Συνάντηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο και τους Συνοδικούς Ιεράρχες επίκειται να πραγματοποιηθεί την ερχόμενη Δευτέρα κατά την τακτική συνεδρίαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου.
Με τη συμμετοχή του αυτή, ο πρωθυπουργός θα ανταλλάξει απόψεις προκειμένου να ληφθούν βασικές αποφάσεις που αφορούν στην πορεία της πανδημίας, αλλά και στα μέτρα που πρόκειται να παρθούν ενόψει των Χριστουγέννων.
Από την άλλη, η πρόσφατη επίσκεψη του προκαθήμενου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ανατάραξε τα ήδη ταραγμένα νερά στους κύκλους της Ελλαδικής Εκκλησίας.
Για όλα αυτά δίνεται ο λόγος σε έναν άνθρωπο που έχει ουσιαστική άποψη περί των εκκλησιαστικών ζητημάτων, καθώς και τη δυνατότητα να την εκφράζει ψύχραιμα και με πλήρη ενσυναίσθηση, το σεβασμιώτατο μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομο.
-Ιερά Σύνοδος: «Ναι» στα μέτρα, «Όχι» στους ελέγχους για την τήρηση των μέτρων μέσα στις εκκλησίες, γιατί δεν είναι εφικτό κάτι τέτοιο… Αυτή η θέση της Ιεράς Συνόδου έχει προκύψει επειδή η Εκκλησία δεν έχει το προσωπικό για να εφαρμόσει τους αντίστοιχους ελέγχους;
«Είναι γνωστό ότι και η Ιερά Σύνοδος, αλλά και η Εκκλησία γενικότερα, ήταν θετική στην εφαρμογή όλων των μέτρων που κατά καιρούς έχουν θεσπιστεί για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Όπως, επίσης, είναι θετική και προβάλλει την αναγκαιότητα του εμβολιασμού όλων.
Με την τελευταία εγκύκλιό της η Ιερά Σύνοδος, σωστά, επισήμανε ότι δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστούν τα μέτρα ελέγχου εμβολιασμού και rapid test κατά την είσοδο των πιστών στον ιερό ναό, διότι δεν υπάρχουν τα αρμόδια πρόσωπα, ούτε υπάρχουν τέτοιες εξουσιοδοτήσεις για να μπορέσει να υλοποιηθεί αυτός ο έλεγχος. Αυτό δεν ερμηνεύεται ως άρνηση απέναντι στην εφαρμογή των μέτρων, αλλά ως αδυναμία εφαρμογής από μέρους της Εκκλησίας, του προσωπικού και των επιτρόπων του συγκεκριμένου μέτρου».
-Ποια λύση προτείνετε ως ιεράρχης στην κυβέρνηση για τα μέτρα που δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν, λαμβάνοντας ως δεδομένο το πλήθος των πιστών που θα συρρεύσει στους ναούς ενόψει των Χριστουγέννων;
«Η μόνη λύση είναι ο υποχρεωτικός εμβολιασμός όλων. Ο υποχρεωτικός εμβολιασμός όλων υπαγορεύεται και υποδεικνύεται από την ίδια την αναγκαιότητα του εμβολίου για την επίτευξη της ανοσίας. Εναπόκειται στην κυβέρνηση να επιλέξει τον τρόπο με τον οποίο θα εφαρμόσει αυτή την υποχρεωτικότητα. Δεν είναι αρμοδιότητα της Εκκλησίας, δεν είναι αρμοδιότητα των θρησκευτικών λειτουργών. Η Εκκλησία δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο από το να ενημερώσει και να εφιστά την προσοχή στους πιστούς να εμβολιαστούν και να τηρούν τα μέτρα υγειονομικής τάξης. Στην Εκκλησία δε χωρούν αποκλεισμοί, ούτε επιλογές ποιος μπαίνει και ποιος όχι».
