Η νεώτερη Δύση είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα συμπίλημα, πεπιεσμένο μαλλί δίχως ύφανση, ένας κετσές (τι άσχημη λέξη), με άλλα λόγια ένα συνονθύλευμα από ετερόδοξες εντολές. Λίγη ελληνικότητα, έτσι για το ξεκάρφωμα, πολύ αυτοκρατορική Pax Romana και πάνω απ’ όλα όλες οι μορφές του χριστιανισμού, δια του διαρκούς επισείοντος φόβου της τελικής κρίσης – λύσης (δεν κάνει και μεγάλη διαφορά), χωρίζουν αμετάκλητα τους ανθρώπους σε ενάρετους και άξιους κολασμού, insiders και outsiders, δίχως όμως σωτηριολογική προοπτική για τους τελευταίους και έτσι, μ’ αυτά και μ’ εκείνα, φτάσαμε σήμερα στον εντελή αποχωρισμό του ανθρώπου πρώτα από τον εαυτόν του και ύστερα απ’ όλους τους άλλους.
Γιατί τι άλλο είναι αυτή η νύχτα, παρά το αγωνιώδες πρόσωπο του διαρκώς επί ξύλου κρεμάμενου εργαζομένου, δίχως όμως τη μουσική της συναδέλφωσης που τον προστάτευε κάποτε σαν σε ζεστό λίκνο, περιμένοντας κάθε μέρα τώρα πια, πότε τ’ αφεντικό (με μια ξερή συστατική επιστολή) θα θελήσει να περιστείλει τις γενικές δαπάνες του.
Κατάσαρκα λοιπόν η θύμηση της «Κρίσης», για όλους μας, που στην καθημερινή μας τηλοψία θα πρέπει να τη διαβάζουμε και να την ξαναδιαβάζουμε. Γι’ αυτό και οι αγώνες πείνας. Μας υπενθυμίζουν πως κάθε μέρα θα πρέπει να ψάχνουμε για το μεροκάματο για δύο δεκάρες και άλλες δυο… Γιατί, ως γνωστόν, δεν υπάρχουν δουλειές για όλους, Δεν υπάρχει λεφτόδεντρο. Καθημερινές μνήμες σαν κι αυτές στραγγαλίζουν τον άνθρωπο, κι ας είναι τυλιγμένος στο πανωφόρι του. Το πανωφόρι, άλλωστε, είναι χρήσιμο για το σύγχρονο εργαζόμενο, τον κρατάει παντός καιρού ευέλικτο.
Δεν προλαβαίνει, λοιπόν, ο σημερινός άνθρωπος ούτε καν να σκεφτεί ότι οι σύγχρονοι δούλοι στις φραουλοκαλλιέργειες, τουλάχιστον, έχουν την αξιοπρέπεια να λειτουργούν μόνο κάτω από το βούρδουλα, ενώ όλοι οι υπόλοιποι εμείς, τελειοποιημένοι χάρη στην επίσημη εκπαίδευση, δουλεύουμε από μόνοι μας για καθρεπτάκια επιτυχίας.
Kατά αυτή την έννοια οι Ρομά, που το μόνο που τους εμποδίζει να βρεθούν “έξω” από “μέσα” είναι μόνο ένα πανί, έλκονται πιο αυθεντικά από τη συνείδηση των αρχαίων Ελλήνων, αυτούς που όλοι οι υπόλοιποι δυτικοί προσχηματικά θαυμάζουμε. Γιατί Ένα ήταν βέβαιο τότε: “ΟΛΑ ΑΣΚΟΥΝΤΑΝ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ KAI ΣΤΙΣ ΠΑΛΑΙΣΤΡΕΣ” (καμία σχέση με τους σημερινούς αγοραίους ναούς της κατανάλωσης).
Δεν υπήρχαν τότε, βλέπετε, ούτε συνταγματικώς κατοχυρωμένα ατομικά δικαιώματα, ούτε σπίτια ως ατομικά κάστρα, παρά ταύτα οι άνθρωποι βίωναν την ύπαρξή τους περισσότερο ελεύθεροι παρά ποτέ.
ΟΛΑ ΤΟΤΕ ΗΤΑΝ ΣΧΕΣΕΙΣ. ΣΧΕΣΕΙΣ ΟΜΩΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΕΣ
Έτσι μάλλον εξηγείται η σχεδόν ομαδόν επίθεση των «κανονικών» ανθρώπων προς τους αθιγγάνους, τους Ρομά. Μας υπενθυμίζουν, βλέπετε, κάπως βάναυσα είναι αλήθεια, ότι ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει ελεύθερος και μετά τα φοιτητικά του χρόνια, τότε που ξημεροβραδιαζόμασταν στα καφενεία, τότε που το σπίτι μας ήταν και σπίτι των φίλων μας, χρόνια όμορφα, χρόνια ανέμελα, “Νύχτες που περνούν… που δε θα ξαναρθούν”, όπως μας λένε και όπως όντως συμβαίνει.
Αν δε με πιστεύετε, διαβάστε τα στατιστικά. Πόσοι από τους Ρομά υποφέρουν από κατάθλιψη και πόσοι απ’ όλους εμάς τους υπολοίπους; Μάλλον, αφήστε το καλύτερα…
Θα αποκαρδιωθούμε κι άλλο.
Του Γιώργου Γκόνη