Ο πολυβραβευμένος συγγραφέας Βασίλης Κατσικονούρης στην αποψινή πρεμιέρα του ΔΗΠΕΘΕΚ και στο «Θ»

Ο πολυβραβευμένος συγγραφέας Βασίλης Κατσικονούρης στην αποψινή πρεμιέρα του ΔΗΠΕΘΕΚ και στο «Θ»

«Το “Γάλα” έχει μέσα του κάτι δυνατό και κάτι ακατάλυτα ζωντανό»

Οκτώ χρόνια μετά ο Βασίλης Κατσικονούρης επιστρέφει στην Καλαμάτα. Το 2013 ήταν το «Εντελώς Αναξιοπρεπές» (από την Αυτοσχέδια Σκηνή που σκηνοθέτησε η Μαρία Σκαφιδά), αυτή τη φορά είναι «Το Γάλα» που σκηνοθετεί ο Θεόδωρος Εσπίριτου για το ΔΗΠΕΘΕΚ. Ένα πολυβραβευμένο έργο που έχει καταγράψει πρωτόγνωρα ρεκόρ, της αδιάλειπτης ενσάρκωσής του πάνω στη σκηνή επί μια 15ετία και της προσέλκυσης μισού και πλέον εκατομμυρίου θεατών.

Ένας κορυφαίος σύγχρονος θεατρικός συγγραφέας, που ό,τι γράφει γίνεται επιτυχία. Το ίδιο αναμένεται να γίνει και με τη νέα παραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας, η οποία, έπειτα από δύο ματαιώσεις λόγω της πανδημίας, θα κάνει επιτέλους πρεμιέρα σήμερα Σάββατο, 30 Οκτωβρίου, στις 9.00 το βράδυ.

«Τι θα θέλατε να πείτε στο μεσσηνιακό κοινό για να έρθει στην πρεμιέρα;» ρωτήσαμε τον κ. Κατσικονούρη. «Να έρθει και τις άλλες μέρες» απάντησε αυθόρμητα εκείνος, καθώς «Το Γάλα» θα συνεχίσει να παίζεται κάθε Παρασκευή, Σάββατο στις 21.00 και Κυριακή στις 20.00 στη σκηνή της οδού Δημοσθένους 2.

Παρά την ευρεία αποδοχή των συγγραφικών του έργων, τη στέρεη καταξίωσή του στο χώρο και τη σταδιακή επέκτασή του σε άλλες πτυχές, όπως η σκηνοθεσία (έτοιμο είναι και το πρώτο του μυθιστόρημα), ο ίδιος παραμένει ένας απολύτως… γήινος και δεκτικός άνθρωπος, που τα πρωινά συνεχίζει να προσφέρει από ένα άλλο μετερίζι, διδάσκοντας Αγγλικά και ανοίγοντας παράλληλα καλλιτεχνικούς δρόμους σε σχολεία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στην Αθήνα.

Αυτή η συνέντευξη για το «Θ» ξεκίνησε, φυσικά, από «Το Γάλα» και τη συνεργασία με το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Καλαμάτας, αλλά χάθηκε (εσκεμμένα, γιατί δεν μπορείς να μην εκμεταλλευτείς την ευκαιρία να μάθεις πράγματα από έναν τόσο ξεχωριστό φιλοξενούμενο της πόλης μας) στα μονοπάτια της συγγραφής, της εκπαίδευσης, της (κοινωνικής) ευθύνης του δημιουργού, στην ατζέντα με τα επόμενα σχέδιά του, στους συγγραφείς που έχουν επηρεάσει τον άνθρωπο Βασίλη Κατσικονούρη και εμμέσως τη γραφή του, τον Ντοστογιέφσκι, τον Σαίξπηρ, τον Τσέχωφ, τον Τενεσί Ουίλιαμς, τον Άρθουρ Μίλερ, τον Ιάκωβο Καμπανέλη, τη Λούλα Αναγνωστάκη και τον Μάριο Ποντίκα.