-Πώς έχει επηρεαστεί η Εκκλησία από την επέλαση της πανδημίας;
«Όπως βλέπουμε, ολόκληρη η κοινωνία δοκιμάζεται από αυτή την πανδημία, όχι μόνο στο επίπεδο της υγείας, αλλά και στο επίπεδο της λειτουργίας των θεσμών. Έχουν αναπτυχθεί ομάδες αμφισβήτησης τόσο της Εκκλησίας όσο και της κυβέρνησης, αλλά και των κοινωνικών παραμέτρων που αυτή η πανδημία έχει εμφανίσει στο κοινωνικό σύνολο. Και αυτή η αμφισβήτηση που αναπτύσσεται μέσα στην Εκκλησία με επικίνδυνο τρόπο, μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε τάσεις διάσπασης, όπως αντίστοιχες μορφές διασπαστικές εμφανίζονται και μέσα στην ελληνική πραγματικότητα.
Όμως, αυτή τη στιγμή αυτό που προέχει είναι η προστασία της υγείας όλων των ανθρώπων, ως συνανθρώπων μας και το πώς θα απαλλαγούμε γρηγορότερα από τον κορωνοϊό.
Σε επίπεδο οικονομικό, οι εκκλησίες περνάνε μεγάλη δοκιμασία, καθώς η προσέλευση των πιστών δεν είναι ίδια όπως πριν από την εμφάνιση του κορωνοϊού. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε οικονομικά προβλήματα με την πτώση των εσόδων των ναών. Ωστόσο, προς το παρόν αυτά αντιμετωπίζονται με μια προσεκτική διαχείριση. Έτσι η Εκκλησία μπορεί και ανταποκρίνεται και στις υποχρεώσεις της, αλλά και σε αυτά τα οποία πρέπει να προσφέρει και να ενισχύσει τους ανθρώπους.
Οφείλω να πω, βέβαια, ότι παράλληλα προς αυτή τη μείωση των οικονομικών έρχονται ιδιωτικοί φορείς και ιδιωτικές πρωτοβουλίες, αλλά και η ίδια η κυβέρνηση, η οποία δίνει μια ενισχυτική προσφορά, για να μπορέσουμε να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις των καιρών. Όπως και μια οικονομική ενίσχυση αντίστοιχα προσέφερε η Περιφέρεια Πελοποννήσου, σε όλες τις Μητροπόλεις που ανήκουν στα όριά της».
-Έγιναν λάθη από πλευράς της Εκκλησίας σε αυτά τα δύο χρόνια αναφορικά με την πανδημία;
«Όχι, κανένας λανθασμένος χειρισμός δεν έγινε. Όλες οι αποφάσεις οι οποίες ελήφθησαν ήταν αποτέλεσμα μεγάλου προβληματισμού, έχοντας ως κριτήριο να μπορέσουμε να διαφυλάξουμε την υγεία και την ακεραιότητα της ζωής των πιστών μας».
-Εκκλησία και Επιστήμη: Μπορούν να συμπορευτούν;
«Και βέβαια, μπορούν να συμπορευτούν, αφού διαχρονικά υπάρχει αυτή η συμπόρευση. Στη μόνη περίοδο στην οποία δε συμπορεύτηκε η Επιστήμη με την Εκκλησία και τη Θεολογία ήταν η περίοδος του Μεσαίωνα, οπότε δημιουργήθηκε μια κατάσταση αντιπαλότητας, γιατί πίστευε η Εκκλησία ότι μπορεί να ποδηγετήσει την Επιστήμη, και η Επιστήμη βέβαια ασκούσε μια δριμεία κριτική απέναντι στις ενέργειες της Εκκλησίας, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί αυτή η μεγάλη ένταση και η μεγάλη διάσταση.
Δε νομίζω ότι σήμερα τίθεται τέτοιο ζήτημα, αφού όλοι σεβόμεθα και εφαρμόζουμε τα επιστημονικά δεδομένα, τα επιστημονικά και ερευνητικά αποτελέσματα. Άλλωστε, η πίστη μας δεν εξαρτάται από τα αποτελέσματα της Επιστήμης. Η πίστη είναι τρόπος ζωής και στάσης, απέναντι στο Θεό και απέναντι στο συνάνθρωπο. Κανένα επιστημονικό και ερευνητικό δεδομένο δεν μπορεί να περιχαρακώσει ή να αδυνατίσει αυτή τη σχέση του Θεού με τον άνθρωπο και με το συνάνθρωπο».
