Τα Χριστούγεννα της… λαχτάρας!

Τα Χριστούγεννα της… λαχτάρας!

Σε ένα ορεινό χωριό της Πελοποννήσου ζούσε κάποτε ένας νέος με τη μητέρα του. Ο πατέρας είχε πεθάνει πρόωρα, αφήνοντας περιουσία μεγάλη τόσο σε κτήματα όσο και σε ζωντανά. Όμως, ο νεαρός, αν και αναγκάστηκε να πάρει πολλές ευθύνες στις άγουρες ακόμα πλάτες του, τα ‘βγαζε πέρα μια χαρά. Η γη απέδιδε καρπό και τα ζωντανά αύξαιναν, εξασφαλίζοντας άνετη ζωή σε γιο και μάνα. Στη μικρή κοινωνία του χωριού όλοι, βέβαια, γνώριζαν και εκτιμούσαν τον Γιάννη, που όσο περνούσε ο καιρός, γινόταν όλο και πιο αγαπητός στους ντόπιους, όχι μόνο για την εργατικότητά του, αλλά και για το γενναιόδωρο και πράο χαρακτήρα του.

Μια παραμονή Χριστουγέννων, απ’ τα μαύρα χαράματα, μέσα στο κρύο και με τον ουρανό φορτωμένο σύννεφα, ξεκίνησε για τη στάνη. Δε θα ’χε απομακρυνθεί και πολύ απ’ το σπίτι, όταν οι πρώτες χιονονιφάδες άρχισαν σιγά σιγά να πέφτουν. Έσφιξε στην κάπα στους ώμους με το ’να χέρι, κρατώντας πάντα με το άλλο γερά τα γκέμια. Ξαφνικά, λίγα μέτρα μπροστά του και μέσα στο σκοτάδι, που είχε πια αρχίσει ν’ αραιώνει, αντιλήφθηκε δύο ακαθόριστες φιγούρες, η μια ψηλή και λιγνή, η άλλη κοντόχοντρη. Η καρδιά του σκίρτησε. Δε φοβήθηκε βέβαια, αλλά κάτι μέσα του τού ’λεγε ότι αυτοί οι δύο το ’χαν βάλει για το σπίτι του. Αμέσως σκέφτηκε η μητέρα του και τη λαχτάρα που μπορεί να ‘παιρνε, αν όντως αυτοί οι δύο πήγαιναν κατά ’κει. Διασταυρώθηκε μαζί τους δήθεν αδιάφορα, ρίχνοντάς τους κλεφτές ματιές και τους άφησε να απομακρυνθούν και να χαθούν στην πρώτη στροφή. Αμέσως υπολόγισε το χρόνο που θα χρειαζόταν για να φτάσουν στο σπίτι του και πήρε το δρόμο της επιστροφής μέσα στο πυκνό πια χιόνι και στα σποραδικά ουρλιαχτά των τσακαλιών απ’ τα βουνά.

Οι δυο άντρες σταμάτησαν μπροστά στο πετρόχτιστο αρχοντικό. Μέσα στο μισοσκόταδο και την ησυχία, κουκουλωμένοι με τις κάπες τους, κοιτάχτηκαν αμίλητοι, αλληλοενθαρρύνθηκαν με νεύματα, προχώρησαν λίγα βήματα προς τη μεγάλη ξύλινη πόρτα και χτύπησαν το βαρύ μαντεμένιο ρόπτρο. Σε λίγο ένα αδύναμο φως από λάμπα πετρελαίου φάνηκε στο παράθυρο και μια γυναικεία φωνή, τρεμουλιαστή απ’ την ανησυχία ακούστηκε: «Ποιος είναι;…».

«Άνοιξε, κυρά! Ο γιος σου μας στέλνει…», είπε ο κοντόχοντρος άντρας διστακτικά. Η γυναίκα κοντοστάθηκε λίγο φοβισμένη πριν τους ανοίξει. Τους άφησε απρόθυμα να μπουν μέσα. Να συνέβαινε τίποτα στο παιδί της;

«Καλά Χριστούγεννα…», της είπαν και οι δύο μ’ ένα στόμα, βγάζοντας τις κουκούλες και τινάζοντας το χιόνι που ‘χε κάτσει πάνω τους. Η γυναίκα τους αναγνώρισε: ήταν δύο τύποι φτωχοί, που ευκαιριακά δούλευαν στα κτήματα των συγχωριανών. Καμιά φορά και στου γιου της.

«Να τα πούμε;» ρώτησε ξαφνικά ο ψηλός, σπάζοντας τον πάγο.

«Ε;… ναι… ναι, παιδιά μου, πέστε τα…» απάντησε η γυναίκα μουδιασμένα.

Οι δύο άντρες ξερόβηξαν σαν για να πάρουν φόρα κι άρχισαν, στην αρχή με σπασμένη φωνή, που γρήγορα όμως άρχισε να δυναμώνει: «Χ’στούγεννα-να-να, Πρωτού-Πρωτούγεννααα… πρώωωωτη γιορτή του χρόνου, πρώωωτη γιορτή του χρόνου!…».

