Οι υποστηρικτές του Τραμπ περιφέρονται κάτω από τη ροτόντα του Καπιτωλίου των ΗΠΑ μετά την παραβίαση του Καπιτωλίου στις 6 Ιανουαρίου 2021
Στο τρίτο και τελευταίο προεδρικό ντιμπέιτ του 2016, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε δώσει σήμα ότι ενδέχεται να μην παραδεχθεί ότι έχασε τις εκλογές σε περίπτωση που χάσει από τη Χίλαρι Κλίντον. Ωστόσο, είπε στους υποστηρικτές του μια μέρα αργότερα ότι θα αποδεχόταν σίγουρα τα αποτελέσματα των εκλογών αν κέρδιζε. Η απειλή του Τραμπ να απορρίψει τα εκλογικά αποτελέσματα μιας δημοκρατικά διεξαχθείσας διαδικασίας θα έπρεπε να τον είχε αποκλείσει από το να είναι υποψήφιος για το ανώτατο αξίωμα στη χώρα.
Αλλά αντ ‘αυτού κέρδισε τις εκλογές του 2016 και στη συνέχεια δίχασε τη χώρα όσο κανένας άλλος νέος πρόεδρος. Και όταν έχασε τις εκλογές του 2020 από τον Τζο Μπάιντεν, όχι μόνο αρνήθηκε να παραδεχτεί την ήττα, αλλά προσπάθησε επίσης να εμποδίσει την πιστοποίηση της εκλογικής ψήφου προτρέποντας τους φανατικούς υποστηρικτές του που συγκεντρώθηκαν στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ στις 6 Ιανουαρίου 2021 να «σταματήσουν η κλοπή» των εκλογών. Μήνες νωρίτερα, είχε ήδη θέσει τη βάση του σε κατάσταση συναγερμού λέγοντας: «Ο μόνος τρόπος για να χάσουμε αυτές τις εκλογές είναι εάν οι εκλογές είναι νοθευμένες».
Υπό έναν λιγότερο ανίκανο επίδοξο ισχυρό άνδρα, η επίθεση στο Καπιτώλιο θα μπορούσε να είχε οδηγήσει στην πραγματική ανατροπή του συστήματος αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας των ΗΠΑ. Ωστόσο, η επίθεση της 6ης Ιανουαρίου παρουσίασε τη χαρακτηριστική αποδιοργάνωση του Τραμπ και την έλλειψη συνεκτικού σχεδίου.
Μια μέρα μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, ο Τραμπ ανακοίνωσε ότι θα γινόταν μια «εύρυθμη μετάβαση της εξουσίας» στις 20 Ιανουαρίου, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι είχε σχέδια «να πάει ήρεμα σε εκείνη την καληνύχτα». Αντίθετα, συνέχισε να διαδίδει ψέματα για τις εκλογές του 2020, τις οποίες ο ίδιος ονόμασε «Μεγάλο Ψέμα», ακόμη και αφού δεν είχε καταφέρει να πείσει αξιωματούχους στη Τζόρτζια και την Αριζόνα να ανατρέψουν τα αποτελέσματα αυτών των πολιτειών. Ο προσωπικός δικηγόρος του Τραμπ, Ρούντι Τζουλιάνι, προσπάθησε επίσης να πείσει έναν ομοσπονδιακό δικαστή στο Williamsport της Πενσυλβάνια, να ανατρέψει εκατοντάδες χιλιάδες ψήφους στην πολιτεία.
Η θέση του Τραμπ ήταν πολύ απλή: Αν η δημοκρατία δεν καταφέρει να μου δώσει τα επιθυμητά εκλογικά αποτελέσματα, άς είναι καταραμένη η δημοκρατία!
