Παρά τα όποια… προειδοποιητικά μηνύματα μέχρι και σήμερα, θεωρούμε ότι τα γαλαζοπράσινα νερά της ελληνικής θάλασσας είναι το “άλφα και το ωμέγα” για να επισκεφτεί κάποιος την περιοχή μας. Βέβαια, στο λεξιλόγιο και στις διακηρύξεις για τον τουρισμό αναφερόμαστε και στην αξία της τοπικής κουζίνας, της ανάδειξης των τοπικών προϊόντων, αλλά δεν το πολυπιστεύουμε κιόλας.
Εξάλλου, αφού τα νούμερα αυξάνονται (σ.σ. εξαιρούμε τα χρόνια της πανδημίας), γιατί να πολυσκοτιζόμαστε. Οι εξαιρέσεις είναι για να επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Ένας πολύ μικρός αριθμός επαγγελματιών όντως προσπαθεί να διαφοροποιηθεί.
Για να μην έρθει, όμως, η στιγμή να πέσουμε από τα… σύννεφα, διαβάστε την παρακάτω είδηση.
Σε ιδιαίτερο αφιέρωμα του γνωστού τουριστικού Οδηγού Conde Nast Traveller η Ελλάδα φιγουράρει ανάμεσα σε 12 προτεινόμενους προορισμούς για το 2022. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι δεν αναδεικνύονται για μια ακόμα φορά οι φυσικές ομορφιές της χώρας, το ζεστό κλίμα, η φιλοξενία και η ασφάλεια, αλλά το «πράσινο» αποτύπωμα της ελληνικής κουζίνας.
Επιβεβαιώνοντας ότι το κριτήριο του περιβαλλοντικού αποτυπώματος έχει αρχίσει να βαραίνει στις επιλογές των ταξιδιωτών, το αφιέρωμα στέκεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά καθενός από αυτούς τους προορισμούς.
Ειδικά για την Ελλάδα αναδεικνύονται οι οργανικές καλλιέργειες, οι μικροί παραγωγοί, οι οικογενειακές επιχειρήσεις εστίασης, οι τοπικοί οινοπαραγωγοί, με την επισήμανση ότι ενώ σε άλλους παραθαλάσσιους προορισμούς ανά τον κόσμο η τροφοδοσία βασίζεται σε μεταφορές πρώτων υλών από μακριά, άρα «επιβαρύνεται» με τους ρύπους των μεταφορικών, στην Ελλάδα η παραγωγή είναι τοπική, άρα πιο «πράσινη», κι αυτό φέρνει θετικό πρόσημο.
Ας μην πιστέψει κάποιος ότι τα παραπάνω στοιχεία δε θα κυριαρχήσουν στο μέλλον, ή ότι χρειάζεται “κόπος” για να μάθουμε να προτείνουμε τα τοπικά μας προϊόντα. “Τρόπο” θέλει κι εκεί υστερούμε αρκετά.
Από το 2009 υπάρχει μια μελέτη του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων που υποστηρίζει: Με 400.000 ευρώ επένδυση σε ενέργειες μάρκετινγκ, η γαστρονομία θα μπορούσε να γίνει σε 5 χρόνια ένας από τους κύριους λόγους επιλογής της Ελλάδας ως προορισμού διακοπών.
Και συνεχίζει: Η ελληνική κουζίνα διαθέτει αρετές αλλά χαρακτηρίζεται από δύο σοβαρές αδυναμίες: τα προβλήματα ποιότητας σε όλο το φάσμα παροχής γαστρονομικών υπηρεσιών και την απουσία αποτελεσματικής προβολής του γαστρονομικού πλούτου της Ελλάδας.
Στις τουριστικές περιοχές υπάρχει έλλειμμα ποιότητας και εντοπιότητας στην κουζίνα τόσο των εστιατορίων όσο και των καταλυμάτων. Ελάχιστοι είναι οι εστιάτορες και ξενοδόχοι που νιώθουν πρεσβευτές της τοπικής γαστρονομίας. Ο βαθμός ελληνικότητας/εντοπιότητας του ξενοδοχειακού πρωινού είναι πρωτίστως θέμα γαστρονομικής κουλτούρας κι όχι κόστους.
Όταν οι ξενοδόχοι αποφάσισαν να δώσουν προτεραιότητα στην ποιότητα της κουζίνας, βρέθηκαν πρακτικοί τρόποι για να αναβαθμιστεί το φαγητό χωρίς σημαντική επιβάρυνση του κόστους. Η γαστρονομία θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως τουριστικό προϊόν και, συνεπώς, να ενταχθεί στο χαρτοφυλάκιο των προϊόντων του ελληνικού τουρισμού. Η ανάπτυξή της ως τουριστικού προϊόντος δεν απαιτεί επενδύσεις σε εγκαταστάσεις και πάγια. Χρειάζεται επενδύσεις σε ενέργειες μάρκετινγκ.
Η γαστρονομία ως τουριστικό προϊόν διευρύνεται και πέρα από το συνδυασμό καλού φαγητού με καλό κρασί ή άλλα ποτά, περιλαμβάνοντας τη συμμετοχή σε μαθήματα μαγειρικής, την αγορά χαρακτηριστικών τοπικών προϊόντων γαστρονομίας, την επίσκεψη σε τοπικές αγορές τροφίμων, την επίσκεψη σε χώρους παραγωγής τροφίμων ή ποτών (π.χ. σε οινοποιεία ή τυροκομεία), τη συμμετοχή σε γαστρονομικές γιορτές και φεστιβάλ, την πραγματοποίηση περιηγήσεων κ.ο.κ.
Η γαστρονομία ως τουριστικό προϊόν χρειάζεται έναν Υπεύθυνο Προϊόντος (Product Manager) -όπως άλλωστε και κάθε τουριστικό προϊόν- ο οποίος στελεχώνει έναν αμιγώς οργανισμό μάρκετινγκ του ελληνικού τουρισμού, μια αναγκαία μετεξέλιξη του ΕΟΤ.
Η διοίκηση και η προβολή της γαστρονομίας πρέπει να βασιστούν σε ένα επαγγελματικό σχέδιο μάρκετινγκ που περιλαμβάνει τρεις κατηγορίες δράσεων: διαμόρφωση γαστρονομικού χαρτοφυλακίου, ανάπτυξη γαστρονομικού brand, κατάρτιση επικοινωνιακού προγράμματος. Βασικό εργαλείο προβολής πρέπει να είναι το διαδίκτυο.
Οι Δήμοι και η Περιφέρεια, για να μείνουμε στα δικά μας, ξοδεύουν κάθε χρόνο αρκετά χρήματα. Τις προηγούμενες μέρες δε, ο περιφερειάρχης μάς είπε πως πρόκειται να διατεθεί το ποσό των 1,2 εκατομμυρίων ευρώ. Ας μην πέσουν σε… βαρέλι χωρίς πάτο.
Α.Π.