-Ένα ποσοστό ανεμβολίαστων αναγάγει την απόφασή του να μην εμβολιαστεί σε θέμα πίστης, ενώ ένα άλλο ποσοστό δεν έχει πειστεί για την αποτελεσματικότητα του εμβολίου. Ποιο το σχόλιό σας;
«Όλοι αυτοί οι οποίοι αναγάγουν το ζήτημα του εμβολίου σε επίπεδο πίστης βρίσκονται στην εποχή του Μεσαίωνα. Αμφισβητούν την Επιστήμη, αμφισβητούν την ύπαρξη του ιού, αμφισβητούν την αποτελεσματικότητα των εμβολίων, και για να τα δικαιολογήσουν όλα αυτά, αναπτύσσουν θρησκοληπτικές αντιλήψεις, τις οποίες αναγάγουν σε επίπεδο πίστης, και με αυτό τον τρόπο νοηματοδοτούν τη δική τους αντίσταση.
Το να μη θέλει να εμβολιαστεί κάποιος είναι δικαίωμά του. Και αυτό το δικαίωμα θα πρέπει να το αντιμετωπίσει η Πολιτεία με ανάλογα μέτρα. Το να επιβάλλει, όμως, κάποιος σε κάποιους άλλους τις απόψεις του ή το να δημιουργεί κινήματα τέτοια, τα οποία λειτουργούν με τη μορφή του bullying απέναντι σε αυτούς που πιστεύουν στον εμβολιασμό, είναι Μεσαίωνας με την απόλυτη έκφραση του όρου».
–Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν και ορισμένοι κληρικοί που «κάνουν ανυπακοή» τόσο στην Εκκλησία όσο και στους νόμους του κράτους. Ποιο το σχόλιό σας σχετικά με τη στάση τους αυτή;
«Στο ίδιο πλαίσιο με τους παραπάνω τίθενται και οι κληρικοί. Είναι αυτοί οι οποίοι εκφράζουν μεσαιωνικές αντιλήψεις, παρωχημένων εποχών και δε βοηθούν ούτε την Εκκλησία, ούτε το κράτος, ούτε την Πολιτεία, ούτε και την ίδια την ανθρώπινη κοινωνία. Δημιουργούν μια αλυσίδα θανάτων και δεν κάνουν τίποτε άλλο. Εμφωλεύει δε και ο κίνδυνος, εξαιτίας ακριβώς αυτής της οργανωμένης μορφής έκφρασης του αντιεμβολιασμού, να χρησιμοποιηθούν όλοι αυτοί προς ίδιον όφελος κάποιων οι οποίοι επιδιώκουν να δώσουν το δικό τους πολιτικό στίγμα στα πράγματα της χώρας».
-Ποιο το εμβολιαστικό ποσοστό των κληρικών που υπηρετούν στην Ιερά Μητρόπολη Μεσσηνίας;
«Θέλω να πιστεύω ότι με τον καιρό θα ωριμάσει η αντίληψη και η άποψη ότι θα πρέπει οι πάντες να εμβολιαστούν και με τις τρεις δόσεις του εμβολίου. Διαφορετικά, κινδυνεύουν να διασπείρουν το θάνατο στο περιβάλλον τους και στην τοπική μας κοινωνία. Στη Μητρόπολή μας, σε σύνολο 165 ιερέων, οι 35 μόνο είναι ανεμβολίαστοι».
-Ποιο το αποτύπωμα της επίσκεψης του Πάπα Φραγκίσκου για την Ελλάδα, την Ευρώπη και την Ελλαδική Εκκλησία;
«Καταρχάς, η επίσκεψη του Πάπα στην Ελλάδα στέλνει ένα τριπλό μήνυμα.