Ο ίδιος θα δώσει το «παρών» στην αποψινή πρεμιέρα, με τη σκέψη ότι θα είναι η τρίτη και τυχερή προσπάθεια ανεβάσματος του έργου από το ΔΗΠΕΘΕΚ και πάντα με τα ίδια συναισθήματα, της προσμονής μιας επικείμενης γιορτής και της απόλαυσης της επικοινωνίας και της «κοινότητας» που δημιουργείται ανάμεσα στο έργο του και το κοινό…

-Πώς βλέπετε το ανέβασμα του έργου σας στην Καλαμάτα;
Εγώ χαίρομαι πολύ που ανεβαίνει «Το Γάλα», γιατί είχε κάνει μια μεγάλη πορεία στο ελληνικό θέατρο. Έπρεπε να σταματήσει κάποια στιγμή και τώρα χαίρομαι που εμφανίζεται πάλι και, μάλιστα, σε ένα πολύ σημαντικό θέατρο, όπως το ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας.

Για «Το Γάλα», που έχει δώσει ένα στίγμα και εξέφρασε τον κόσμο στην εποχή που πρωτοβγήκε και για τη σειρά των χρόνων που ακολούθησαν, έχω μια περιέργεια να δω κατά πόσο μπορεί να το κάνει έπειτα από κάποια χρόνια σε άλλες συνθήκες, πιο δύσκολες και πιο σκληρές, κατά πόσο μπορεί να ευαισθητοποιήσει τον κόσμο πάλι.

-Ποιο ήταν το μήνυμα που θέλατε να δώσετε όταν γράφατε αυτό το έργο;
Δε γράφω πρώτα το μήνυμα και μετά το έργο. Γράφω το έργο και από εκεί προκύπτει από μόνο του το όποιο μήνυμα. Δηλαδή, εμένα με ενδιαφέρει πάντα να γράψω ένα έργο που να έχει μια δυναμική, μια δραματική ένταση και να ανοίξει ρωγμές στην επιφάνεια της καθημερινότητας, για να φαίνονται οι αλήθειες που παίζουν από κάτω. Από εκεί και πέρα, προκύπτουν αρκετά μηνύματα και τα θέματα, ενώ το κυριότερο που με ενδιαφέρει είναι να δίνονται ερεθίσματα.

-Τι κάνει αυτό το έργο τόσο επιτυχημένο;
Ίσως λειτούργησε αυτό που σας είπα προηγουμένως, λειτούργησε στον απόλυτο βαθμό, και επειδή το θέατρο είναι πάντα μια συνεργατική τέχνη, όταν πέφτει σε καλά χέρια, τότε αυτή η καλή δουλειά που γίνεται στο έργο φαίνεται πια στο μάξιμουμ. Από αυτή την άποψη «Το Γάλα» ήταν τυχερό έργο, παίχθηκε σε δύο παραστάσεις ιστορικές: στην παράσταση του Εθνικού σε σκηνοθεσία του Νίκου Μαστοράκη, όπου έπαιζε και ο αξέχαστος Κωνσταντίνος Παπαχρόνης, και μετά στην παράσταση της Άννας Βαγενά. Νομίζω ότι, όταν στο έργο έχουν προσεγγιστεί με ειλικρίνεια και αυθεντικότητα αυτές οι αλήθειες που ανιχνεύει (και κάθε τέχνη δηλαδή), όταν το αποτέλεσμα αυτό περάσει στους άλλους καλλιτέχνες που θα πρέπει να το φέρουν στον κόσμο -ηθοποιοί, σκηνοθέτες και όλοι οι συντελεστές μιας παράστασης-, όταν αυτό το κάνουν κι αυτοί με την ίδια ειλικρίνεια και την ίδια διάθεση, τότε το αποτέλεσμα μεγιστοποιείται.

Στις δύο ιστορικές παραστάσεις, μέχρι τώρα, αυτό συνέβη. Πιστεύω ότι θα συμβεί και στην παράσταση της Καλαμάτας.

