήταν πάρα πολύ αγαπητά στο κοινό, σημειώνοντας πολύ υψηλά νούμερα τηλεθέασης.
Που σημαίνει ότι ο κόσμος δε θέλει απλά να ξεχαστεί. Ο κόσμος θέλει να δει την πραγματικότητά του, όσο δύσκολη κι αν είναι, αλλά από μια πιο φωτεινή διάσταση.
-Ο χώρος της τηλεόρασης ευνοήθηκε, σε σχέση με το θέατρο και τις άλλες ψυχαγωγίες, όπου επιβλήθηκε η αναστολή…
Σε αυτό ήμασταν τυχεροί. Δεν ξέρω τις λεπτομέρειες, αν υπήρξαν κέρδη για κανάλια, δεν ξέρω πώς κινείται και η αγορά έξω, πάντως σίγουρα ήταν για πάρα πολλούς ανθρώπους η μόνιμη παρέα. Και γι’ αυτό οι περισσότερες παραγωγές, όσες μπορούσαν, συνέχισαν.
-Έχουμε, θεωρείς, ικανοποιητικές παραγωγές και σε αριθμό και σε ποιότητα;
Γενικά υπάρχει μια άνθιση φέτος στη μυθοπλασία, το οποίο είναι πάρα πολύ θετικό, ενθαρρυντικό και παρήγορο, γιατί για πάρα πολλά χρόνια η μυθοπλασία για την ελληνική τηλεόραση ήταν μια πολυτέλεια. Ήταν και κάτι που τα κανάλια φοβούνταν να επενδύσουν πάνω της και προτιμούσαν το σίγουρο προϊόν του ριάλιτι. Ωστόσο, βλέπουμε από πέρυσι, αλλά ειδικά φέτος, πάρα πολλές σειρές σε όλα τα κανάλια. Κάτι που μόνο καλό μπορεί να είναι, γιατί και οι σειρές μπαίνουν σε έναν υγιή συναγωνισμό μεταξύ τους. Δηλαδή, δεν είναι πια οι εποχές της κρίσης που ήταν δύο σειρές και ο θεατής αν ήθελε να δει μυθοπλασία, θα έβλεπε αυτές. Τώρα ο θεατής έχει πάρα πολλές επιλογές, κι εμάς τους επαγγελματίες της μυθοπλασίας αυτό μας συμφέρει πάρα πολύ, γιατί προφανώς υπάρχουν περισσότερες δυνατότητες για εργασία σε όλους τους τομείς και σε όλα τα μετερίζια και τις ειδικότητες. Επίσης, γιατί εξελίσσεται κι αυτό που κάνουμε ποιοτικά μέσα από αυτό το συναγωνισμό.
-Εννιά χρόνια στη «Μουρμούρα» δεν είναι πολλά; Υπάρχει έμπνευση ή βαρεμάρα και καταναγκασμός;
Βέβαια, υπάρχει πάρα πολύ μεγάλη εξάντληση, και εξάντληση δική μας ψυχολογική και εξάντληση θεμάτων, γιατί πόσα πράγματα να πεις; Βέβαια, είναι η θεματική της σειράς που έχει να κάνει με τα παντρεμένα ζευγάρια ή τα ζευγάρια γενικώς και είναι μια πηγή που καθημερινά σου δίνει «τροφή», γιατί βλέπεις γύρω σου από φίλους, από γείτονες, από ανθρώπους στο δρόμο, στο σούπερ μάρκετ, βλέπεις καινούργιες ιστορίες που ο σεναριογράφος μετά τις αξιοποιεί ή τις… κλέβει, αλλά και πάλι είναι ένας ρυθμός δουλειάς, ο οποίος επαναλαμβάνεται ίδιος και απαράλλακτος.
