Ως το δολοφόνο της 35χρονης γυναίκας του, πέραν πάσης αμφιβολίας, υπέδειξε χθες αργά το βράδυ η Εισαγγελέας του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Καλαμάτας, τον 63χρονο σύζυγό της, κατά την αγόρευσή της στην πολύκροτη δίκη για τη δολοφονία της πολύτεκνης μητέρας, που το Δεκέμβριο του 2016, βρέθηκε νεκρή με μια σφαίρα στο κεφάλι μέσα στο αυτοκίνητο της στην περιοχή των Γαργαλιάνων.
Η δίκη που είχε ξεκινήσει από νωρίς το πρωί συνεχίσθηκε μέχρι αργά χθες το βράδυ, ενώ διέκοψε μετά την αγόρευση της Εισαγγελέως για να συνεχισθεί τη Δευτέρα το πρωί με τις αγορεύσεις των δικηγόρων και την έκδοση απόφασης.
Η Εισαγγελέας στην πολύωρη αγόρευσή της ανέλυσε τα γεγονότα ένα προς ένα και είπε ότι ο κατηγορούμενος έπεσε σε πολλές αντιφάσεις, ενώ πολλοί μάρτυρες άλλαξαν τις αρχικές τους καταθέσεις.
Από την πλευρά του ο κατηγορούμενος στην απολογία του αρνήθηκε τις κατηγορίες, χωρίς όμως να δίνει και πειστικές απαντήσεις στις ερωτήσεις για τις αντιφάσεις που είχε υποπέσει.
Οικείο πρόσωπο ο δολοφόνος
Η Εισαγγελέας στην αγόρευσή της μίλησε για άμεσο θάνατο της γυναίκας με βίαιο τρόπο από έναν αρκετά προσεκτικό δολοφόνο, το οποίο όπως είπε ήταν οικείο πρόσωπο του θύματος, καθώς αυτό δεν αιφνιδιάστηκε κι αυτό προέκυψε από την κατάθεση του ιατροδικαστή.
Περιέγραψε το θύμα, λέγοντας πως ήταν οξύθυμη, παρορμητική και δεν φρόντιζε τον εαυτό και την οικογένειά της, αλλά ήταν πολύ εργατική και δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ούτε ότι έκανε χρήση ναρκωτικών, ούτε ότι είχε συναλλαγές με τον υπόκοσμο, ούτε ότι είχε εξωσυζυγικές σχέσεις και όλα αυτά αποδείχτηκαν από την άρση του απορρήτου.
Διαχειριζόταν μόνη της τα οικονομικά του σπιτιού κι αυτός ήταν ο λόγος που καυγάδιζε συνεχώς το ζευγάρι. Τον κατηγορούμενο τον περιέγραψε υπομονετικό, αλλά που του ξέφευγε ο έλεγχος από το δύστροπο χαρακτήρα της γυναίκας του και αναφέρθηκε σε μαρτυρίες με συγκεκριμένα περιστατικά.
Επίσης, η Εισαγγελέας μίλησε για μαρτυρίες μετά τη δολοφονία όπου αναφέρονταν σε απειλές του συζύγου ότι θα την σκοτώσει και οι οποίες άλλαξαν στη συνέχεια, αλλά και στις εξηγήσεις που αρχικά είχε δώσει ο σύζυγος και οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με όσα λέει τώρα. «Αντιφάσεις πολλές. Η αλήθεια θα έπρεπε να είναι μία από την αρχή», είπε χαρακτηριστικά η Εισαγγελέας.
Είπε ότι ο κατηγορούμενος ψεύδεται ως προς την αλληλουχία των γεγονότων και περιέγραψε η ίδια πως έγιναν απ’ όσα έχουν προκύψει από τα στοιχεία και τις μαρτυρίες.
Με πολύ μεγάλη ανάλυση περιέγραψε τι έγινε όλη την ημέρα, μέχρι που η κάμερα τους κατέγραψε να κατευθύνονται στον τόπο του εγκλήματος, όπου όπως είπε η Εισαγγελέας, όταν πάρκαρε το θύμα στον παράδρομο, ο 63χρονος σύζυγος πήρε από το αυτοκίνητο του την καραμπίνα, άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και την πυροβόλησε στο κεφάλι.