-Περιμένατε αυτή την επιτυχία που ακολούθησε;
Όταν γράφεις, δεν περιμένεις τίποτα παρά μόνο να τελειώσει αυτό που κάνεις και να το δεις έτοιμο μπροστά σου. Καταλάβαινα και κατά τη διαδικασία που το έγραφα, αλλά και όταν τελείωσε, ότι υπάρχει κάτι πολύ δυνατό, ότι υπάρχει πολλή δύναμη, αυτό αισθανόμουν. Ακόμα και τώρα αν διαβάσω κάποια αποσπάσματα ή κάτι, βρίσκω ότι έχει κάτι πολύ ζωντανό και δυνατό μέσα του αυτό το έργο, ακατάλυτα ζωντανό. Για μένα αυτό ήταν η πρώτη και η βασική επιτυχία για ένα έργο. Από εκεί και πέρα, η επιτυχία του να αρέσει στον κόσμο έρχεται περίπου από μόνη της, ας το πούμε, αλλά αυτό που με απασχολούσε ήταν το να έχει αυτά τα βασικά συστατικά για αυτήν την επιτυχία με τον ορισμό που σας έδωσα πιο πριν, με την έννοια της αλήθειας και της δύναμης.

Αυτά είχα καταλάβει ότι τα είχε ως συστατικά επιτυχίας, όχι με την εμπορική σημασία.

-Φαίνεται ότι έχετε βρει το μυστικό της επιτυχίας, καθώς όλα τα έργα σας έχουν μεγάλη απήχηση, έχουν μεταφραστεί σε άλλες γλώσσες, ενώ “Το Γάλα” έχει γίνει και ταινία…
Το να λέμε ότι η επιτυχία έχει μυστικό είναι σαν να το θεωρούμε ότι είναι λίγο μια τεχνική, κάποιο κόλπο. Αν υπάρχει ένα τέτοιο μυστικό, εγώ δε θα ήθελα να το ξέρω. Δε θα με ενδιέφερε να ξέρω εάν το να δημιουργείς ή το να κάνεις τέχνη έχει κάποια μυστικά. Μυστικά έχει ο εαυτός μας. Ίσως και η τέχνη είναι ένα εργαλείο για να τα ανακαλύπτουμε και να τα φέρνουμε μπροστά στους άλλους, ώστε μέσω αυτών να ανακαλύπτουν κι αυτοί τα δικά τους μυστικά και να τα μοιραζόμαστε.

-Ο κορωνοϊός στο θέατρο προφανώς λειτούργησε ανασταλτικά, αλλά στους συγγραφείς και σε εσάς πώς επέδρασε;
Οι συγγραφείς πάντα είναι άνθρωποι… μονόχνωτοι, από την άποψη ότι δεν πολυβγαίνουμε, πόσο μάλλον όταν είναι και καραντίνα. Εγώ τουλάχιστον έγραψα αρκετά, από ένα σημείο και μετά βέβαια άρχισα να αναρωτιέμαι ότι εφόσον δεν υπάρχουν θέατρα πια, για ποιο λόγο γράφουμε; Αλλά συνεχίζω από κεκτημένη ταχύτητα.

Όταν αισθάνεσαι ότι μπορείς να κάνεις κάτι, τότε πρέπει και να το κάνεις, ανεξαρτήτως του τι θα γίνει μετά. Ό,τι μπορεί να κάνει ο καθένας μέσα σε αυτές τις δύσκολες καταστάσεις, πρέπει να συνεχίσει να το κάνει, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Γιατί με αυτή τη σχεδόν μόνιμη κατάσταση πια, όπως είναι τα δύο τελευταία χρόνια με τον κορωνοϊό, κινδυνεύουν να χαθούν πολλά καλά πράγματα από αυτά που ξέραμε να κάνουμε και είναι κρίμα.

Ο πολιτισμός είναι σε φάση άμυνας και άμυνα σημαίνει να κρατάμε αυτά που αξίζουν και το να προσπαθεί ο καθένας να δημιουργεί με οποιονδήποτε τρόπο υπό αυτές τις αντίξοες συνθήκες, είναι πάντα μια καλή ουσιαστική άμυνα.

