Σε μια ζεστή ατμόσφαιρα πραγματοποιήθηκε το περασμένο Σάββατο η παρουσίαση του βιβλίου της συγγραφέως Δοξούλας Παλαμάρα «Απόψε θα έχουμε ρεστία», στις εγκαταστάσεις του πιεστηρίου της εφημερίδας «Θάρρος».
Το βιβλίο παρουσίασαν οι Άντα Αποστολάκη, Κώστας Μαυρακάκης και Ξανθή Γεωργακοπούλου – Ντάβου, στο τέλος δε η συγγραφέας απάντησε σε ερωτήσεις που τέθηκαν από τους παρευρισκόμενους.
Αξίζει στο σημείο αυτό να παρατεθεί η κριτική για το βιβλίο που δημοσιεύθηκε στο έγκυρο περιοδικό κριτικών νέων βιβλίων «Διάστιχο» από έναν καταξιωμένο κριτικό λογοτεχνίας και ποιητή, τον Χρίστο Παπαγεωργίου, ο οποίος έγραψε τα εξής:
Δοξούλα Παλαμάρα: «Απόψε θα έχουμε ρεστία»
Με το πρώτο της βιβλίο, η 75χρονη συγγραφέας Δοξούλα Παλαμάρα (και λέω συγγραφέας, γιατί, παρά τον τεράστιο συναισθηματισμό που εκλύεται, υπάρχει έντονος επαγγελματισμός με μια γραφή άκρως προσεγμένη) επιχειρεί δύο συν ένα πράγματα: Κατ’ αρχάς, η δημιουργός επιθυμεί να μιλήσει για τα δικά της πρόσωπα, τα οποία εν προκειμένω δε βρίσκονται πλέον στη ζωή. Στη συνέχεια, θέτει όλα αυτά τα πρόσωπα σε ένα εξιδανικευμένο περιβάλλον – δε βρίσκουμε δηλαδή το παραμικρό ψεγάδι τόσο στην προσωπικότητά τους όσο και στην ψυχοσύνθεση. Και τέλος η ίδια, ευρισκόμενη για λίγο έως πολύ –όσον αφορά στην πένθιμη περίοδο– σε κατάσταση ούτως ή άλλως λύπης, αποφασίζει να γράψει (δε βλέπουμε άλλο λόγο για τον οποίο θα ξεκίναγε κανείς τη λογοτεχνία σε τέτοια ηλικία), πράγμα που επιτυγχάνεται με ένα βιβλίο οριακά ευαίσθητο, χαλαρό, αλλά και δραματικό, με ερεθίσματα που ήταν μια ζωή δίπλα της χωρίς να τα έχει αξιολογήσει. Άρα –και αφού είναι προφανές ότι δεν έχει αλλάξει ούτε τα ονόματα των πρωταγωνιστών των εκάστοτε κομματιών– έχουμε έναν ρεαλισμό, έχουμε αλήθειες, όλα κινούνται όπως πραγματικά έγιναν, έτσι ώστε το πρώτο μας συμπέρασμα έχει να κάνει με τη διαπίστωση ότι όταν κανείς περιγράφει ένα γεγονός χωρίς φανταστικές παραμέτρους, αλλά, αντίθετα, με ζωντάνια, ψυχικό πλούτο και εγρήγορση, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι όχι απλώς ενδιαφέρον, αλλά, πολύ περισσότερο, συναρπαστικό, όχι απλώς αναγκαίο για τις αισθήσεις μας, αλλά, πολύ περισσότερο, συγκλονιστικό.
Τα πρόσωπα εκείνα τα οποία έπαιξαν μεγαλύτερο ρόλο στη ζωή της πεζογράφου είναι ο άνδρας της, οι γονείς της, ο αδελφός της, η γιαγιά της από την πλευρά της Πόντιας μητέρας της, τα παιδιά της και κάποιες κοινωνικές συναναστροφές (ό,τι δηλαδή ισχύει για όλους μας).
Ο σύζυγος καταλαμβάνει μια ευρύτερη θέση, γίνονται συχνές αναφορές στο τι πίστευε, στο πώς δρούσε, στις ατομικές του ικανότητες, στις σχέσεις μαζί της, έτσι ώστε, και αφού όπως είναι γνωστό η απώλεια κάποιου αγαπημένου αφήνει βαρύ τραύμα, το στίγμα του μένει αναλλοίωτο. Οι γονείς, ο Αθηναίος πατέρας και η Πόντια μητέρα, εξετάζονται με κάποια νοσταλγία, μένουν μόνο τα καλά και εξαλείφονται τα αρνητικά, ενώ ο αδερφός, μάστορας και εγωιστής με τη δουλειά του, είναι ο άνθρωπος ο οποίος σφράγισε τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια και με την ιδιοσυγκρασία του, αλλά και με τα επικίνδυνα παιχνίδια, με τις μηχανές, στις οποίες η αδελφή του προσερχόταν χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό. Η γιαγιά (το διήγημα προς τιμήν της κλείνει το βιβλίο, και αυτό είναι κάτι πολύ έξυπνο στην όλη του δομή) χαρακτηρίζεται για τη γενναιοδωρία, για την καλοσύνη της, για την αξιοπρέπειά της, πεθαίνει δε με τη γεύση του καφέ στα χείλη της, έναν καφέ από τα χέρια της εγγονής της. Τα παιδιά αναφέρονται ακροθιγώς, ενώ κάποια άλλα πρόσωπα υπεισέρχονται στα κείμενα προκειμένου να βοηθήσουν στην εξέλιξη των μύθων. Όλη η συγκεκριμένη μυθοποιητική προσαρμογή ασφαλώς και καταδεικνύει, παρουσιάζει και ομφαλοσκοπεί την εμπειρία μιας ολόκληρης βίωσης, μιας ζωής η οποία είχε βάθος αλλά και επιφάνεια, είχε επίπεδο αλλά και σατιρικές στιγμές, είχε ύψος αλλά και προσεγμένες συγκινησιακές ευαισθησίες.