Το «Μεγάλο Ψέμα» του Τραμπ συνεχίζει να κυριαρχεί στη συντριπτική πλειοψηφία των Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων και το ίδιο το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είναι όλο και πιο απρόθυμο να αποδεχθεί την ήττα. Στη συνέχεια, πολιτείες με Ρεπουμπλικανικά νομοθετικά σώματα ψήφισαν κύματα νέων νόμων που περιορίζουν το δικαίωμα ψήφου και καταλαμβάνουν τον έλεγχο στα τοπικά και πολιτειακά εκλογικά συμβούλια. Αυτές οι εξελίξεις λένε πολλά για την αντιδημοκρατική νοοτροπία που έχει γίνει το σήμα κατατεθέν του GOP στην εποχή του Τραμπ.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί, ο Noam Chomsky ανατρέχει στην επέτειο της εξέγερσης της 6ης Ιανουαρίου και μας δίνει τις δικές του εκτιμήσεις για το τι μπορεί να ακολουθήσει σε μια χώρα όπου ένα πολύ μεγάλο τμήμα του πληθυσμού εξακολουθεί να πιστεύει στα ψέματα του Trump.
CJ Πολυχρονίου: Πριν από ένα χρόνο, στις 6 Ιανουαρίου 2021, ένας όχλος υποστηρικτών του Ντόναλντ Τραμπ εισέβαλε στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ σε μια προσπάθεια να εμποδίσουν την πιστοποίηση των εκλογικών ψήφων —μια διαδικασία ρουτίνας μετά από προεδρικές εκλογές— που θα επισημοποιούσε τη νίκη του Τζο Μπάιντεν . Το κτίριο του Καπιτωλίου είχε παραβιαστεί σε μερικές περιπτώσεις στο παρελθόν, αλλά αυτή ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας που μια επίθεση στη δημοκρατία υποκινήθηκε πραγματικά από έναν απερχόμενο πρόεδρο. Στην πραγματικότητα, μήνες αργότερα, ο πρώην πρόεδρος Τραμπ θα έφτανε στο σημείο να καταδικάσει την ποινική δίωξη όσων συμμετείχαν στην επίθεση στο Καπιτώλιο εκείνη την ημέρα, παρόλο που είχε καταγγείλει την εξέγερση μετά την παραπομπή του για αυτήν. Από τη σκοπιά σου, Νόαμ, πώς πρέπει να καταλάβουμε τι συνέβη στις 6 Ιανουαρίου 2021;
Noam Chomsky: Οι συμμετέχοντες στην επίθεση στο Καπιτώλιο είχαν αναμφίβολα διαφορετικές αντιλήψεις και κίνητρα, αλλά ήταν ενωμένοι στην προσπάθεια να ανατρέψουν μια εκλεγμένη κυβέρνηση. Εν ολίγοις, απόπειρα πραξικοπήματος, εξ ορισμού. Ήταν, επιπλέον, μια προσπάθεια που θα μπορούσε να είχε πετύχει αν μερικές εξέχουσες Ρεπουμπλικανικές προσωπικότητες άλλαζαν τη στάση τους και στήριζαν την απόπειρα πραξικοπήματος και αν η στρατιωτική διοίκηση είχε λάβει διαφορετικές αποφάσεις. Ο Τραμπ κατέβαλλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να διευκολύνει το πραξικόπημα, το οποίο σίγουρα θα είχε επικροτηθεί από τη μεγάλη πλειοψηφία των Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων και από την πολιτική ηγεσία των Ρεπουμπλικανών, η οποία, με λίγες εξαιρέσεις, πέφτει στα πόδια του σε μια επαίσχυντη επίδειξη δειλίας.
Οι συνέπειες για το μέλλον είναι πολύ σαφείς. Η «Ρεπουμπλικανική οργάνωση» -είναι δύσκολο να τους θεωρήσει κανείς πλέον ως αυθεντικό πολιτικό κόμμα- θέτει τώρα προσεκτικά τις βάσεις για την επιτυχία την επόμενη φορά, όποιο κι αν είναι το εκλογικό αποτέλεσμα. Είναι όλα εντελώς φανερά, όχι μόνο δεν κρύβονται (σ.σ οι προθέσεις τους) αλλά στην πραγματικότητα αναγγέλλονται με περηφάνια από τους ηγέτες του. Και αναφέρονται τακτικά, ώστε κάπποιος που ενδιαφέρεται αρκετά για να δώσει προσοχή στην αμερικανική πολιτική σκηνή δεν μπορεί να το χάσει. Για να αναφέρουμε μόνο την πιο πρόσφατη συζήτηση που έχω δει, το Associated Press περιγράφει πώς το GOP πραγματοποιεί μια «εξέγερση σε αργή κίνηση» και έχει γίνει «αντιδημοκρατική δύναμη», κάτι που δεν έχει ξαναγίνει στην αμερικανική πολιτική. Λίγες εβδομάδες νωρίτερα, ο Barton Gellman περιέγραψε λεπτομερώς στο The Atlantic όσα σχεδιάζονται.