Μετά περιέγραψε γιατί οι κινήσεις του φανέρωναν την ενοχή του, αφού δεν ανησύχησε όπως θα έπρεπε, αλλά και πως συμπεριφέρθηκε όταν την άλλη ημέρα την εντόπισαν νεκρή.
Κατέληξε λέγοντας πως δεν έχει καμία αμφιβολία για την ενοχή του.
Βίντεο
Η συνεδρίαση το πρωί ξεκίνησε με αρκετά προβλήματα, καθώς αρχικά ο αλλοδαπός μάρτυρας του οποίου είχε διαταχτεί από το δικαστήριο η βίαιη προσαγωγή, δεν εμφανίσθηκε, ενώ η προβολή των βίντεο που είχε αποφασισθεί στην προηγούμενη συνεδρίαση, δεν αποδείχτηκε εύκολη υπόθεση.
Με αρκετά τεχνικά προβλήματα, τελικά επιτεύχθηκε η προβολή στο δικαστήριο των βίντεο που είχαν καταγραφεί από κάμερες φωτοβολταϊκού πάρκου, κοντά στον τόπο του εγκλήματος, όπου εμφανίζονται τα αυτοκίνητα του κατηγορουμένου και του θύματος να κινούνται το ένα πίσω από το άλλο, με κατεύθυνση προς το σημείο που βρέθηκε τελικά δολοφονημένη η γυναίκα.
Η υπεράσπιση, αντέκρουσε το κατηγορητήριο με το σκεπτικό ότι από τα βίντεο δεν προκύπτουν στοιχεία πως πρόκειται για τα συγκεκριμένα αυτοκίνητα, αφού δεν φαίνονται ούτε οι οδηγοί, ούτε οι αριθμοί κυκλοφορίας.
Απολογία
Αφηγούμενος τα περιστατικά της περιόδου εκείνης, ο κατηγορούμενος στην απολογία του είπε ότι στις 8 Δεκεμβρίου του 2016, δούλευε σε ένα κτήμα. Το μεσημέρι πήγε η γυναίκα του με τα 4 παιδιά και έμεινε μέχρι το απόγευμα. Είπε ότι δεν μάλωσαν όπως κατέθεσαν κάποιοι μάρτυρες, ούτε την έβρισε.
Όταν επέστρεψε ο ίδιος στο σπίτι, είπε πως άκουσε φασαρία και βρήκε τη γυναίκα του να τσακώνεται με τη μητέρα της και να την χτυπάει, χωρίς να καταλάβει το λόγο, ενώ δεν του είπε κι όταν την ρώτησε, του είπε μόνο «δεν φταις εσύ».
Μετά με ξεχωριστά αυτοκίνητα πήγαν στο κτήμα να φέρουν ξύλα για τη σόμπα, ενώ όπως ισχυρίσθηκε η γυναίκα του έπαιρνε πάντα το δικό της αυτοκίνητο και δεν πήγαιναν μαζί με ένα.
Στη συνέχεια της πρότεινε να πάνε για καφέ στο Πυργάκι κι πήγαν σε βενζινάδικο της περιοχής και έβαλαν βενζίνη και στα δύο αυτοκίνητα. Όμως εκεί ο κατηγορούμενος υποστήριξε ότι η 35χρονη άλλαξε γνώμη και του είπε ότι έχει να πάει κάπου να πληρώσει κάτι, αλλά δεν την ρώτησε τι.
Εκείνη είπε ότι ήταν η τελευταία φορά που την είδε. Γύρισε σπίτι, κι όταν μετά από λίγες ώρες δεν είχε επιστρέψει, βγήκε να την ψάξει. Πήγε προς το κτήμα τους (που είναι ο ίδιος δρόμος που οδηγεί στον τόπο του εγκλήματος), είδε πως δεν υπήρχαν φώτα και έφυγε.
Σε ερωτήσεις απάντησε ότι δεν συνάντησε την γυναίκα του και πως ακόμα κι αν αυτή ήταν πίσω του με το αυτοκίνητο, όταν τους κατέγραψε η κάμερα, δεν την αντιλήφθηκε.
Επιστρέφοντας σπίτι, η μεγάλη του κόρη τού είπε ότι η μαμά της είπε ότι θα πάει στο καφενείο, αλλά ακόμα και χθες ο κατηγορούμενος δεν μπορούσε να δώσει σαφή απάντηση στο δικαστήριο πως το ήξερε αυτό το παιδί, αν η μητέρα γύρισε και του το είπε ή την πήρε τηλέφωνο.