Νομίζω πως αυτό που μας δίνει κάπως μιαν ανανέωση, μια δύναμη και μιαν ανάσα, είναι ότι πάει τόσο καλά. Ειδικά φέτος έχουμε αιφνιδιαστεί κι εμείς για το πόσο καλά πηγαίνει. Κι αυτό σε κάνει λίγο να χαμογελάς και να συνεχίζεις το γράψιμο. Δε νομίζω ότι θα συνεχίσω άλλη χρονιά, είναι η τελευταία μου, η σειρά όμως μπορεί να συνεχίσει, γιατί βλέπω ότι έχει ακόμη απήχηση.
Οι χαρακτήρες της «Μουρμούρας» είναι, νομίζω, πρόσωπα τα οποία το κοινό θεωρεί δικούς του ανθρώπους, είναι σαν να ζουν μέσα στο σπίτι μας, ειδικά αν σκεφτούμε ότι η «Μουρμούρα» παίζεται, όχι μόνο τις ώρες της πρώτης προβολής της, αλλά πάρα πολλές φορές μέσα στην ημέρα. Και έχει αρκετή τηλεθέαση όλες τις φορές.
-Αν κάποιος δει επεισόδια της πρώτης χρονιάς και επεισόδια που δημιουργούνται τώρα, 9 χρόνια μετά, βλέπει διαφορά στη σχέση των ανθρώπων;
Αυτό είναι μια καλή ερώτηση και δεν το έχω σκεφτεί πάρα πολύ καλά. Νομίζω ότι σίγουρα η εποχή έχει αλλάξει λίγο. Από την άλλη κι εμείς ως σεναριογράφοι έχουμε αλλάξει, οπότε ίσως κάποιες φορές αγγίζουμε κάποια θέματα ενδεχομένως λίγο πιο τολμηρά, τα οποία δε θα τολμούσαμε να αγγίξουμε στις πρώτες σεζόν. Το κοινό σήμερα έχει δει πάρα πολύ Netflix, που σημαίνει ότι κι εμείς προσπαθούμε να απευθυνθούμε σε ένα κοινό το οποίο είναι πιο εξελιγμένο πια και έχει περισσότερες απαιτήσεις.
Οπότε τις πρώτες σεζόν μπορεί να υπήρχαν κάποια επεισόδια λίγο πιο απλοϊκά, αλλά τώρα πια τα αποφεύγουμε ή προσπαθούμε όσο μπορούμε με τα μικρά μας μέσα να πετύχουμε μεγαλύτερη πρωτοτυπία στις ιστορίες. Θέλουμε να εξελισσόμαστε λίγο, να πιάνουμε και κοινωνικά θέματα, ίσως και λίγο πιο αμφιλεγόμενα θέματα.
-Ποια μπορεί να είναι αυτά;
Πάρα πολλές φορές έχουμε πιάσει τα τελευταία χρόνια θέματα που έχουν να κάνουν με το ρατσισμό, που έχουν να κάνουν με το προσφυγικό ζήτημα. Πάντα από τη φωτεινή και χιουμοριστική πλευρά, όχι την «ελαφριά» πλευρά του. Ποτέ δεν έχουμε αντιμετωπίσει κάποιο θέμα σοβαρό με ελαφρότητα, αλλά το έχουμε αντιμετωπίσει με ένα χαμόγελο. Ομοφοβίας θέματα, θέματα που έχουν να κάνουν με την αναπηρία, με την ψυχική νόσο, με το μισογυνισμό. Τέτοια θέματα, αν βάλουμε κάτω τα επεισόδια της Μουρμούρας την τελευταία σεζόν, υπάρχουν πάρα πολλά.