-Νιώσατε μεγαλύτερη ευθύνη δηλαδή;
Όταν έχεις μπει σε μια διαδικασία του να δημιουργείς πράγματα, πάντα αισθάνεσαι την ευθύνη απέναντι στον εαυτό σου, αλλά και απέναντι σε αυτό που έρχεται και σε βρίσκει και σου ζητάει να το φτιάξεις, να του δώσεις μορφή και ουσία. Αυτή την ευθύνη την έχεις πάντα, ούτως ή άλλως. Από ένα σημείο και μετά, ενστικτωδώς βγαίνει η αίσθηση ότι όταν τα πράγματα παροξύνονται, είναι ακόμα πιο επιτακτική η ανάγκη να κάνει ο καθένας το καθήκον του απέναντι σε αυτό που τέλος πάντων έχει τη δυνατότητα να κάνει. Είναι, δηλαδή, σαν μια πολεμική κατάσταση που ο καθένας πια πρέπει από το δικό του πόστο, από τη δική του δουλειά, να κάνει πια και το λίγο παραπάνω, αλλά όχι από το περίσσευμά του, από το υστέρημά του.

-Γιατί διαλέξατε το θεατρικό είδος γραφής;
Γιατί αισθανόμουν από μικρός ότι από τη μια μεριά έμπαινε κατά κάποιον τρόπο σαν μια αναγκαιότητα το να γράψω, αλλά από την άλλη όταν πήγαινα να γράψω, έβλεπα ότι βαριόμουν κιόλας. Γιατί το να γράφεις, στο μυαλό μου, είχε την εικόνα του συγγραφέα που κάθεται και γράφει μεγάλα μυθιστορήματα και τέτοια πράγματα. Αισθανόμουν την ανάγκη να το κάνω αυτό, αλλά πρακτικά το έβρισκα μάλλον κουραστικό. Κάποια στιγμή όταν κατάλαβα ότι με τη θεατρική γραφή κόβεις πολύ δρόμο -δηλαδή αυτό για το οποίο στην πεζογραφία χρειάζεσαι κάποιες παραγράφους ή και ολόκληρες σελίδες για να το πεις, στη θεατρική γραφή μπορείς να το πεις με δύο ατάκες ή και με καμία ακόμα, ίσως και με μια παύση μόνο-, αυτό με ενθουσίασε. Κατά κάποιον τρόπο ικανοποιούσε την ανάγκη μου για γραφή και από την άλλη μου έδινε τη δυνατότητα να το κάνω χωρίς να βασανίζομαι τόσο πολύ όσο με την πεζογραφία.

-Η πρώτη σκέψη ήταν αφού είστε τόσο επιτυχημένος, γιατί να… πηγαίνετε σχολείο;
Μα για να μάθω, για ποιο λόγο πάει ο κόσμος στο σχολείο;

-Πώς καταφέρνετε να τα συνδυάζετε;
Συνδυάζονται, γιατί πρώτα ήμουν δάσκαλος, καθηγητής Αγγλικών στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και μετά μου προέκυψε σε επαγγελματικό επίπεδο η συγγραφή.

Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, μου έχει προκύψει και η σκηνοθεσία. Είναι κάτι που αγαπάω, ούτως ή άλλως. Νομίζω ότι, όταν είσαι συγγραφέας ιδιαίτερα, δεν έχεις κάποιον λόγο να το δηλώσεις αυτό στον εαυτό σου και να αποκοπείς από τις όποιες σου δραστηριότητες. Ειδικά όταν είναι μια τόσο κοινωνική και ενδιαφέρουσα δουλειά, όπως αυτή του εκπαιδευτικού. Το ένα, πιστεύω, εμπλουτίζει το άλλο. Δηλαδή, πιστεύω ότι και ως άνθρωπος που ασχολείται με τη συγγραφή και το θέατρο έχω φέρει κάποια πράγματα στα σχολεία που εργάζομαι σε ώρες εκτός του μαθήματος, περφόρμανς, έργα, ταινίες που κάνουμε μαζί με τα παιδιά, με τους γονείς τους και με τους δασκάλους, πολλά community events και διάφορες δράσεις. Το “μοντέλο” μου είναι πάντα το σχολείο να λειτουργεί και ως μια καλλιτεχνική κοινότητα.

