Οι έρευνες της κοινής γνώμης υποδεικνύουν σήμερα πως κυριαρχεί στους πολίτες η ανησυχία για την υγειονομική πανδημία και το κύμα της ακρίβειας που ήδη σαρώνει νοικοκυριά κι επιχειρήσεις στη χώρα μας. Δύο κρίσεις που πλέον εξελίσσονται παράλληλα, αφού στην αποτυχημένη διαχείριση της πανδημίας από την κυβέρνηση ήρθε να προστεθεί το μπαράζ ανατιμήσεων σε δεκάδες προϊόντα, που επιβαρύνει αφόρητα τα εισοδήματα και τους προϋπολογισμούς νοικοκυριών κι επιχειρήσεων.
Μέσα σε λίγους μήνες μόνο οι τιμές «απογειώθηκαν», καθώς καταγράφονται -εκτός από την ενέργεια – ανατιμήσεις σε αγαθά που απαρτίζουν το βασικό «καλάθι της νοικοκυράς». Παράγοντες της αγοράς προβλέπουν δυσοίωνα ότι ο κατάλογος με τις αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων θα μεγαλώσει ακόμη περισσότερο το επόμενο διάστημα, εκτιμώντας ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις και οι εμπορικές αλυσίδες (σουπερ μάρκετ κ.λπ.) θα αναθεωρήσουν την τιμολογιακή τους πολιτική. Όσον αφορά στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τους επαγγελματίες, υπό το βάρος των χρεών και της έλλειψης ρευστότητας, είναι δεδομένο ότι αδυνατούν να διαχειριστούν το επιπλέον κόστος που επιφέρει η αύξηση των τιμών της ενέργειας και των πρώτων υλών, ενώ τα περιθώρια που έχουν για την απορρόφηση των αυξήσεων αυτών είναι από ελάχιστα έως μηδαμινά.
Η ακρίβεια συρρικνώνει την ιδιωτική κατανάλωση, ενώ, παρεπόμενα, η πρωτοφανής άνοδος στο κόστος των πρώτων υλών επιβραδύνει τις νέες επενδύσεις. Επιπλέον, σύμφωνα με το δελτίο οικονομικών εξελίξεων του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, η αύξηση των τιμών σε βασικά προϊόντα θα υποβαθμίσει περαιτέρω το επίπεδο διαβίωσης των νοικοκυριών στη χώρα μας, ναρκοθετώντας την κοινωνική συνοχή, με τους επιστημονικούς συνεργάτες της συνομοσπονδίας να θέτουν επιτακτικά την ανάγκη για αλλαγή της συνταγής και των στόχων της φορολογικής και κοινωνικής πολιτικής σε συνδυασμό με την ανάγκη άμεσης λήψης δραστικών και στοχευμένων μέτρων για τον έλεγχο της αγοράς και τον περιορισμό της αισχροκέρδειας.
Στο οικονομικό αυτό περιβάλλον που διαμορφώνεται θα πρέπει να συνυπολογιστεί η έκρηξη των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς ιδιώτες και τρίτους που υπερέβησαν τα 2 δισ. ευρώ (έτσι δεν μπορεί να κριθεί καθόλου τυχαία η απόφαση του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών να θωρακίσει ως ακατάσχετους το σύνολο των λογαριασμών των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης στις αρχές του περασμένου Οκτώβρη), εντείνοντας το πρόβλημα της ρευστότητας στην αγορά, καθώς και η κακή οικονομική κατάσταση των Δήμων της χώρας, που, λαβωμένοι από την κρίση, εκτός του αυξημένου ενεργειακού κόστους το οποίο πλέον αντιμετωπίζουν, χωρίς τη συνδρομή της κυβέρνησης (εξαιρούμενοι έστω από την ρήτρα αναπροσαρμογής των τιμολογίων του ρεύματος όπως εύλογα ζητούν), θα επιβαρυνθούν και με το νέο τέλος ταφής απορριμμάτων από την 1η/1/2022 κι έτσι αναλογικά κι επακόλουθα θα φορτωθούν με αυξημένα ανταποδοτικά τέλη το σύνολο νοικοκυριών κι επιχειρήσεων, στα οποία και θα μετακυλισθεί το βάρος.
