Χθες το απόγευμα ανηρχόμην βιαστικά βιαστικά, γιατί το νερό μου το έφερνε ο βορράς κατάμουτρα, την οδόν Αριστομένους όπισθεν σχεδόν του Ιερού του Αγίου Νικολάου.
Εχαμήλωνα την ομβρέλλα μου για να γλυτώσω απ’ εμπρός το νερό χωρίς να συλλογίζουμαι ότι οι μισοί καταρράκται εχύνοντο επάνω μου. Είναι, βλέπετε, η στιγμιαία αντίληψη της αυτοσυντηρήσεως.
Εκείνη την ώρα είχε σχολάσει κάποιο σχολείο αρρένων, γιατί εμπρός από μένα, πίσω, δίπλα μου έτρεχαν τα καϋμένα τα παιδάκια, άλλα χωμένα δύο –τρία από κάτω σε μία ομβρέλλα, άλλα τυλιγμένα σε πτωχικά σακάκια και άλλα με σκέπασμα τον ουρανό.
Έξαφνα ήκουσα από πίσω ένα διαβολικό κρότο και κάτι φωνές: εμπρός εμπρός. Από αυτοσυντήρησιν έκαμα δεξιά προς το μικρόν πεζοδρόμιον. Ώθησα προς τα εκεί και δύο τρία παιδάκια. Από απομίμησι ή και από αψικαρδίαν, όπως λέγουν οι ψυχολόγοι, ήθελον να κάμουν το αυτό και τα άλλα παιδάκια, φεύγοντα από το αριστερό πεζοδρόμιο προς το δεξιό.
Την στιγμή εκείνη επέρασαν με καλπασμό δύο κάρρα, κενά, στρατιωτικά. Οι καραγωγείς στρατιώται όρθιοι επλατάγιζον το μαστίγιον επί της ράχεως των ατυχών ημιόνων φωνάζοντες τεχνικώς: εμπρός εμπρός.
Στιγμιαία κίνησις των φευγόντων παιδίων δια να αλλάξουν πεζοδρόμιον έσωσεν αυτά από πραγματικής σαλατοποιήσεως.
Οι καραγωγείς με τα κάρρα των έτρεχον, έτρεχον. Εκύτταζαν μόνον πώς να γλυτώσουν δια της ταχύτητος την βροχή αδιαφορούντες αν στο δρόμον τους αυτόν ήθελον τυχόν παρασύρη και ανθρωπίνους σάρκας.
Ενθυμούμεθα προ ετών, ότι ένας λοχίας επέρασε καλπάζων κεντρικήν οδόν της πόλεως.
Τον είδεν ο Φρούραρχος, τον εσταμάτησε και αφού τον διέταξε να κατέλθη του ίππου του, τον διέταξε είτα, λαβών υπό σημείωσιν το όνομά του, να μεταβή εις τας φυλακάς του Φρουραρχείου.
Την επομένην η ημερησία διαταγή του Φρουραρχείου τον εσυνώδευσε προς το σώμα του με δεκαπενθήμερον φυλάκισιν διότι παρέβη ορισμένην διαταγήν…
Ο.Π.