-Διάβασα σε μια συνέντευξή σας που είπατε αστειευόμενος ότι περισσότεροι μαθητές σας έγιναν ηθοποιοί και λιγότεροι πήραν το lower…
Αρκετοί έχουν πάρει και το Lower βέβαια, αλλά επειδή ακριβώς κάνω αυτές τις δράσεις και παίρνω αυτές τις πρωτοβουλίες στα σχολεία που είμαι, σκοπός μου είναι, κυρίως, να κινητοποιήσω τα παιδιά, να τους δώσω ερεθίσματα να ανακαλύψουν τη Λογοτεχνία, το Θέατρο, τον Κινηματογράφο, τη Μουσική κ.τ.λ. Κι επειδή όλα αυτά που κάνουμε στην τελική τους μορφή έχουν μια θεατρική πατίνα από πάνω, πολλά παιδιά ανακαλύπτουν μέσα από αυτό το θέατρο, προχωρούν σε πιο βαθιά νερά κι εγώ πάντα, νοερά πια, τους συμπαρίσταμαι.

-Είναι πολύ σημαντικό να δίνονται αυτά τα καλλιτεχνικά ερεθίσματα σε ένα σχολείο που είναι βαρετό για τα περισσότερα παιδιά…
Ναι, και κατά τις ώρες του μαθήματος, αλλά μπορεί το σχολείο να λειτουργεί ως ένας πολιτιστικός πόλος στην κάθε γειτονιά που είναι. Τα έχω πει αυτά, τα έχω δείξει και έμπρακτα με πάρα πολλές ώρες δουλειάς και προσφοράς, αλλά δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ κάποιοι αρμόδιοι ή υπεύθυνοι για να πάρει μια πιο οργανωμένη μορφή και να διαχυθεί στον ευρύτερο χώρο της εκπαίδευσης ως αναγκαιότητα και ως βασική αντίληψη της εκπαίδευσης.

Ως αίτημα υπάρχει απ’ όλους και από μαθητές και από εκπαιδευτικούς και όταν συμβαίνει αυτό, όπως συνέβη στα σχολεία που δούλεψα, υπάρχει μεγάλη εκτίμηση, αναγνώριση και ευγνωμοσύνη μπορώ να πω, από παιδιά και γονείς.

-Τι άλλο ετοιμάζετε αυτό τον καιρό;
-Για φέτος στην Αθήνα θα έχουμε, πρώτα ο Θεός, ένα μονόλογο δικό μου και σε σκηνοθεσία δική μου, όπου θα παίζει ο Ερρίκος Λίτσης. Αυτό από Γενάρη στο θέατρο Vault. Ήδη έχουμε αρχίσει τις πρόβες με τον Ερρίκο, τα πάμε πολύ καλά επαγγελματικά, αλλά και ως παρέα. «Ο Μάκης» είχε παρουσιαστεί πριν από λίγα χρόνια στην Αθήνα, ενώ τώρα με τον Ερρίκο πιστεύω ότι αξίζει τον κόπο να παρουσιαστεί ξανά, γιατί θα είναι μια πραγματικά ωραία παράσταση.

Επίσης, υπάρχει ένα μυθιστόρημα που θα βγει από τις εκδόσεις «Αίολος» το Νοέμβριο και λέγεται «Ο Δρόμος του Κεραυνού». Είπαμε και πριν ότι στράφηκα στη θεατρική γραφή, αλλά ίσως είναι καιρός να τιμήσω λίγο και τις απαρχές μου, οπότε έγραψα αυτό το μυθιστόρημα, το οποίο δε βαρέθηκα καθόλου όταν το έγραφα. Ελπίζω να μη βαρεθούν και οι αναγνώστες όταν το διαβάζουν ή, μάλλον, θα καταλάβουν πόσο καλά πέρασα όταν το έγραφα.