Τα κάλαντά τους πλημμύρισαν το σπίτι, μα και την καρδιά της γυναίκας με συμπόνια, καθώς καταλάβαινε τα σαγόνια και τη γλώσσα τους να κινούνται δύσκολα, ολοφάνερα από το κρύο και την πείνα, και γι’ αυτό κατευθύνθηκε με τη λάμπα προς την κουζίνα. Ξαναγύρισε γρήγορα με μια πετσέτα δεμένη κόμπο γεμάτη ζεστούς, μοσχοβολιστούς από το φρέσκο βούτυρο κουραμπιέδες. Οι δύο χωρικοί τα πήραν απ’ τα χέρια της, μα μόλις αντιλήφθηκαν το περιεχόμενο του πάνινου δέματος, η χαρά στο πρόσωπό τους μαράθηκε!

«Κυρά…», πήρε πάλι το θάρρος ο χοντρός. «…εμάς μας έστειλε ο γιος σου να μας δώσεις απ’ το φρέσκο το σφαχτό και δύο-τρία λουκάνικα για να μας ανταμείψει –λέει– για την καλή δουλειά που κάναμε φέτος στις ελιές! Όχι… κουραμπιέδες!».

Ο Γιάννης, που τόση ώρα κρυφάκουγε έξω στην παγωνιά δίπλα στην πόρτα, ίσα που κρατιόταν να ορμήσει μέσα και να δώσει ένα γερό μάθημα στους δύο κατεργάρηδες για την αναίδεια και την κουτοπονηριά τους. Πριν καλά-καλά κινηθεί, τους άκουσε πάλι να τραγουδούν τη χριστουγεννιάτικη μελωδία, μα με… παραλλαγμένους, κατάλληλους για την περίπτωση στίχους!

«Δωσ’ μας, κυρά, ‘να-‘να- λουκά-λουκά-λουκάνικοοοο… κόοοομματ’ από το γ’ρούνι, κόοοομματ’ από το γ’ρούνι!». Μόλις τελείωσαν και καθώς τίποτε πια δεν μπορούσε να τον συγκρατήσει, ο Γιάννης… μπουκάρισε σπρώχνοντας τη βαριά εξώπορτα. Όταν τον είδαν οι δύο ξωμάχοι και η μάνα του, έμειναν άφωνοι, οι μεν απ’ την τρομάρα τους, η δε απ’ την έκπληξή της!

«Α, ώστε έτσι, ε; Εγώ σας έστειλα!» φώναξε –δήθεν– με αγριάδα. Οι δύο χωριάτες έδειχναν αξιολύπητοι. Τα πόδια τους έτρεμαν και τα δόντια τους κροτάλιζαν.

«Εμείς, αφέντη μου, δεν… δηλαδή…» ίσα που μπόρεσε να ψελλίσει ο ένας τους.

«Πολύ καλά λοιπόν! Τώρα θα δείτε!» είπε ο νέος κρύβοντας δύσκολα τη συμπόνια του, έτσι αξιοθρήνητους που τους έβλεπε. «Σε μισό λεπτό επιστρέφω!».

Έντρομοι, οι δύο τύποι στράφηκαν ικετευτικά προς τη γυναίκα: «Κυρά… δεν είμαστε κακοί άνθρωποι, πεινάμε μόνο…».

«Παιδιά μου… τι να πω, τι να κάνω…» απάντησε εκείνη στενοχωρημένη.

Όταν ο Γιάννης ξεπρόβαλε απ’ το κατώφλι βαστώντας κάτι που ‘μοιαζε το ’να με ρόπαλο και τ’ άλλο με μαστίγιο, πήγαν να λιποθυμήσουν απ’ την τρομάρα τους. «Λεβέντη μου, μη…» εκλιπάρησαν κι οι δυο τους, «… να ‘χεις καλή χρονιά…». Μα, όταν τους πλησίασε, κατάφεραν να δουν τι πράγματι κρατούσε το παλικάρι: τα δύο μέτρα λουκάνικο και το χοιρομέρι που ‘χαν γυρέψει απ’ τη μητέρα του! Δεν τολμούσαν όμως να κουνηθούν.

«Άντε, λοιπόν, τι με κοιτάτε; Πάρτε τα και Καλά Χριστούγεννα: Και μη τολμήσετε να ματακάνετε καμιά μπαγαποντιά, γιατί… αλίμονό σας!»

Οι δύο χωριάτες, έχοντάς τα χαμένα και με δάκρυα στα μάτια, έκαναν να σκύψουν και να φιλήσουν τα χέρια του Γιάννη, μα, καθώς αυτός τραβήχτηκε από σεμνότητα, για ν’ αποφύγει το χειροφίλημα κρατώντας ψηλά τα κρέατα, οι δύο σύντροφοι… ασπάστηκαν τα ψαχνά που προορίζονταν για τ’ άδεια τους στομάχια! Τα πήραν γρήγορα γρήγορα και με υποκλίσεις γεμάτες ευγνωμοσύνη, πήγαν κατά την πόρτα σκουντουφλώντας κωμικά ο ένας πάνω στον άλλον, την άνοιξαν και χάθηκαν κουτρουβαλώντας μέσα στο χιονισμένο πρωινό. Μάνα και γιος τους έκαναν χάζι μέσα απ’ το παράθυρο ξεκαρδισμένοι στα γέλια…

Ευθυμογράφημα του Φ.Κ. Παπαδημητρίου
filpapad@gmail.com