-Και μέσα από τη μυθοπλασία και την τηλεόραση μπορείς να το δώσεις «ανώδυνα»…
Πιστεύω, ναι, και ειδικά αυτό το οποίο μας συγκινεί είναι ότι έχουμε πολύ παιδικό κοινό. Είναι τεράστια ευθύνη ότι σε βλέπουν παιδάκια και μερικές φορές αισθανόμαστε και λίγο σαν «μπέιμπι σίττερ», γιατί δείχνουμε κάτι στο παιδί για να του κάνουμε παρέα. Ενδεχομένως εκείνη την ώρα το παιδί να είναι μόνο και να βλέπει, με τους γονείς του να είναι σε άλλο δωμάτιο. Οπότε είναι μεγάλη ευθύνη, αλλά μας δίνει και μεγάλη χαρά, γιατί νιώθουμε ότι, σε ένα πολύ μικρό κομμάτι, διαμορφώνουμε και λίγο ανθρώπους. Και είναι πράγματα που μπαίνουν στο μυαλό -ειδικά μέσα από το χιούμορ, γιατί το χιούμορ λειτουργεί και λίγο σαν «αναισθητικό»- και μπορείς να περάσεις ένα δύσκολο μήνυμα στον άλλον χωρίς αυτός να το καταλάβει.
-Εσείς οι άνθρωποι της μυθοπλασίας δεν πλήττετε ποτέ;
Πάρα πολύ! Νομίζω γι’ αυτό γράφουμε, επειδή πλήττουμε. Τόσο πολύ θέλουμε να δραπετεύσουμε σε άλλες ζωές, δε μας φτάνει η ζωή μας. Αυτό είναι στην ουσία και για τους σεναριογράφους και για τους ηθοποιούς, το ίδιο πράγμα είναι.
-Εκτός από αυτό ποια είναι τα κίνητρά σου; Γιατί γράφεις;
Νομίζω ότι η απάντηση είναι ότι δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο. Αυτό ξεκίνησα από πολύ νωρίς στη ζωή μου να κάνω και είναι κάτι που μου αρέσει. Το να στέκομαι πάνω από τη λευκή σελίδα στον υπολογιστή ή στο χαρτί, για μένα είναι μεγάλη πρόκληση, νιώθω ένα φόβο, ένα δέος, αλλά και μια απίστευτη χαρά εκείνη την ώρα. Είμαι από τους πολύ τυχερούς ανθρώπους που κάνουν αυτό που αγαπάνε, δηλαδή κάνω το χόμπι μου επάγγελμα, είναι κάτι που θα έκανα ακόμα κι αν έκανα οποιαδήποτε άλλη δουλειά, αυτό θα έκανα στις ελεύθερες ώρες μου.
-Η έμπνευση έρχεται εύκολα;
Έρχεται πολύ εύκολα. Νομίζω για τους περισσότερους ανθρώπους που δεν ξέρουν, θεωρούν ότι ένας σεναριογράφος ή ένας συγγραφέας ανάβει δύο κεριά και βάζει, δεν ξέρω, Σοπέν, του έρχεται μια έμπνευση και γράφει. Καμία σχέση! Απαιτεί καταρχάς πάρα πολλή έρευνα, μιλάω σε πάρα πολλούς ανθρώπους για διάφορα πράγματα που πρέπει να γράψω. Πρέπει να έχεις μιαν ευθύνη, δεν μπορείς να γράψεις ό,τι σου κατεβαίνει. Επίσης, απαιτείται πάρα πολύ μεγάλη δουλειά και πειθαρχία και τεχνική, γιατί η έμπνευση είναι ένα πολύ μικρό κομμάτι που έρχεται στην αρχή, αλλά σ’ αυτό θα γίνει τεράστιο χτίσιμο μετά.
Ακόμα κι αν είναι ένα επεισόδιο στη «Μουρμούρα», αυτό το πράγμα έχει μια δομή. Και το μυστικό της «Μουρμούρας», αυτό που την κάνει τόσο επιτυχημένη, είναι να δείχνει κάτι εύκολο, κάτι αυθόρμητο, ενώ δεν είναι έτσι, κάθε επεισόδιο, μπορώ να σας διαβεβαιώσω, έχει πάρα πολλή δουλειά. Τα γράφουμε και τα ξαναγράφουμε, δηλαδή, αυτά που βλέπετε.
