Κατεβαίνει από τα στενοσόκκακα της Καλαμάτας, σαν καινουργιοφορεμένη κοπελλούδα, βουτηχτή στα πράσινα, κι από δίπλα της οι μπαξέδες, με ανοιξιάτικους μανδύας, την καλύπτουν από τις βαρειές μυρωμένες απόπνοιες των λουλουδιών εκείνων, που ενώνουν ευτυχείς υπάρξεις, σε ζηλευτές χαρές.
Κατεβαίνει ωμορφοστολισμένη για να προϋπαντήση κει κάτω, στη μαγευτική παραλία, τα κύματα του Μεσσηνιακού, που έρχονται με τα φιλιά του μπάτη από βαθειά, από την μακρινή Λιβύη, με τον πόθο ν’ αγκαλιάσουν την πλατειά της Καλαμάτας αμμουδιά και να ξεψυχήσουν έπειτα αφήνοντας ένα βαθύ αναστέναγμα.
Μακρυά σειρά λεύκες στολίζει την παραλία. Οι κορμοί τους γεμάτοι μάτια, μάτια παράξενα, μάτια απλανή, μάτια που κάποιος τρόμος εκάρφωσε, κυττάζουν τους διαβάτες, ζηλότυπα για κάποια ευτυχία που ποθούν και δεν έχουν…
Πολλές ώρες περπάτησα κάτω από το ασημένιο φύλλωμα ακούγοντας τα μυστικά τους. Ήταν ένας ήχος σαν απαλές ερωτικές θωπείες, σαν σβυσμένοι στεναγμοί, σαν μειδιάματα ευτυχισμένα. Έπειτα κάτι βαθύτεροι θόρυβοι, σαν εκείνους που κλαίνε στη στέγη του ψαρά τον χειμώνα, λέγοντας πένθιμες ναυαγίων προφητείες…
Ένας γλάρος πετά, τρομαγμένος από το πάφλασμα του κουπιού της βάρκας του ψαρά.
ΒΑΣΣΟΣ ΦΑΛΗΡΕΥΣ