Δεν χρειάζεται να επανεξεταστούν τα πολλά γνωστά ελαττώματα του επίσημου δημοκρατικού συστήματος: η ριζικά αντιδημοκρατική Γερουσία, ο τεράστιος ρόλος του συγκεντρωμένου πλούτου και της ιδιωτικής εξουσίας στον καθορισμό των εκλογικών αποτελεσμάτων και της νομοθεσίας, τα διαρθρωτικά πλεονεκτήματα που παρέχονται σε μια παραδοσιακά αγροτική μειονότητα και πολλά άλλα. Υπάρχουν όμως και ευρύτερα ζητήματα.
Αυτό που ήταν προοδευτικό τον 18ο αιώνα είναι πλέον τόσο απαρχαιωμένο που εάν οι ΗΠΑ υπέβαλαν αίτηση για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πιθανότατα θα απορρίπτονταν λόγω μη ικανοποίησης των δημοκρατικών κανόνων. Αυτό εγείρει ερωτήματα που αξίζουν περισσότερη προσοχή από ό,τι λαμβάνουν.
Με όλο τον οφειλόμενο σεβασμό στους Ιδρυτές (σ.σ. του αμερικανικού κράτους), ένα ερώτημα —που έθεσε ο Thomas Jefferson με δικά του λόγια— είναι γιατί πρέπει να σεβαστούμε τα συναισθήματα μιας ομάδας πλούσιων λευκών ανδρών, ιδιοκτητών σκλάβων τον 18ο αιώνα, ιδιαίτερα τώρα που το σύστημα των τροποποιήσεων (σ.σ. παραρτημάτων του Συντάγματος των ΗΠΑ) έχει υποκύψει στα βαθιά ελαττώματα του επίσημου πολιτικού συστήματος. Εξίσου αξιοπερίεργα είναι τα νομικά δόγματα της «πρωτότυπης – κατά λέξη ερμηνείας» (σ.σ. κειμένων του Συντάγματος), που μας καλούν να αποκρυπτογραφήσουμε τις δηλώσεις τους χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες ως αποφασιστικό οδηγό για τη δικαστική δράση. Κοιτάζοντας την πολιτική μας κουλτούρα από απόσταση, υπάρχουν πολλά που θα φαίνονταν παράξενα.
Αλλά ακόμη και το κουρελιασμένο σύστημα που εξακολουθεί να επιβιώνει είναι απαράδεκτο για τους κατεδαφιστές του GOP. Τίποτα δεν παραβλέπεται στη συστηματική τους επίθεση στην εύθραυστη δομή. Οι μέθοδοι εκτείνονται από την «εργαλειοποίηση του κάποτε παραβλεφθέντος μηχανισμού των εκλογών» στο βασικό επίπεδο, μέχρι την ψήφιση νόμων που απαγορεύουν «στους λάθος ανθρώπους» να ψηφίζουν, στη δημιουργία νομικού πλαισίου για τη θέσπιση της αρχής ότι τα Ρεπουμπλικανικά νομοθετικά σώματα μπορούν «νόμιμα» να καθορίσουν την επιλογή εκλεκτόρων, ό,τι και να επιλέξει «το άσχετο κοινό».
