Η αυθαίρετη δόμηση αποτελεί ένα από τα θλιβερά προβλήματα, αλλά και «καρκινώματα» του ελληνικού χώρου και ειδικότερα τόσο των περιοχών εντός σχεδίου όσο και αυτών εκτός σχεδίου.
Σύμφωνα με το Γενικό Οικοδομικό Κανονισμό, αυθαίρετη είναι κατασκευή που εκτελείται: α) χωρίς άδεια οικοδομής, β) καθ’ υπέρβαση των όρων δόμησης, γ) με βάση άδειας που οικοδομής που ανακλήθηκε μεταγενέστερα και δ) κατά παράβαση των πολεοδομικών διατάξεων.
Ο ορισμός αυτός εμφανίζει την αυθαίρετη δόμηση απλά ως νομικοτεχνικό ζήτημα που μπορεί εύκολα να αντιμετωπιστεί. Όμως, αυτό δεν είναι ορθό καθόσον πρόκειται για ένα πολύπλευρο κοινωνικοπολιτικό φαινόμενο για το οποίο οι εκάστοτε κυβερνήσεις, είτε αποδείχτηκαν ανίκανες είτε δεν έχουν τη βούληση να πατάξουν την αυθαίρετη δόμηση, εφόσον, όπως θα διαπιστωθεί αμέσως πιο κάτω, αντιμετωπίζουν τον πολεοδομικό σχεδιασμό κυρίως ως μέσο διαμόρφωσης πελατειακών σχέσεων και τελευταία ταμειακής διευκόλυνσης.
Έτσι, το βάρος του ελέγχου και της δραστικής αντιμετώπισης της αυθαίρετης δόμησης πέρασε στην αποκλειστική ευθύνη των οικείων πολεοδομικών υπηρεσιών. Όμως, η ελλιπής και ανορθολογική οργάνωση των υπηρεσιών αυτών, η έλλειψη προσωπικού και τεχνογνωσίας δε νομίζω ότι μπορούν
να φέρουν σε πέρας το δύσκολο αυτό έργο, χρειάζονται μια άλλη οργάνωση Για την ύπαρξη της αυθαίρετης δόμηση ευθυνόμαστε άμεσα ή έμμεσα, όλοι: Η αυθαίρετη δόμηση είναι το φυσικό επακόλουθο μιας κοινωνίας στην οποία, σε μεγάλο βαθμό, επικρατεί ως αξία μεταξύ των άλλων η «κομπίνα», την οποία έχει προωθήσει ένα «κομπιναδόρικο» κράτος, το οποίο διαμορφώνει «κομπιναδόρους» πολίτες.
Έτσι, ο νόμιμος πολίτης, συνήθως, «δοκιμάζεται» και μειονεκτεί έναντι του παράνομου και «κομπιναδόρου» πολίτη. Για παράδειγμα ο κατασκευαστής πολυκατοικίας αυθαίρετα (παράνομα) διαμορφώνει την πιλοτή σε θέσεις στάθμευσης και τις πωλεί, συνήθως, στους ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων. Όποιος τυχαίνει να γνωρίζει την αυθαιρεσία αυτή και δεν αγοράσει τον παράνομο χώρο, έχει πρόβλημα στάθμευσης, εφόσον ήθελε να είναι νόμιμος.
Το φαινόμενο της αυθαίρετης δόμησης βρίσκεται, σήμερα, στο αποκορύφωμά του. Δε γνωρίζουμε σε ποια ακριβώς γενιά αυθαιρέτων βρισκόμαστε. Οι κρατικές, περιφερειακές και τοπικές αρχές έχουν «σηκώσει τα χέρια». Βλέπουν την αυθαίρετη δόμηση, την ακούνε, αλλά δεν την «ακουμπάνε». Υπάρχει, και θριαμβεύει. Της έχουν δώσει χαρακτήρα «διηνεκή» και «αειφόρος», για να μας θυμίζει ότι αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα νομιμοποίησης της παρανομίας και γελοιοποίησης της νομιμότητας.
Η αυθαίρετη δόμηση, όχι μόνον υπάρχει σήμερα, αλλά έχει μέλλον λαμπρό. Δεν αναμένεται η πάταξή της στο μέλλον. Αυτό οφείλεται σε διαφόρους λόγους, οι κυριότεροι από τους οποίους είναι οι ακόλουθοι: Η έλλειψη πολιτικής βούλησης εφαρμογής μιας δυναμικής πολιτικής προστασίας, του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος και διαφύλαξης ιδιαίτερα σε προεκλογικές περιόδους, όπου, στην οποιαδήποτε ρύθμιση σχεδιασμού υπολογίζεται το πολιτικό κόστος. Η γενική κρίση της στέγης, η έλλειψη στεγαστικής πολιτικής και πολιτικής γης ως και η αναγκαστική μετακίνηση του πληθυσμού στα αστικά κέντρα (αστικοποίηση). Η έλλειψη χωροταξικού στοιχειώδους ορθολογικού σχεδιασμού. Η αθέμιτη συναλλαγή κράτους και ιδιοκτητών αυθαιρέτων («αν το δηλώσεις, θα το σώσεις». Η σιγουριά της ατιμωρησίας και η «μαγκιά της παρανομίας».
Οι περιπτώσεις αυτές αποτελούν τις αιτίες της παρανομίας, δηλαδή της νομιμοποίησης της παρανομίας και γελοιοποίησης της νομιμότητας.
Η γη σήμερα αποτελεί ένα φυσικό πόρο που σπανίζει. Η φέρουσα ικανότητα των περιοχών έχει φθάσει στα όριά της. Σε κάποιο χρονικό σημείο η κάθε κοινωνία έχει ένα ορισμένο ποσό πόρων και φυσικού κεφαλαίου γενικότερα που μπορεί να χρησιμοποιήσει για τις ανάγκες κάποιων ατόμων. Όμως, οι πόροι αυτοί λόγω της περιορισμένης ποσότητάς τους δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες και επιθυμίες όλων των πολιτών. Αναπόφευκτα, λοιπόν, υπάρχει κάποια σύγκρουση πάνω στα συμφέροντα των ατόμων και των κοινωνικών ομάδων. Οι συγκρούσεις αυτές επιλύονται με πολιτικές διαδικασίες. Ο πολεοδομικός σχεδιασμός, εφόσον ασχολείται με τον τρόπο διανομής των αστικών πόρων που σπανίζουν, αναπόφευκτα αποτελεί μέρος της πλατύτερης πολιτικής διαδικασίας.
Για να δοθεί απάντηση στο πού οφείλεται η αυθαίρετη δόμηση και γενικότερα αν ο πολεοδομικός σχεδιασμός ανταποκρίνεται, κατά το δυνατόν, στις προτιμήσεις και τις ανάγκες των κατοίκων συγκεκριμένης περιοχής, θα πρέπει ο σχεδιασμός και η αυθαίρετη δόμηση να συνδεθούν με την πολιτική θεωρία και πολιτική εξουσία.
Η σύνδεση αυτή είναι αναγκαία για την εξακρίβωση του πραγματικού ρόλου όλων εκείνων που αναμιγνύονται στη διαδικασία του σχεδιασμού και της αυθαίρετης δόμησης.
Του Δημ. Γ. Χριστοφιλόπουλου
Καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών