Η πανδημία δοκιμάζει εδώ και τρία χρόνια την ανθρωπότητα, έχει αλλάξει ζωές, έχει επαναπροσδιορίσει πορείες και έχει προκαλέσει πρωτόγνωρα προβλήματα διαχείρισης της καθημερινότητας. Οι προκλήσεις για τους γονείς έγιναν τεράστιες, αφού έχουν να αντιμετωπίσουν την κρίση, όχι μόνο ως άνθρωποι υπεύθυνοι για τον εαυτό τους, αλλά και ως γονείς υπεύθυνοι και για άλλα άτομα, για τα οποία καλούνται να λάβουν και σοβαρές αποφάσεις.
Το ΑΠΕ-ΜΠΕ μίλησε με μητέρες σχετικά με το πώς βίωσαν και βιώνουν τα δύο τελευταία χρόνια τις διαφορετικές φάσεις που έχουν περάσει και τους φόβους τους. Τα συναισθήματα και οι ανησυχίες που περιγράφουν ποικίλουν, ωστόσο ένα από αυτά είναι κοινό για όλες: ο φόβος.
Όπως περιγράφει η Μαρία Ν.: «Πριν απαντήσω ως μητέρα το πώς βίωσα το διάστημα του εγκλεισμού θα απαντήσω ως μια γυναίκα 46 χρόνων. Ο φόβος ο οποίος σε εγκλωβίζει νοητικά, συναισθηματικά και σωματικά για κάτι που δε βλέπεις, ήταν φοβερό! Ο φόβος αυτός στην καραντίνα αυξήθηκε επί 100 φορές! Άρα στην καραντίνα ήμουν μια φοβισμένη μητέρα! Η φοβισμένη, λοιπόν, μητέρα φοβόταν και για τα παιδιά της, για τον άντρα της και για τον εαυτό της».
Η Άλκηστη με δύο παιδιά σε επαρχιακή πόλη εξηγεί τα δικά της συναισθήματα: «Κατά τον εγκλεισμό κυριαρχούσαν αρνητικά συναισθήματα. Ανασφάλεια, φόβος για το άγνωστο, αλλά και καταπίεση και αίσθημα στέρησης ελευθερίας. Φοβόμουν για την υγεία των μελών της οικογένειάς μου και ανησυχούσα για τις διαστάσεις που θα μπορούσε να πάρει αυτή η κατάσταση, καθώς και για τη διάρκειά της».
Η Μαρία Β., επίσης μητέρα δύο παιδιών, αλλά στην Αθήνα, είχε να αντιμετωπίσει ένα διαφορετικό φόβο: «Ως άνθρωπος δεν έφτασα να φοβάμαι για τη ζωή μου, ανησυχούσα περισσότερο για τους μεγάλους ανθρώπους που λόγω ηλικίας τούς κατατάσσουν στις ευπαθείς ομάδες. Δε θα άντεχα να “φταίω” για το θάνατο κάποιου άλλου. Ως μητέρα το αντιμετώπισα ως αναγκαίο κακό το lockdown. Περιόρισα τα παιδιά μου σε ένα σπίτι χωρίς να βλέπουν φίλους και συμμαθητές. Η μόνη επαφή τους ήταν η οθόνη, μια οθόνη που είχα παλέψει να αποφύγω όλα τα χρόνια και το είχα καταφέρει μέχρι τότε».
Τα συναισθήματα δεν παρέμειναν τα ίδια κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Πέρασαν διαφορετικές φάσεις, που ήταν και επαναλαμβανόμενες μέσα σε αυτά τα δύο χρόνια, όπως ήταν επαναλαμβανόμενες και οι καταστάσεις που είχαν να αντιμετωπίσουν. «Οι φάσεις που έζησα ήταν με τη σειρά: φόβος, εξοικείωση, αποδοχή κατάστασης, κούραση, λαχτάρα για επιστροφή στη κανονικότητα», δηλώνει η Άλκηστη.
Παρά τους φόβους και τις ανησυχίες πάντως, το θέαμα των παιδιών μέσα στο σπίτι σε καθημερινή βάση για μεγάλες περιόδους ήταν απογοητευτικό για τις περισσότερες μητέρες.
