«Φυτρώνει Άγρια Ζάχαρη»… Κι ο τίτλος ακόμη αρκεί για να «σταθείς» στη νέα ποιητική συλλογή της Φωτεινής Βασιλοπούλου. Στην πραγματικότητα το όνομα της δημιουργού -μετά τα «διαπιστευτήρια» από… τεσσεράμισι, όπως τα μετράει η ίδια, εκδοτικά εγχειρήματα- σε κάνει να ανυπομονείς να περιπλανηθείς μαζί της στους δρόμους –κυρίως προς τα μέσα- που ανοίγει, ανάμεσα στις γραμμές και στις σελίδες, χαϊδεύοντας πρώτα το εξώφυλλο.
Σεμνή κι αθόρυβη ακόμη και τώρα, η Μεσσήνια λογοτέχνις αποφεύγει για τον εαυτό της τον «τίτλο» συγγραφέας ή ποιήτρια και προτιμά αυτόν του «επίμονου αναγνώστη». Αλήθεια κι αυτό, αλλά περισσότερο αλήθεια είναι ότι σε όλα τα βιβλία της, κι ακόμη ίσως περισσότερο σε αυτό το νέο, υπάρχει υψηλή ποίηση και λογοτεχνία. Λέξεις, σκέψεις και εικόνες πρωτότυπες, περίτεχνα πλεγμένες, σαν προσεκτικά επιλεγμένες ψηφίδες που δε θα μπορούσαν να μπουν αλλιώς, αλλού, να είναι άλλες, μαρτυρούν (όταν δεν το ομολογεί η ίδια) την πάλη που δίνει η Φωτεινή Βασιλοπούλου με τις λευκές σελίδες. Και που σε αντίθεση με ό,τι πιστεύει, είναι όλες «μάχες» κερδισμένες-δώρο πολύτιμο προς τον αναγνώστη. Κάτι τέτοιο –σίγουρα προς εμένα- είναι και η παρακάτω συνέντευξη και την ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό…
-Ποιο είναι το συναίσθημα της ολοκλήρωσης ενός κειμένου σου, ενός ποιήματος και ακόμη περισσότερο ενός βιβλίου;
Ανακούφιση έπειτα από κόπωση, επειδή το γράψιμο για μένα απαιτεί πολύ χρόνο και δουλειά. Το αίσθημα του ανικανοποίητου, όμως, με αναγκάζει να επισκέπτομαι ξανά και ξανά τα κείμενά μου, πειράζοντάς τα, μερικές φορές ακυρώνοντάς τα. Μα ακόμα και αφού τυπωθεί το βιβλίο, νιώθω μια μικρή ανασφάλεια, μήπως θα μπορούσα να είχα γράψει κάτι διαφορετικά ή καλύτερα.
-Πόσα (και ποια) είναι πλέον στο σύνολο;
Πεντέμισι. Η συλλογή διηγημάτων «Για μια χούφτα ζωή. Δεκαεφτά Διηγήσεις», Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2015, τρεις ποιητικές συλλογές από τις Εκδόσεις των Φίλων: «Πρωσικό μπλε», 2016, «Λάμψη λεπιδοπτέρων. 68 Χαϊκού», από κοινού με τον Γιώργο Γάββαρη, 2018 (εξ ου και το μισό) και «Αμείλικτο νερό», 2019.
Πολύ πρόσφατα (Οκτώβριος 2021) τυπώθηκε η τελευταία μου ποιητική συλλογή «Φυτρώνει άγρια ζάχαρη» από τις εκδόσεις Κουκκίδα.
