Επανέρχεται το δίλημμα στεγαστικό δάνειο ή ενοίκιο
Διατηρείται το θετικό μομέντουμ γύρω από την πορεία ανάκαμψης της κτηματαγοράς, η οποία συνεχίζει την ανοδική πορεία με φόντο και τις ευοίωνες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Ύστερα από ένα μεγάλο διάστημα καθίζησης, όπου η οικοδομική δραστηριότητα «πάγωσε» ελλείψει αγοραστικού ενδιαφέροντος, τα ακίνητα επιστρέφουν στο προσκήνιο, διεκδικώντας την αίγλη του πρόσφατου παρελθόντος.
Είναι χαρακτηριστικό ότι για την πόλη της Καλαμάτας στα διαμερίσματα της τελευταίας 5ετίας από 90-110 τετραγωνικά μέτρα, οι τιμές πώλησης κυμαίνονται από 1.600 ευρώ έως 2.300 ευρώ το τετραγωνικό μέτρο.
Όπως αναφέρει στα «ΝΕΑ» ο πρόεδρος του Πανελλαδικού Δικτύου E-Real Estates, Θεμιστοκλής Μπάκας, τα δεδομένα στην ελληνική κτηματαγορά είναι εντελώς διαφορετικά σήμερα σε σχέση με το 2017-2018, επισημαίνοντας πως «ο κλάδος τα μνημονιακά χρόνια και ιδιαίτερα το χρονικό διάστημα 2009-2014, απώλεσε σε πολλές περιπτώσεις ακόμη και το 40% των αξιών του, ενώ η ζήτηση για ακίνητα και για κατοικίες ειδικότερα καταποντίστηκε».
Η πορεία αντιστράφηκε άρδην κατά την τελευταία τριετία. Συγκεκριμένα, το 2018 αποτέλεσε την πρώτη χρονιά που οι ζητούμενες τιμές πώλησης κατέγραψαν αύξηση 1,5%, μια αύξηση που συνεχίστηκε το 2019 κατά 7,2% και το 2020 κατά 4,3%, ενώ μέχρι και το πρώτο τρίμηνο του 2021 οι τιμές των κατοικιών ενισχύθηκαν με ετήσιο ρυθμό της τάξεως του 4,4%, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της ΤτΕ.
Ο κ. Μπάκας αναφορικά με την πορεία των τιμών πώλησης σπεύδει να διευκρινίσει ότι το 2017 δεν υπήρχαν νεόδμητα ακίνητα, διότι η οικοδομική δραστηριότητα ήταν σχεδόν μηδενική, με αποτέλεσμα το μεγαλύτερο μέρος των διαθέσιμων προς πώληση ακινήτων να αφορά ακίνητα κατασκευής του 2012.
Σήμερα η ανώτερη και η κατώτερη τιμή αφορά στην πλειονότητά τους ακίνητα νεόδμητα και όχι 5ετούς παλαιότητας. Παράλληλα, σε πολλές περιοχές καταγράφεται μεγάλη απόκλιση στην ανώτατη και κατώτατη ζητούμενη τιμή πώλησης.
Σύμφωνα με τον κ. Μπάκα, αρχίζουν και διαγράφονται οι προϋποθέσεις για την κάλυψη του εδάφους που έχασε η κτηματαγορά την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Ακόμη και σήμερα, όπως λέει, οι τιμές πώλησης είναι υποτιμημένες σε πολλές περιπτώσεις -εκτός των καλών περιοχών -, σε ποσοστό που κυμαίνεται από 25% έως 35% έναντι του 2007.
Καταλυτικό ρόλο εκτιμάται πως θα παίξουν το άνοιγμα της στρόφιγγας από τα τραπεζικά ιδρύματα για τη χορήγηση νέων στεγαστικών δανείων (έφθασαν στα 687 εκατ. ευρώ το 2020, ενώ σύμφωνα με πληροφορίες θα ανέλθουν στα 900 εκατ. ευρώ το 2021) όσο και των αποταμιεύσεων των εν δυνάμει αγοραστών ή/και μέσω της αφορολόγητης γονικής χρηματικής δωρεάς.
Ενισχυτικά αναμένεται να λειτουργήσει και η αύξηση των ζητούμενων τιμών ενοικίασης, όπου η σύγκριση του ενοικίου με τη μηνιαία δόση στεγαστικού δανείου σε πολλές περιπτώσεις υπολείπεται κατά 20%-30%.
«Το παντοτινό δίλημμα της αγοράς με στεγαστικό δάνειο ή ενοίκιο τη δεδομένη χρονική στιγμή επανέρχεται δυναμικά και προβληματίζει σχεδόν το σύνολο των ενοικιαστών στη χώρα μας, ενώ έλκει τους επενδυτές με στόχο το μηνιαίο εισόδημα μέσω της μακροχρόνιας μίσθωσης», σημειώνει χαρακτηριστικά ο πρόεδρος του Πανελλαδικού Δικτύου E-Real Estates.
Το προφίλ των αγοραστών
Τη δεδομένη χρονική στιγμή μεγάλο μέρος του αγοραστικού κοινού κατοικιών είναι δανειολήπτες έως 44 ετών, που διαθέτουν την ιδία συμμετοχή ύψους 20%-30% της αξίας του ακινήτου, είτε μέσω προσωπικών αποταμιεύσεων είτε μέσω οικογενειακών αποταμιεύσεων ή/και εφάπαξ των γονέων ή/και μέσω πώλησης άλλου περιουσιακού στοιχείου.
Επιλέγουν κυρίως ακίνητα έως 160.000 με 2-3Υ/Δ, δηλαδή από 75 τ.μ. έως 95 τ.μ., ενώ το μέσο στεγαστικό δάνειο υπολογίζεται σε 90.00 ευρώ – 100.000 ευρώ και σε πολλές περιπτώσεις η ιδία συμμετοχή ξεπερνά το απαιτούμενο 20% – 30% και αγγίζει το 40% – 50%, με στόχο το μικρότερο δανεισμό και τη μικρότερη μηνιαία δόση δανείου.
Α.Π.