-Θέατρο ή κινηματογράφος;
Ό,τι και να κάνω, τα μυθιστορήματα (το μυθιστόρημα που έφτιαξα τώρα και κάποιες συλλογές διηγημάτων που είχα βγάλει πριν από λίγα χρόνια στον Καστανιώτη) ή και οι σκηνοθεσίες που κάνω στο θέατρο ή και σενάριο που έχω κάνει για την ταινία “Το Γάλα”, είναι κάποιες απόπειρες να ξεφύγω από τη βασική μου δραστηριότητα, από τη βασική μου κλίση που είναι η θεατρική γραφή. Έχω καταλάβει πως, σε ό,τι και να κάνω περνάω πολύ ωραία, αλλά είναι λίγο σαν να φεύγεις ένα μεγάλο ταξίδι, όπου το καλύτερο μέρος των διακοπών είναι πάντα όταν γυρίζεις σπίτι – οπότε όλες οι άλλες ενασχολήσεις έχουν μια τέτοια αίσθηση για μένα: πάντα ξαναγυρίζω στη θεατρική γραφή.

-«Το Γάλα» έχει κάθαρση;
Της κάθαρσης προηγείται η μέθεξη κι εγώ βλέπω ότι είναι πολλές οι παραστάσεις και τα έργα που βλέπω, στα οποία δεν μπορώ να νιώσω αυτή τη μέθεξη. Μου λείπει, δηλαδή, ως θεατής και κατά κάποιον τρόπο ο καθένας γράφει, μάλλον φτιάχνει, για ό,τι του λείπει, για αυτό το αίσθημα που του λείπει. Στα έργα μου πιστεύω ότι δημιουργείται αυτό το αίσθημα της μέθεξης, οπότε ας μείνουμε στο να είναι αυτό το ζητούμενο. Πιστεύω ότι στο «Γάλα» υπάρχει αυτή η δυνατότητα της μέθεξης των δρώμενων του έργου και των θεατών. Από εκεί και πέρα, η κάθαρση ίσως να είναι μόνον υπόθεση των τελευταίων φεύγοντας από το θέατρο.

-Γενικά επιδιώκετε το happy end ή προτιμάτε να αφήσετε το θεατή-αναγνώστη προβληματισμένο, ίσως και… πικραμένο;
Υπάρχει το τέλος με την άλλη σημασία της λέξης, τέλος που είναι ο σκοπός, δηλαδή όταν καταλαβαίνω ότι οι καταστάσεις του έργου ή οι ιστορίες των ανθρώπων μέσα στο έργο τείνουν προς ένα κλείσιμο, αλλά όχι με την έννοια της τακτοποίησης, αλλά της ολοκλήρωσης, τότε έχει τελειώσει το έργο και δεν είμαι σε θέση να χαρακτηρίσω κι εγώ εάν είναι οδυνηρό ή happy end. Είναι όπως κατά κάποιον τρόπο τελειώνουν όλα τα πράγματα στη ζωή. Το καθετί που τελειώνει έχει μέσα του μια χαρμολύπη.

Η εργογραφία του Βασίλη Κατσικονούρη
Η λίστα με τα πιο σημαντικά έργα του Βασίλη Κατσικονούρη περιλαμβάνει τα παρακάτω:

-«Εντελώς Αναξιοπρεπές» (βραβεύτηκε στο διεθνή διαγωνισμό του Ιδρύματος Ωνάση το 2001)

-«Καλιφόρνια Ντρίμιν», Α’ Κρατικό Βραβείο Θεατρικού έργου 2002

-«Το Γάλα», πολυβραβευμένο έργο που έγινε και ταινία

-«Οι αγνοούμενοι»

-«Το μπουφάν της Χάρλεϊ»

-«Πήρε τη ζωή της στα χέρια της»

-«Ο Μάκης»

-«Καγκουρώ»

-«Good Luck»

-«Η Φανέλα», 3ο Κρατικό Βραβείο Θεατρικού Έργου το 2005

Της Χριστίνας Ελευθεράκη