Το πρώτο έχει να κάνει με το χώρο που επισκέφθηκε: την Κύπρο και τη χώρα μας. Δύο μεγάλες γεωγραφικές περιφέρειες που αγγίζουν το χώρο της Μεσογείου και, κυρίως, το χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Ξέρουμε όλοι τη σημασία που έχει αυτή τη στιγμή η Ανατολική Μεσόγειος στο διεθνή χώρο. Με αφορμή αυτά τα δύο ταξίδια, τόνισε την ανάγκη σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των θρησκευτικών ελευθεριών, μίλησε για το κυπριακό, μίλησε για της συμφωνία των Πρεσπών και έδωσε το στίγμα του ως εκκλησιαστικού ηγέτη και στο πώς θα πρέπει να επιλυθούν όλα αυτά τα προβλήματα.
Το δεύτερο έχει να κάνει με τη μετάβασή του στη Μυτιλήνη για να επισκεφτεί τους μετανάστες. Θυμόμαστε ότι αυτή η επίσκεψη έγινε και πριν από πέντε χρόνια, οπότε έδωσε μια επικαιροποίηση στο μεταναστευτικό, ενώ σήμερα έδωσε την ηθική και ανθρωπιστική διάσταση επίλυσης του ζητήματος του μεταναστευτικού, που αποτελεί πλέον πρόβλημα όχι μόνο δικό μας, αλλά ολόκληρης της Ευρώπης, και που η Ευρώπη θα πρέπει να διαχειριστεί.
Το τρίτο έχει να κάνει με την επίσκεψή του στον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, που σηματοδοτείται από δύο βασικά πράγματα. Αφενός, ότι ζήτησε συγγνώμη και εξέφρασε τη ντροπή του εκ μέρους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας για το ότι οι πιστοί και η ίδια η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν έδωσαν καμία υποστήριξη στον αγώνα του 1821, όπως και παλαιότερα οι προγενέστεροι Πάπες είχαν ζητήσει συγγνώμη για τις Σταυροφορίες, το Σχίσμα και πολλά άλλα.
Αφετέρου, επισήμανε την αναγκαιότητα συνέχισης του θεολογικού διαλόγου για ζητήματα τα οποία είναι στα άμεσα ενδιαφέροντα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, όπως είναι η λειτουργία της Συνοδικότητας. Είπε ότι αυτός ο διάλογος θα πρέπει να μη μείνει μόνο στο θεολογικό επίπεδο, αλλά να συνεχίσουμε και μια άλλη μορφή διαλόγου, με ποιμαντικά, κοινωνικά και ανθρωπιστικά θέματα που θα στηρίζονται πάνω στις χριστιανικές αρχές των αξιών μας και στην κοινή μας χριστιανική παράδοση».
-Ωστόσο, το προηγούμενο διάστημα κάποιοι ιεράρχες ήταν αντίθετοι με την επίσκεψη του Πάπα στην Ελλάδα. Πώς σχολιάζετε τη στάση αυτή;
«Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει τις απόψεις του και τις θέσεις του, όμως η επίσκεψη αξιολογείται επί του σκοπού και εκ των αποτελεσμάτων αυτής».
-Ποιο το μήνυμά σας προς τον κόσμο για τα φετινά Χριστούγεννα;
«Ο Χριστός ήρθε στον κόσμο και έδωσε στον άνθρωπο την ελπίδα και τη σωτηρία. Σήμερα, λοιπόν, που διερχόμεθα αυτές τις δύσκολες περιόδους της αμφισβήτησης, της δοκιμασίας, του πόνου και του θανάτου, ο άνθρωπος πρέπει να παραδειγματίζεται και να αντλεί δύναμη από τη γέννηση του Χριστού. Να μη χάνει την ελπίδα του και να αγωνίζεται για να μπορέσει να ανταποκριθεί καλύτερα στο έργο του, το οποίο είναι έργο που έχει να κάνει με τη ζωή των συνανθρώπων μας».
Της Χριστίνας Μανδρώνη