-Υπάρχει κάποιο ποίημα ή πεζό που αγαπάς λιγάκι περισσότερο από τα υπόλοιπα;
Το πρώτο μου βιβλίο, όπου προσπάθησα να καταγράψω και να αναβιώσω όσο το δυνατόν περισσότερες υπό εξαφάνιση λέξεις της μεσσηνιακής ντοπιολαλιάς και να επαναφέρω μισολησμονημένες μνήμες από αγαπημένους απόντες της παιδικής μου ηλικίας. Θεωρητικά, αυτό το βιβλίο -«Για μια χούφτα ζωή. Δεκαεφτά Διηγήσεις», 2015, από έναν εκδοτικό που έκλεισε άδοξα, τις Εκδόσεις Γαβριηλίδης- δεν κυκλοφορεί πια, αλλά θα πρότεινα στους φίλους αναγνώστες και φίλες αναγνώστριες να προσπαθήσουν να το αναζητήσουν στα βιβλιοπωλεία της πόλης μας ή σε κάποιο ηλεκτρονικό.
-Η έμπνευση πώς έρχεται σε σένα και πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να βγει όλο αυτό στο χαρτί;
Η έμπνευση είναι μια δυσεύρετη επισκέπτρια. Δεν έρχεται. Εγώ την κυνηγώ. Ή, τουλάχιστον, δεν έρχεται ολόκληρη. Ας μιλήσω καλύτερα για κέντρισμα. Η ώθηση μπορεί να είναι μια ανάμνηση, μια δυνατή εικόνα, μια σκηνή του δρόμου, μια λέξη, ένας ήχος, ένα συναίσθημα, ένα κοινωνικό φαινόμενο, μια ανθρώπινη συνθήκη. Μα για να επιτελεστεί η ιδέα, το όραμα, απαιτείται κόπος, χρόνος, ζύμωση. Υπάρχει η εποχή της συλλογής ερεθισμάτων, εμπειριών, λέξεων, φράσεων. Η εποχή της ανάγνωσης, της περισυλλογής, της δημιουργικής σιωπής, άλλοτε της πυρετώδους κατα-γραφής. Ομολογώ ότι δεν ολοκληρώνω σχεδόν ποτέ μεμιάς ένα κείμενο. Το επεξεργάζομαι στα κενά της καθημερινότητάς μου, το σβήνω, το συμπληρώνω, επανέρχομαι σ’ αυτό πολλές φορές.
-Νομίζω ότι έχεις εκδώσει αρκετά βιβλία για να αποκαλείσαι ποιήτρια ή συγγραφέας. Πώς προτιμάς να αυτοπροσδιορίζεσαι;
Όχι, δε θα το έλεγα. Δεν έχω εκδώσει αρκετά, αν και δεν παίζει μεγάλο ρόλο ο αριθμός. Ακόμα και με ένα βιβλίο κάποιοι παγιώνονται ως συγγραφείς στη συνείδηση των αναγνωστών, εντάσσονται στο λογοτεχνικό κανόνα. Στην περίπτωσή μου η συγγραφή δεν καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου. Δε ζω απ’ αυτήν, δε ζω γι’ αυτήν. Θα επέλεγα να αυτοπροσδιοριστώ ως αναγνώστρια. Επίμονη.
-Ποιοι είναι οι θεματικοί άξονες και τι διαφορετικό φέρνει αυτή η νέα σου ποιητική συλλογή;
Δεν ξεφεύγει από πράγματα και καταστάσεις που με αγγίζουν διαχρονικά. Μεγάλα όπως η ζωή, ο θάνατος, οι ανθρώπινες σχέσεις, η απώλεια, ο πόνος, η αρρώστια, μικρά, όπως τα έντομα, τα πουλιά, τα βότσαλα, τα στοιχεία της φύσης. Προσπαθώ κι εδώ να ψηλαφίσω το ελάχιστο, τις μικρές λεπτομέρειες της ζωής.
Ίσως εδώ η ποίηση να είναι πιο γήινη, πιο σάρκινη, πιο άγρια, ιδιαίτερα στην ενότητα «Πειραγμένος μύθος», όπου, με αφορμή αρχαίους μύθους ή μοτίβα, παραμύθια, αλλά και λογοτεχνικά έργα ή έργα τέχνης, γίνονται αναγωγές και αναφορές σε καταστάσεις σύγχρονες, οικουμενικές.