Τότε όπως είπε βγήκε για να πάει στο καφενείο εκείνο μαζί με το παιδί. Η 35χρονη όμως δεν ήταν πουθενά και επέστρεψαν σπίτι, χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει την ώρα, αφού όπως είπε δεν φοράει ποτέ ρολόϊ.
Δήλωσε αθώος
Συνέχισε λέγοντας ότι επιστρέφοντας στο σπίτι, η πεθερά του, κλείδωσε την πόρτα και του είπε να πάνε να κοιμηθούν, ενώ και μια θεία της 35χρονης με την οποία επικοινώνησε του είπε «άστην, θα έρθει». Παράλληλα, η κόρη τους την έπαιρνε τηλέφωνο, αλλά δεν απαντούσε. Ανέφερε επίσης ότι πριν κοιμηθούν είπε να πάει στην Αστυνομία, αλλά η πεθερά του τού είπε «το έχει ξανακάνει, θα γυρίσει».
Συνεχίζοντας την απολογία του ο κατηγορούμενος είπε ότι το πρωί σηκώθηκε στις 6, πήρε εργάτες να πάνε για ελιές, αλλά πρώτα πέρασαν από το κτήμα να ταΐσει τα ζώα.
Φεύγοντας και βγαίνοντας στην διασταύρωση κι ενώ αυτός κοιτούσε δεξιά –αριστερά για να βγει με το αυτοκίνητο, μια εργάτρια που είχε μαζί του, του έδειξε το αυτοκίνητο της 35χρονης απέναντι σε δρομάκι.
Είπε πως όταν την είδε με τα αίματα τρελάθηκε, άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και μπήκε μέσα στο αυτοκίνητο, αλλά ήρθαν οι υπόλοιποι και τον τράβηξαν, ενώ επάνω στο κάθισμα του συνοδηγού είδε το κινητό της γυναίκας του και το πήρε για να δει με ποιους είχε μιλήσει.
Ακολούθως υποστήριξε ότι κακοποιήθηκε από αστυνομικός, προκειμένου να ομολογήσει. Κλαίγοντας, μάλιστα, αρκετές φορές, είπε ότι τον χτυπούσαν, τον έβριζαν, τον άφησαν νηστικό και χωρίς τα φάρμακά του και ότι έφτασαν στο σημείο να τον ξεγυμνώσουν και να το φωτογραφίζουν… Ωστόσο, σε ερωτήσεις της Εισαγγελέως είπε ότι δεν κατέθεσε ποτέ μήνυση για όλα αυτά.
Παραδέχθηκε πάντως ότι ήταν λάθος που πήρε το τηλέφωνό της από τον τόπο του εγκλήματος.
Περιγράφοντας τη ζωή του είπε ότι με την πρώτη του γυναίκα 1 μήνα μετά το γάμο χώρισε γιατί τον απατούσε, ενώ με τη δεύτερη χώρισε 20 χρόνια μετά γιατί δεν είχαν κάνει παιδιά, είχε ήδη γνωρίσει το θύμα και είχε μείνει έγκυος. Έτσι, παντρεύτηκε και τρίτη φορά και έκαναν 4 παιδιά.
Είπε πως η γυναίκα του δεν ήταν κακός άνθρωπος, αλλά φιλοχρήματη και ταυτόχρονα σπάταλη. Μάλιστα την χαρακτήρισε «άρρωστη» με το χρήμα. Υποστήριξε ότι δεν την χτύπησε ποτέ, ούτε τσακώνονταν. Επίσης, είπε πως η γυναίκα του πήγαινε πάντα μαζί του και δεν ξέρει για παράνομες ενέργειές της και εξωσυζυγική σχέση (όπως κατέθεσαν κάποιοι μάρτυρες).
«Με μένα ήταν εντάξει. Ήταν το στήριγμά μου. Δεν την υποψιαζόμουν», είπε για να διαψεύσει τις καταθέσεις της μάνας του και της πεθεράς του που έχουν πει τα αντίθετα.
Δεν μπόρεσε να εξηγήσει σε ερώτηση που δέχτηκε, γιατί οι μάρτυρες άλλαξαν τις καταθέσεις του, ενώ κατέληξε λέγοντας πως είναι αθώος και «ο πραγματικός ένοχος χαίρεται που ταλαιπωρείται αυτός».
Της Βίκυς Βετουλάκη