Από τεχνικής πλευράς, η συλλογή διηγημάτων «Απόψε θα έχουμε ρεστία» είναι μια αληθινή αποκάλυψη. Η γλώσσα, απλή και καθημερινή, περιγράφει οτιδήποτε πρέπει να παρατεθεί με τρόπο άκρως προσλήψιμο και κατανοητό, συμπαρασύροντάς μας σε μια εθιστική δίνη και μέθη. Η εν είδει μνημόσυνου επιστράτευση των κυριότερων στιγμών που η συγγραφέας έζησε δίπλα σε αυτά τα πρόσωπα δίδεται με μιαν ατμόσφαιρα οικεία και παθιασμένη, η οποία εναρμονίζεται εντελώς με τα κείμενα, προσδοκώντας την άποψη των αναγνωστών, η οποία και επιτυγχάνεται σχεδόν καθολικά και πανεύκολα.
Το ύφος, χαλαρό και παιγνιώδες, προσδίδει μια ευχάριστη νότα, η οποία και υποβοηθά την όλη προσπάθεια, στόχος της οποίας είναι, παρά το πένθος που βαραίνει τη δημιουργό, να μην κατασκευάζει συνθήκες κηδείας, αλλά το αντίθετο, διαλόγους από την εποχή που οι θανόντες αστειεύονταν, χωρίς την παραμικρή συστολή. Τέλος, η όλη εκφορά πέρα από τη γλώσσα, η εκφραστική δηλαδή, παρατίθεται με θαυμαστό τρόπο, πιάνουμε τον εαυτό μας να μην μπορεί να σταματήσει, περνάνε οι σελίδες χωρίς να το καταλάβουμε, γρήγορα και χωρίς φειδώ: Όλα είναι μια πολλαπλή ευρεσιτεχνία, την οποία πρώτη φορά συναντάμε – κι αν αυτό είναι και ακούγεται ως υπερβολή, βάλτε στις σκέψεις σας τη λέξη πρωτόγνωρη. Άρα, έχουμε μπροστά μας μια ολοκληρωμένη λογοτεχνική απόπειρα, που δε μένει μόνο εκεί αλλά επιβάλλει την ιδιότητά της, την πρόκλησή της και τη διαχείρισή της πάνω σε δέκτες έτοιμους να τις υποδεχτούν, παρά τις όποιες ενστάσεις που θα μπορούσε να έχει κάποιος στο να αγοράσει ένα βιβλίο μιας 75χρονης πρωτοεμφανιζόμενης, με όλα αυτά που βλέπουμε γύρω μας από ίδιας ηλικίας συγγραφείς, και ιδίως γυναίκες.
Τελειώνοντας την αναφορά μου στο βιβλίο της Παλαμάρα (ελπίζω πως δε θα δυσαρεστήσω ούτε εκείνη ούτε τους αναγνώστες αυτής της κριτικής), θα ήθελα να καταθέσω ένα βαθύτερο φόβο που μου δημιουργήθηκε διαβάζοντάς το. Αν η Παλαμάρα αποφάσισε να γράψει μόνο ένα βιβλίο, αν δηλαδή σε εκείνο μόνο ήθελε να καταγράψει τις προσωπικές της εμπειρίες, όλα καλά, το πέτυχε στο έπακρο. Αν, όμως, έχει αποφασίσει να συνεχίσει σε αυτό το μετερίζι, τότε υπάρχει η δυνατότητα της επιτάχυνσης. Γιατί έδωσε ό,τι είχε και δεν είχε, γιατί άπλωσε, ανέλυσε, ενδοσκόπησε σε μέγιστο βαθμό. Ελπίζω και θεωρώ πως ίσως και να πέφτω έξω, αυτό θα το δείξει το μέλλον, όταν δηλαδή η συγγραφέας κάνει το δεύτερο βήμα, με ένα δεύτερο έργο. Όπως και να έχει, έχοντας πολύ καιρό να βρεθούμε αντιμέτωποι με ένα τόσο εξωστρεφές, τολμηρό, ατομικών προδιαγραφών και προσωπικών συνισταμένων λογοτεχνικό πόνημα, η ουσία είναι πως τίποτε δεν είναι do palamara δεδομένο, ούτε η ηλικία, ούτε το φύλο, ούτε η πείρα, ούτε ο ενθουσιασμός όσων πρόκειται να συμβούν με μια εμφάνιση, με μια έκδοση, τίποτε δεν είναι δεδομένο όσον αφορά στην αποδοχή, τη συζήτηση που ξεκινάει, την κριτική που αναπτύσσεται, την απόλαυση που προσφέρει. Έτσι ώστε να μην υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα να μην προμηθευτούμε, να μην ξεφυλλίσουμε και να μη διαβάσουμε εν τέλει την παρούσα συλλογή διηγημάτων, την οποία προτείνω και προτάσσω με όλες μου τις δυνάμεις, όχι τόσο λόγω των ειδικών συνθηκών βάσει των οποίων γράφτηκε, όσο για την υπερήφανη υπογραφή της, την ασυμβίβαστη κράση της.