Η αποτυχία της κυβέρνησης Μητσοτάκη στη διαχείριση της πανδημίας και η – εκ προοιμίου – διαφαινόμενη νέα αποτυχία απέναντι και στο κύμα των ανατιμήσεων που πλήττει ιδίως τα μεσαία και λαϊκά στρώματα, έχει βέβαια εξήγηση κι αυτή δεν είναι άλλη από τη βαθιά εμμονική έως ιδεοληπτική προσήλωση της στους προγραμματικούς στόχους του επιτελικού κράτους, που «δεν έπρεπε και δεν πρέπει να ανακοπούν» από το μέγεθος της πανδημίας ή της ακρίβειας, έστω κι αν αυτό κοστίζει σε χιλιάδες ανθρώπινες ζωές, σε λουκέτα ή σε ανεργία.
Προσδεδεμένη πλήρως στην «αρχή της προσωρινότητας» απέναντι στις δύο συντρέχουσες κρίσεις, η κυβέρνηση εθελοτυφλεί, αρνούμενη να δει τις πραγματικές τους διαστάσεις, τη διάρκεια, αλλά και τις επιπτώσεις που αυτές φέρνουν στην κοινωνία και στην αγορά κάθε ημέρα, καθώς και τα μέτρα που οι περιστάσεις επιβάλλουν να λάβει, αφού αυτά αντιδιαστέλλονται του βασικού της προγραμματικού σχεδίου. Και είναι ακριβώς, αυτός ο δικός της αρνητισμός έναντι της πραγματικότητας, που διασπείρει την άρνηση και την επιφύλαξη ή την προκατάληψη σε κοινωνικές ομάδες για την αναγκαιότητα και την αποτελεσματικότητα των μέτρων που φέρνει, με συνέπεια την διαιώνιση των κρίσεων, χωρίς εναλλακτική.
Ίσως όμως, όπως διδάσκει και η περίοδος των μνημονίων, «είναι αυτή η παρατεταμένη περίοδος των κρίσεων που εξυπηρετεί τη νομοθέτηση κι εφαρμογή των πλέον αντικοινωνικών προγραμμάτων μιας συντηρητικής κυβέρνησης».
Έτσι, αρκεί να δει κανείς τον προϋπολογισμό του επόμενου έτους (2022) που έφερε και ψήφισε η κυβέρνηση, ο οποίος εντυπώνει ακριβώς αυτήν την κυβερνητική προδιάθεση περί της προσωρινότητας των κρίσεων, έναν προϋπολογισμό «εικονικής πραγματικότητας» από τον οποίο η κυβέρνηση περιέκοψε ακόμα 820 εκ. ευρώ από τις δαπάνες για την Υγεία και συνολικά 1,7 δισ. ευρώ από τιςκοινωνικές δαπάνες (για πρόνοια, στήριξη των ανέργων κ.ά.), ενώ απουσιάζουν εντελώς μέτρα για την αντιμετώπιση της ακρίβειας.
Είναι, θα μπορούσε να πει κανείς, το σχέδιο των λίγων σε βάρος της κοινωνικής πλειοψηφίας που ήδη αναζητά διέξοδο έκφρασης και διαφυγής προς το μέλλον
Ήταν και είναι το σχέδιο ιδιωτικοποίησης κι επιβολής ΣΔΙΤ στην Υγεία, που απέτρεψε κάθε πρόνοια (όπως επιτακτικά ζητά ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ από την αρχή της κρίσης) για ενίσχυση και θωράκιση του ΕΣΥ αλλά και για την επέκταση της πρωτοβάθμιας υγειονομικής φροντίδας, με μόνιμες προσλήψεις προσωπικού. Όπως ήταν ο ίδιος επιτελικός σχεδιασμός που απέτρεψε και κάθε σκέψη, ακόμα και την ώρα του υγειονομικού εκτροχιασμού, για την επίταξη των ιδιωτικών κλινικών, που θα πρέπει να μείνουν αλώβητες κι ανέπαφες από την κρίση με γνώμονα την επόμενη ημέρα στην υγεία. Ήταν εξάλλου αυτή η αιτία που η κυβέρνηση επένδυσε μονομερώς – τακτικά κι επικοινωνιακά – στο εμβόλιο ως μόνη διέξοδο από την πανδημία (κι εκεί όμως δίχως επιτυχία), μια ολέθρια επιλογή που μέχρι σήμερα πληρώνει ακριβά η χώρα μας, περνώντας πλέον στη 1η θέση των θανάτων από την covid-19 συγκριτικά με τις χώρες του δυτικού κόσμου κι αναλογικά με τον πληθυσμό της, έχοντας ήδη χάσει σήμερα μια μεσαία – σε μέγεθος – ελληνική πόλη.