-Πώς προέκυψε ο τίτλος; Τι είναι, μπορεί να είναι άγρια η ζάχαρη;
Ο τίτλος προέκυψε από ένα στίχο του ποιήματος:
SILENTIUM PINGUES
Δεν ξέρω πότε άρχισε να χιονίζει σιωπή
τέφρες πεταλούδων στη διακεκαυμένη ζώνη μου
μα εδώ και μέρες έχουν ξεραθεί όλες
οι προσωπικές αντωνυμίες.
Οι σπάνιες μέλισσες λέξεις σου
στάζουν πικρό νέκταρ
σε κάθε πληγή
και τις νύχτες η ανάσα σου φυτρώνει άγρια ζάχαρη.
[…]
Όσο για το «τι είναι» κι αν «μπορεί να είναι άγρια η ζάχαρη», ας αφήσουμε τον αναγνώστη να το φανταστεί.
-Όλα τα βιβλία σου διακρίνονται για τη λεπτότητα και την καλαισθησία. Πώς προκύπτει αυτό το αποτέλεσμα;
Με ενδιαφέρει η καλαισθησία, όπως και το περιεχόμενο, και πάντα προσπαθώ για το καλύτερο αποτέλεσμα. Αν προκύπτει, οφείλεται σε σκληρή δουλειά, προσοχή και επιμονή, αλλά και στη συμβολή ταλαντούχων εικαστικών, που ομορφαίνουν εξώφυλλα και συλλογές (εδώ, όπως και στο προηγούμενο βιβλίο μου, η εξαιρετική Φωτεινή Χαμιδιελή, με τα έργα της οποίας υπάρχει «συνομιλία» και διάδραση), ενώ σημαντικοί είναι επίσης οι γραφίστες (εδώ η Εύη Κώτσου), οι επιμελητές (ο ποιητής Κώστας Θ. Ριζάκης), οι εκδοτικοί οίκοι.
-Αγαπάς και τη φωτογραφία… Τη θάλασσα, τα λουλούδια, αλλά και τη σκουριά.
Κυρίως τη σκουριά. Η σκουριά είναι τα απομεινάρια μιας ζωής, είναι η πρώην λάμψη και δόξα. Με συγκινεί ο χρόνος, τα γηρατειά, η ανθρώπινη αδυναμία. Μέσα από το φακό-βλέμμα μου προσπαθώ να αποτυπώσω το φευγαλέο της στιγμής, το ελάχιστο, να χαρίσω στον «αναγνώστη» της φωτογραφίας μου το στιγμιότυπο που δεν είχε την ευκαιρία να ζήσει. Προσπαθώ να δώσω φωνή και υπόσταση σε πράγματα που κανείς δε βλέπει ή, τουλάχιστον, δεν κοντοστέκεται για δει.
-Ο τόπος καταγωγής σου τι θέση έχει μέσα σου και τι θέση έχει στα βιβλία σου;
Η Χρυσοκελλαριά έχει κυρίαρχη θέση μέσα μου. Σχεδόν τα πάντα πληρώθηκαν εκεί κατά την παιδική μου ηλικία. Η ποιήτρια Louise Gluck λέει ότι «βλέπουμε τον κόσμο μια φορά, κατά την παιδική μας ηλικία. Τα υπόλοιπα είναι μνήμη».
Κι όλη η ζωή μας είναι προσπάθεια να αναβιώσουμε εκείνον το χαμένο παράδεισο.
Όσο για τα βιβλία μου, έχει πρωταρχικό ρόλο -ίσως και ρόλο σκηνοθέτη, θα έλεγα- στο πρώτο μου βιβλίο μου, ενώ στην ποίησή μου ο γενέθλιος τόπος μου εμφανίζεται σποραδικότερα.
-Ποια είναι η σχέση των Μεσσηνίων με το βιβλίο; Νομίζω ότι υπάρχει αρκετή εκδοτική κίνηση, διαβάζουν όμως;
Σίγουρα υπάρχει μεγάλη εκδοτική κίνηση, αλλά δεν μπορώ να ξέρω αν διαβάζουν. Θέλω, όμως, να πιστεύω ότι αυτοί που γράφουν έχουν διαβάσει αρκετά πριν αποφασίσουν να εκδώσουν.