«Με διάφορα μέσα, όπως το διάβασμα στην Ψυχολογική βιβλιογραφία, προσπαθούσα να ξεπεράσω τους φόβους μου. Αλλά και να μην αντιληφθούν τα παιδιά αυτό που μου συμβαίνει και να μην τους μεταδώσω. Ουσιαστικά το χειρότερο που είχε συμβεί ήταν να βλέπεις ένα παιδί 13 χρόνων σχεδόν να εθίζεται στα κοινωνικά δίκτυα και ένα παιδί 9 χρόνων σχεδόν να εθίζεται στα videogames. Οπότε αφήνεις στην άκρη το φόβο και προσπαθείς να βρεις λύσεις για τα παραπάνω. Με το 13χρονο παιδί προσπαθούσα να λύσουμε όλες τις απορίες για πληροφορίες που έπαιρνε από τα κοινωνικά δίκτυα και για το μικρό να προσπαθούμε να το βγάζουμε όσο δυνατόν έξω στα πάρκα», αφηγείται η Μαρία Ν.
«Ανυπομονούσα να ανοίξουν τα σχολεία. Η καραντίνα ήταν καταστροφική για τα παιδιά. Ούτε στο μάθημα παρακολουθούσαν σωστά, ούτε στα διαλείμματα παίζανε με τους συμμαθητές τους. Γενικά το σχολείο είναι ο σωστός χώρος για τα παιδιά, όχι το σπίτι, ούτε η οθόνη. Εάν για εμένα ήταν δύσκολο να παρακολουθήσω μια διάλεξη από τον υπολογιστή, δεν μπορώ να φανταστώ τι σήμαινε για τα παιδιά.
Αντιλαμβάνομαι τους λόγους που υπήρξε ο εγκλεισμός, εάν μου ζητηθεί να υπακούσω για το καλό του γενικού συνόλου θα το ξαναέκανα. Εγώ εμβολιάστηκα, τώρα και τα παιδιά μου. Έτσι θα τελειώσει όλο αυτό…», καταλήγει η Μαρία Β.
Η Μαρία Ν., που είναι και ιδιοκτήτρια παιδικού σταθμού εκτός από μητέρα, καταθέτει τις δικές της σκέψεις σχετικά με το ζήτημα ανοικτά ή κλειστά σχολεία: «Κάθε φορά που πλησιάζαμε στο τέλος της ημερομηνίας που μας είχανε δώσει για την καραντίνα ευχόμουν να ανοίξουν τα σχολεία. Και ως επιχειρηματίας σχολείου λόγω εμπειρίας γνώριζα ότι τα παιδιά ήταν περισσότερο ελεγχόμενα στο σχολείο πάρα ελεύθερα στα πάρκα και στις πλατείες. Αφού στα σχολεία τα παιδιά σέβονταν τους κανόνες. Ακόμα και τώρα που πέρασαν οι τρεις καραντίνες, στην περίοδο των Χριστουγέννων είχα φοβερό άγχος το οποίο εκδηλωνόταν με πονοκέφαλο, γιατί έτρεμα στην ιδέα ότι δεν θα ανοίξουν τα σχολεία στις 10 του Γενάρη. Όχι ως επιχειρηματίας, αλλά ως μητέρα παιδιών εφηβείας και προεφηβείας. Θα ήταν άδικο με εμβολιασμένα παιδιά, όπως στη δικιά μας περίπτωση και εμβολιασμένους γονείς να μπαίνουν τα παιδιά ξανά σε καραντίνα. Εύχομαι το 2022 χωρίς καραντίνες».
Η Άλκηστη, αν και φοβόταν να στείλει την κόρη της στο σχολείο, καταλήγει: «Με τα παιδιά ήταν κουραστικά ψυχικά και σωματικά και με ανησυχία για τις επιπτώσεις του εγκλεισμού σε αυτά. Φοβόμουν να τη στείλω στο σχολείο. Όταν άνοιξαν τα σχολεία και οι δραστηριότητες, ήταν πολύ καλύτερα για όλους. Η μικρή απέκτησε ενδιαφέροντα και εξομαλύνθηκαν οι εντάσεις που είχαν δημιουργηθεί λόγω του εγκλεισμού».
Η ψυχολόγος Στέλλα Αργυρίου, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, προτρέπει τις μητέρες: «Αρχίστε να μιλάτε για τις δικές τους ανησυχίες και όχι για τις δικές σας. Βοηθήστε τα να επικεντρωθούν σε αυτό που μπορούν να ελέγξουν. Επιβάλλετε καλές ρουτίνες, σταθερές π.χ. ο ύπνος όταν δεν είναι αρκετός έχει συνδεθεί με άγχος στα παιδιά. Προετοιμαστείτε οικογενειακώς για αλλαγές, διατηρήστε, επίσης, μερικές δραστηριότητες εικονικές, είτε πρόκειται για μάθημα μουσικής είτε για φυσική άσκηση. Με αυτό τον τρόπο, εάν το σχολείο και τα φροντιστήρια κλείσουν, δε θα φαίνεται ότι χάνονται ξανά όλα».
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ / της Φ. Δουλγκέρη