Μια επικοινωνιακή πολιτική απολύτως αποτυχημένη («τελευταίο μίλι» κ.ά.), αφού σήμερα βέβαια η κυβέρνηση, διαρκούντος του 4ου φονικού κύματος της πανδημίας κι ενόψει του 5ου κύματος της μετάλλαξης «Ο», δυσκολεύεται να πείσει ακόμα και την πλειοψηφία των πολιτών που εμβολιάστηκαν (πειθόμενοι και από την ιδέα της άμεσης εξόδου από την πανδημία και της επιστροφής στην κανονικότητα), για την ανάγκη τήρησης των νέων περιοριστικών υγειονομικών μέτρων που οι επιστήμονες όμως σήμερα θεωρούν πιο αναγκαία από ποτέ, αφού η κυβέρνηση δε φρόντισε να θωρακίσει τη δημόσια υγεία στη χώρα.
Ήταν και είναι το σχέδιο αναδιάρθρωσης της αγοράς και συρρίκνωσης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων προς όφελος λίγων εγχώριων και πολυεθνικών εταιρικών ομίλων, που όχι μόνο δεν ανέκοψε τη νομοθέτηση του νέου Πτωχευτικού Κώδικα και του αντεργατικού νόμου στην περίοδο της πανδημίας και της οικονομικής επιβράδυνσης, αλλά καθιστά απευκταία για την κυβέρνηση, ακόμα και σε αυτήν την εποχή των μεγάλων ανατιμήσεων που διανύουμε, κάθε σκέψη ουσιαστικής αύξησης του κατώτατου μισθού (στα 800 ευρώ όπως ζητά ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ κι έχει συμβεί σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Γερμανία με στόχο την ανάσχεση της ακρίβειας). Μια θαρραλέα όσο κι επιβεβλημένη αύξηση του κατώτατου μισθού, που μπορεί, σε συνδυασμό με παράλληλα μέτρα ανακούφισης για νοικοκυριά κι επιχειρήσεις, όπως η ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους της πανδημίας με το κούρεμα της βασικής οφειλής και την επιμήκυνσης της αποπληρωμής τους, που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, να αυξήσει το διαθέσιμο εισόδημα κι έτσι την καταναλωτική δύναμη των πολιτών, ζεσταίνοντας την αγορά και προσδίδοντας μια βιώσιμη προοπτική για χιλιάδες ΜμΕ, εργαζόμενους και νοικοκυριά.
Ήταν εξάλλου το σχέδιο ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ με την εκχώρηση προς ένα ξένο fund του 17% των μετοχών της και την απώλεια της πλειοψηφικής συμμετοχής του Δημοσίου, το οποίο δεν ανέστειλε, αλλά αντίθετα έσπευσε να υλοποιήσει η κυβέρνηση στην εποχή των εκρηκτικών ενεργειακών ανατιμήσεων που απειλούν πλέον με ενεργειακή φτωχοποίηση χιλιάδες νοικοκυριά κι επιχειρήσεις, παραδίδοντας στον ανταγωνισμό ένα κρίσιμο ρυθμιστικό εργαλείο κοινωνικής πολιτικής και συγκράτησης των τιμών του ρεύματος. Με συνέπεια να συνεχίζεται ως σήμερα άκαμπτο το ράλι ανόδου των τιμών, με τις Ρυθμιστικές Αρχές απούσες και την κυβέρνηση να συμβουλεύει κυνικά τους καταναλωτές «να ερευνούν τα πακέτα των προσφορών και αν χρειαστεί να αλλάζουν πάροχο». Τη ΔΕΗ που ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε να κρατήσει υπό δημόσιο έλεγχο, παρά τις έντονες πιέσεις των δανειστών, την περίοδο της ασφυκτικής μνημονιακής εποπτείας.
«Ενδέχεται, βέβαια, πολύ νωρίτερα οι πολίτες να αποφασίσουν τελικά να αλλάξουν κυβέρνηση»… Ως τότε, όμως, μαζί με τη συντηρητική κυβέρνηση της Ν.Δ. στη χώρα μας, επανέκαμψε μια ακόμα ασύμμετρη οικονομική καθίζηση στην αγορά, που αφυδατώνει καθημερινά την πλειοψηφία νοικοκυριών κι επιχειρήσεων, σηματοδοτώντας μια νέα ανθρωπιστική κρίση που είναι δυστυχώς ξανά «προ των πυλών», υπενθυμίζοντας σε όλους μας σήμερα, περισσότερο από ποτέ, την περίοδο 2010-2014.
Και η λύση ιστορικά για το μέλλον μας, όταν σύντομα κοπάσουν και πάλι «τα έντεχνα ημίμετρα» του παρόντος, θα βρεθεί ξανά στα χέρια των πλειοψηφιών.
Του Γεωργίου Μακρή
Δικηγόρου, γραμματέα Ν.Ε. ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ Μεσσηνίας