-Ευτράπελα υπάρχουν κατά τα γυρίσματα;
Πάρα πολλές φορές συμβαίνουν απρόοπτα. Ακόμα και να κλείνει ο ηθοποιός μια πόρτα και να πέφτει ο τοίχος, γιατί είναι όλο σκηνικό… Επίσης πολλοί θεατές με έχουν ρωτήσει πού είναι αυτά τα σπίτια. Δεν είναι σπίτια, ακόμα και το φως του ήλιου στα σκηνικά της «Μουρμούρας» είναι τεχνητό!
Γενικά, συμβαίνουν πάρα πολλά και μπροστά και πίσω από τις κάμερες. Για παράδειγμα, επειδή είμαι 9 χρόνια και έχουν γίνει πάνω από 600 επεισόδια, μου έχει τύχει να γράψω ένα επεισόδιο δύο φορές με την ίδια ιστορία χωρίς να το έχω καταλάβει και να μου λένε μετά «αυτό κάτι μου θυμίζει».
-Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν καθορίσει την πορεία σου;
Σίγουρα υπάρχουν άνθρωποι που με έχουν καθορίσει. Δεν είναι άνθρωποι του χώρου, περισσότερο είναι άνθρωποι δικοί μου, οι οποίοι με έχουν εμπνεύσει πάρα πολύ. Είμαι τυχερός γιατί έχω γύρω μου πολύ ενδιαφέροντες ανθρώπους. Νομίζω ότι αυτό μου έχει δώσει πάρα πολύ υλικό. Και είμαι τυχερός επίσης επειδή έχω γύρω μου ανθρώπους με πολύ χιούμορ και κλέβω ατάκες, κλέβω τρόπους ομιλίας, κλέβω στάσεις ζωής. Αυτό, κυρίως, με έχει καθορίσει.
-Και πώς το αντιμετωπίζουν όταν… αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στην τηλεόραση;
Με χιούμορ. Ειδικά μια φίλη μου λέει: «σου έβγαλα το ψωμί σου και σήμερα» ή τους το λέω εγώ για να το δουν και τους αρέσει νομίζω, το κάνουν χάζι.
-Υπάρχουν Μεσσήνιοι με τους οποίους είσαι σε επαφή, ενδεχομένως και για κάποιες συνεργασίες;
Βέβαια! Πολύ καλή μου φίλη είναι η Γιούλικα Σκαφιδά, κάνουμε πάρα πολύ καλή παρέα.
Για συνεργασία και οι δύο το λέμε συνέχεια: «πότε θα γίνει και πώς δεν έχει γίνει τόσα χρόνια;».
Κάτι συζητάμε, δεν είναι κάτι που μπορώ να ανακοινώσω, αλλά θα το ήθελα πάρα πολύ.
-Η σχέση σου με την Καλαμάτα;
Η Καλαμάτα είναι το μέρος όπου πηγαίνω πάντα και για να χαλαρώσω και για να εμπνευστώ. Κυρίως πηγαίνω για να δω τους δικούς μου, αλλά στην Καλαμάτα νιώθω μια απίστευτη χαλάρωση, μια ασφάλεια, νιώθω ότι είμαι το σπίτι μου και ενδεχομένως να την απολαμβάνω περισσότερο επειδή μου λείπει. Όποτε πηγαίνω, πραγματικά το χαίρομαι πάρα πολύ. Είναι ένα μέρος που με εμπνέει, δηλαδή πάντα μου έρχονται ιδέες στην Καλαμάτα, δεν ξέρω γιατί ακριβώς. Ίσως επειδή νιώθω πολύ πιο κοντά στα συναισθήματά μου εκεί, ενώ η Αθήνα έχει έναν τρόπο κάπως λίγο να σε απονεκρώνει από τις ευαισθησίες σου, επειδή είναι έτσι ο ρυθμός ζωής και πολύ απρόσωπη πόλη.
–Κάποιος σαν εσένα, όμως, δε θα μπορούσε να μείνει μόνιμα στην Καλαμάτα…
Πολύ δύσκολα. Ειδικά για κάποια επαγγέλματα το να φύγεις από την Καλαμάτα είναι μονόδρομος.
Της Χριστίνας Ελευθεράκη