ΜΙΑ πτωχή ανθρωπίνη ύπαρξις, ένα ράκος ζωής, ένας άνθρωπος τον οποίον η ζωή είχε συντρίψει, επί πολλάς ώρας εκείτετο ψυχορραγών έξωθι του Μητροπολιτικού Ναού χθες το απόγευμα, ολίγα βήματα προ του Αλεξανδρακείου λεγομένου Πτωχοκομείου. Αι πύλαι του φρουρίου αυτού ώρας έμειναν κατάκλειστοι. Άνθρωποι εξεπέμφθησαν δια να κρούσουν τας πύλας αυτάς. Αλλ’ έκρουσαν εις ώτα μη ακουόντων.
ΔΕΝ γνωρίζομεν μέχρι της στιγμής καθ’ ην χαράσσομεν, τας γραμμάς αυτάς αν υπό το κράτος της κοινής αγανακτήσεως ή τη επεμβάσει της αστυνομίας, ην εσπεύσαμεν να ειδοποιήσωμεν, ηνοίχθησαν αυταί αι πύλαι. Οπωσδήποτε όμως το οικτρόν θέαμα, το οποίον δεν είναι το πρώτον, ούτε θα είναι το τελευταίον αν το καθεστώς του Αλεξανδρακείου εξακολουθήση, αποτελεί ένα αίσχος δι’ αυτήν την πόλιν μας.
ΠΑΡΟΜΟΙΑ θεάματα τραγικότατα ουδαμού παρατηρούνται. Φαίνεται ότι δεν υπάρχουν αλλού περισσότερον ανεκτικοί πολίται. Ούτε ίσως εις το Ζουλού. Φαίνεται ότι ημείς οι Καλάμιοι είμεθα ώριμοι δια κάθε είδους δουλείαν και ετσιθελισμόν. Είμεθα σκώληκες δια να καταπατώμεθα.
ΔΕΝ επεκτεινόμεθα. Προς τι άλλως τε αι λέξεις; Μήπως δύνανται αι λέξεις να χαρακτηρίσουν εικόνας φρίκης και ανοχήν μιας κοινωνίας εγγίζουσαν τα όρια συνενοχής;