-Και τα παιδιά τι σχέση έχουν με το βιβλίο;
Πολύ καλή μέχρι να μπει στη ζωή τους η τηλεόραση, το διαδίκτυο. Φυσικά, το διάβασμα δεν είναι πανάκεια και υπάρχουν πολύ καλύτερα πράγματα να κάνει κανείς από το να διαβάζει. Υπάρχουν παντού σκουπίδια, ακόμα και στις βιβλιοθήκες μας. Υπάρχουν παντού θησαυροί, ακόμα και σ’ ένα σκουπιδότοπο. Χρειάζονται οξυμμένες αισθήσεις για να τα αντιληφθείς και να τα εντοπίσεις. Το καλύτερο βιβλίο είναι το βιβλίο της φύσης. Στις σελίδες του κρύβονται ήχοι, κελαηδισμοί, χρώματα, μαγεία. Κι αν είναι κάτι η ποίηση είναι τρόπος βλέμματος, θεώρησης των πραγμάτων.
-Η πανδημία άλλαξε τα πράγματα και σε αυτό;
Το lockdown νομίζω πως ναι. Υπήρξε αύξηση σε αγορές βιβλίων, καταφύγαμε σε αραχνιασμένους τόμους στα ράφια μας. Διαβάσαμε ηλεκτρονικά, σκρολάραμε στα ΜΚΔ. Γράφτηκαν μυθιστορήματα-ποταμοί στο φέισμπουκ.
-Πώς λειτουργεί η συγγραφή για το συγγραφέα (αλλά και το διάβασμα για τον αναγνώστη); Ελευθερώνει ή φορτίζει;
Θα ήταν ιδανικό ο καλλιτέχνης να αντλεί ευχαρίστηση από την τέχνη του, να νιώθει πλήρης, αλλά μάλλον τρέφει την τέχνη του από τις πληγές, τις αγωνίες, τις τύψεις του. Η γραφή αποτελεί απόπειρα μετουσίωσης των βιωμάτων και των υπαρξιακών του αναζητήσεων, ανάγκη κατανόησης της πολυπλοκότητας της ανθρώπινης ψυχής.
Ο αναγνώστης πάλι αναζητά απόλαυση, ανάταση ψυχής, ανάγκη επικοινωνίας και σύνδεσης με το συνάνθρωπο, λύτρωση. Μα η γραφή και η ανάγνωση είναι θεραπευτικές, όσο θεραπευτικός είναι ο πυρετός, που το σώμα έχει ανάγκη την εκδήλωσή του για να επέλθουν οι απαραίτητες ισορροπίες.
-Υπάρχουν κάποια βιβλία που σου αρέσουν ή σε έχουν επηρεάσει;
Περισσότερο με έχουν επηρεάσει οι μνήμες μου, τα παραμύθια, οι προφορικές αφηγήσεις, το δημοτικό τραγούδι. Μ’ αρέσουν οι αρχαίοι. Ο Όμηρος, η Σαπφώ, οι λυρικοί και δραματικοί ποιητές. Οι Σολωμός, Κάλβος, Καβάφης. Έχω αγαπήσει τους ποιητές Ορέστη Αλεξάκη, Μίλτο Σαχτούρη, τον Καρυωτάκη, τον Καββαδία. Έχω λατρέψει τα «Νερά Απαρηγόρητα» και την ποιητική συλλογή «Διηγήματα» της αγαπημένης μας Γιώτας Αργυροπούλου, τα διηγήματα του Νίκου Χουλιαρά, «Το κάστρο της μνήμης» του Άρη Φακίνου, το «Κάτω από το ηφαίστειο» του Μάλκολμ Λόουρι, το «Ο μαιτρ και η Μαργαρίτα» του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, το «Τενεκεδένιο ταμπούρλο» του Γκύντερ Γκρας, τον Κάφκα, τον Κρασναχόρκαϊ, τον Ζέεμπαλντ, τον Γιόζεφ Ροτ, τον Φόκνερ. Έχω ζηλέψει τα διηγήματα του Ηλία Παπαμόσχου.
