Πάρ’ το μ’ έναν κόκκο αλάτι*

Πάρ’ το μ’ έναν κόκκο αλάτι*

Ο Μανώλης –κι εκείνος μεταπτυχιακός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης, όπως εγώ– δεν αγαπούσε καθόλου τ’ αλάτι. Εγώ, πάλι, δυστυχώς το λάτρευα, αλλά μετά τις πολλές και συνεχείς παροτρύνσεις του, μείωσα αισθητά την ποσότητα που χρησιμοποιούσα. Ασφαλώς, όμως, ουδέποτε αφαίρεσα ολότελα το λευκό φονιά απ’ τις συνταγές μου! Κι όποτε τρώγαμε μαζί, περίπου κάθε δεύτερο βράδυ, τον σερβίριζα απ’ το φαγητό που είχα φτιάξει και μετά, στο πιάτο μου, εγώ πρόσθετα όσο αλάτι ήθελα. Εννοείται ότι το ίδιο έκανα όποτε τρώγαμε δικό του φαγητό.

Το συγκεκριμένο οκτωβριάτικο βράδυ του 1992 είχαμε κανονίσει να φάμε στο διαμέρισμά του, οι πόρτες μας άλλωστε ήσαν πλάι-πλάι. Ο τόπος του κοινού μας δείπνου καθοριζόταν συνήθως απ’ το πόσοι απ’ τους συγκατοίκους-συμφοιτητές του καθενός απουσίαζαν τη συγκεκριμένη βραδιά. Προφανώς, όποιο διαμέρισμα είχε λιγότερη πολυκοσμία, αυτό και επιλέγαμε.

Αυτή η εμμονή σου με τα ανάλατα, Μανώλη, έχει αρχίσει πια να με… καταθλίβει! σκέφτηκα καθώς ετοίμαζα μια ολόκληρη χύτρα φασολάκια λαδερά. Ε, δε θα τρώω τώρα και φαγητό… νοσοκομείου!

Περισσότερο πεισμωμένος παρά γιατί όντως το ήθελα, έριξα ίσως λίγο περισσότερους λευκούς κόκκους στη χύτρα μου. Μα, το πιο εξωφρενικό ήταν ότι ολόκληρη αυτή τη σκηνή κάποιος μικρός βελζεβούλης τη διέγραψε εντελώς απ’ τη βραχυπρόθεσμη μνήμη μου. Και κάνα μισάωρο αργότερα, όταν τα φασολάκια ήσαν πια σχεδόν έτοιμα, πρόσθεσα κι άλλο αλάτι, ακράδαντα πιστεύοντας ότι αυτό το έκανα για πρώτη φορά. Εκείνο το βράδυ το δείπνο θα γινόταν στου Μανώλη.

«Με συγχωρείς, αγαπητέ, αλλά αυτό το πράγμα εγώ δεν το τρώω!». Ο Μανώλης ήταν τόσο κατηγορηματικός, που δε μου άφησε κανένα περιθώριο αντίδρασης. Λυπήθηκα. Τον είχα μόλις σερβίρει και δεν είχα προλάβει καν να δοκιμάσω. Μόνο όταν έβαλα μια και μοναδική πιρουνιά στο στόμα θυμήθηκα ότι, στην πραγματικότητα, το φαγητό μου ήταν διπλοαλατισμένο. Υπήρξα απέναντί του σχεδόν απολογητικός. Ούτε εγώ, φυσικά, θα έτρωγα απ’ τα φασολάκια μου.

«Έλα, μην το παίρνεις κατάκαρδα!» με καθησύχασε ο Μανώλης. «Θα φάμε τις μπριζόλες μου και σαλάτα. Είναι υπεραρκετό το φαγητό…».

Κατά τις έντεκα και ενώ ετοιμαζόμασταν πια να το διαλύσουμε, χτύπησε το κουδούνι της κεντρικής εισόδου του κτηρίου. Ήταν ο συμπατριώτης μας, ο Ιωήλ, μεταπτυχιακός φοιτητής της Θεολογίας. Πάμπτωχος, βρέθηκε στη Γλασκώβη με υποτροφία και εξασφάλιζε τον καθημερινό επιούσιο με σημαντικές δυσκολίες, πράγμα που γνωρίζαμε όλοι και, διακριτικά, βάζαμε πλάτη αναλόγως. Είχε δει φως και, κατευθυνόμενος στο δικό του διαμέρισμα, λίγες δεκάδες μέτρα παρακάτω, αποφάσισε ν’ ανέβει για ένα γρήγορο «γεια». Αμέσως σκέφτηκα τα φασολάκια.

«Ιωήλ, μας περίσσεψαν. Τα θες;» πρότεινα, αποσιωπώντας όμως το υπερβολικό αλάτισμα.

«Ου, αμέ! Αν τα θέλω, λέει!» απάντησε ενθουσιασμένος.

Τη νύχτα εκείνη, όπως ο ίδιος μου εξομολογήθηκε λίγα πρωινά αργότερα, ο άμοιρος Ιωήλ δεν έκλεισε μάτι. Αφού, πεινασμένος καθώς ήταν, καταβρόχθισε λαίμαργα ολόκληρη την κατσαρόλα με τα φασολάκια, προφανώς παραβλέποντας την αλμύρα τους, σύντομα ένιωσε την δίψα να τον πολιορκεί. Έτσι, ξεκίνησε αλλεπάλληλες επισκέψεις στην κουζίνα και, ως συνέπεια, αμέσως μετά στην τουαλέτα.

Το χειρότερο, όμως, δεν ήταν αυτό, αλλά το ότι οι αλλοδαποί συγκάτοικοί του, κάποιοι εξ αυτών ιδιαιτέρως εκδικητικοί, ενοχλήθηκαν έντονα από την αναγκαστική αϋπνία που τους προκάλεσε ο αναπόφευκτος θόρυβος και τις επόμενες νύχτες, για να πάρουν το αίμα τους πίσω, έκαμαν το βίο του Ιωήλ… αβίωτο.

Σε καμία περίπτωση δεν πιστεύω ότι ο φτωχός συμπατριώτης μου τα είπε όλα αυτά για να πυροδοτήσει μέσα μου ενοχές. Ωστόσο, για να είμαι ειλικρινής, τα λόγια του τα πήρα με έναν κόκκο αλάτι.

Ας πούμε, με κάποιον από τους αμέτρητους που είχα ρίξει στα φασολάκια…

*Κατά λέξη μετάφραση του αγγλικού ιδιωματισμού ‘Take it with a grain of salt’, που μεταφορικά σημαίνει «Δέξου το με επιφύλαξη»

Του Φ.Κ. Παπαδημητρίου
filpapad@gmail.com