Θα μπορούσα να γράφω για τα βιβλία που έχω αγαπήσει -«μέσω των οποίων εκτεθήκαμε στην ομορφιά, τον τρόμο και το αίνιγμα των πλασμάτων που μας περιβάλλουν»- ως αύριο, ως τη σελίδα με τα αθλητικά νέα, έτσι θα γλιτώναμε από πολλές δυσάρεστες ειδήσεις, με τη λαχτάρα αλλά και τον κίνδυνο συνάμα να βυθιστούμε σ’ έναν κόσμο μαγικό, ουτοπικό.
-Εσύ τι διαβάζεις αυτό τον καιρό;
Αρκετά. Ποιητικές συλλογές φίλων, λογοτεχνικά περιοδικά, κείμενα από το διαδίκτυο. Ενθουσιάστηκα από τη Rachel Cusk που μόλις διάβασα.
-Και τι γράφεις για τη συνέχεια;
Στον υπολογιστή μου υπάρχουν ήδη δύο συλλογές διηγημάτων, που πειράζω συχνά- πυκνά, βιβλία φίλων για επιμέλεια, μικροκείμενα για βιβλία που διάβασα, κείμενα για λογοτεχνικά περιοδικά, κυρίως όμως νιώθω πως γράφω… στο νερό και στην άμμο, στη ρευστότητα της ύπαρξης.
ΑΚΡΟΑΣΗ ΡΟΛΟΥ
Ο λοιμός ήταν το πρόσχημα.
Παραδομένοι στις ειδήσεις οικείων αγγέλων
πέφταμε από παντού στην καταπακτή της άγνοιας.
Δεν είχαμε δει νεκρά παιδιά ή βρέφη
μονάχα αίμα σε απόνερα εργοστασίων.
Χωριστήκαμε σε δύο στρατόπεδα.
Κάθε παράταξη βαθιά νυχτωμένη στην ιερότητα
του σκοπού της.
Ο αγώνας λάμβανε χώρα απόγευμα πέντε μ’ εφτά ανελλιπώς.
Φρέσκια σφαγμένη σάρκα για το δελτίο των οχτώ.
Ένα έθνος παραληρούσε
μπροστά απ’ το αρχαίο θέατρο της Πλάσμα.
Οι θεατές ηδονίζονταν περιμένοντας
προκλητά δάκρυα, ατμούς, αύρες
ατάκες, απρόοπτα, ανοικείωση
ανατροπή της εξουσίας ή παγίωση εξαγνισμού.
Με λένε Αντιγόνη.
Δεν είμαι καλά.
Ξενυχτώ τα βράδια.
Περιμένω από ώρα σε ώρα
τον θάνατο του Πολυνείκη
απ’ τον Ληξίαρχο την απαγόρευση ταφής του.
Θέλω πολύ αυτόν τον ρόλο.
ΝΕΡΑΝΤΖΟΥΛΑ
Μνήμη Γιώτας Αργυροπούλου
Φλέβες φουσκώνουν φρικτά φραγμένες
νερά
νεράντζια και άνθη
δέντρα δίφορα, τρίφορα, παράφορα
πλέουν μνήμες, πνέουν χίμαιρες, χιονίζουν πέταλα.
Ένα νεραντζοκόριτσο παντρεύεται
το χώμα
μαλακό αλλάζει πλευρό
προς τη μεριά του χιονιού
πού ’ναι τ’ άνθη σου, νεραντζούλα;
Μια πατρίδα σχεδιάζει την Έξοδο
με τρόπο αδέξιο, αδιέξοδο
η ελπίδα κλεισμένη σε κουκούτσια πικρά
χρόνια δίσεκτα, τρίσεκτα, μα η άνοιξη καλπάζει
στο μάρμαρο πέταλα.
Της Χριστίνας Ελευθεράκη