Στο όχι και πολύ μακρινό υπόβαθρο υπάρχουν εκκλήσεις να «σώσουμε τη χώρα μας» με τη βία εάν χρειαστεί, όπου ως «χώρα μας» νοείται η υπεροχή μιας χριστιανικής – εθνικιστικής – πατριαρχικής κοινωνίας λευκών, στην οποία οι μη λευκοί μπορούν να συμμετέχουν εφόσον «γνωρίζουν θέση τους»“. Δηλαδή όχι ως ομοτράπεζοι.
Ο φόβος των [λευκών] να «χάσουμε τη χώρα μας» είναι [εν μέρει απάντηση στις] δημογραφικές τάσεις που διαβρώνουν τις πλειοψηφίες των λευκών, που δυσχεραίνουν την προσπάθειά τους για υστερόβουλη τροποποίηση εκλογικών περιοχών προς ενίσχυση των δομικών πλεονεκτημάτων της διάσπαρτης συντηρητικής ψήφου της υπαίθρου (υπέρ των λευκών). Μια άλλη απειλή για τη «χώρα μας» είναι ότι απορρίπτεται η λευκή υπεροχή ολοένα και περισσότερο, ιδιαίτερα από τους νεότερους, όπως απορρίπτεται και η αφοσίωση στη θρησκευτική εξουσία, ακόμη και η ένταξη στην εκκλησία.
Έτσι, ενώ οι κατηγορίες των δεξιών προπαγανδιστών είναι σε μεγάλο βαθμό φαντασία και αυταπάτη, έχουν αρκετή βάση στην πραγματικότητα για να εξάψουν αυτούς που βλέπουν τον γνωστό κόσμο της κυριαρχίας τους να εξαφανίζεται μπροστά στα μάτια τους. Και με την κοινωνική τάξη να καταρρέει κάτω από τη νεοφιλελεύθερη επίθεση, αυτοί οι φόβοι μπορούν εύκολα να χειραγωγηθούν από δημαγωγούς και καιροσκόπους, ενώ οι αφέντες τους στις σουίτες και τις επαύλεις απολαμβάνουν την ευκαιρία να συνεχίσουν την καταλήστευση στην οποία έχουν εμπλακεί εδώ και 40 χρόνια, αν οι μελλοντικές προκλήσεις μπορούν να αντιμετωπιστούν, με κρατική και ιδιωτική βία εάν είναι απαραίτητο.
Αυτός είναι ένας κόσμος που μπορεί να μην είναι μακρινός, αν και δεν προβλέπεται να διαρκέσει πολύ, όταν την ευθύνη την έχουν οι ανώτατοι αρνητές (σ.σ. της αλλαγής) του κλίματος. Όταν η Ουγγαρία, η σημερινή αγαπημένη της δεξιάς, ολισθαίνει στον φασισμό, είναι ήδη αρκετά κακό. Εάν όμως αυτό συμβεί στις ΗΠΑ, τότε η μακροπρόθεσμη επιβίωση της ανθρώπινης κοινωνίας γίνεται αμυδρή προοπτική.
CJ Πολυχρονίου: Τι μας λέει η επίθεση στο Καπιτώλιο της 6ης Ιανουαρίου για την κατάσταση της δημοκρατίας των ΗΠΑ στον 21ο αιώνα; Και συμφωνείτε με την άποψη ότι ο Τραμπ ήταν προϊόν κακών πολιτικών θεσμών;
Noam Chomsky: Μας λέει ότι -η περιορισμένη πολιτική δημοκρατία που υπάρχει ακόμα – κρέμεται από μια λεπτή κλωστή. Εάν οι πολιτικοί θεσμοί (γενικότερα, αλληλένδετοι κοινωνικοοικονομικοί-πολιτικοί θεσμοί) μπορούν να αποδώσουν έναν Πρόεδρο Τραμπ, έχουν μολυνθεί από βαθιές κακοήθειες. Η εκτίμηση αυτής της στιγμής δείχνει ότι οι κακοήθειες είναι τόσο βαθιές, που οδηγούν την οργανωμένη ανθρώπινη κοινωνία στην αυτοκτονία, και όχι στο μακρινό μέλλον, όταν ο Τραμπ και οι συνεργάτες και απολογητές του πρωτοστατούν με ενθουσιασμό. Χρειάζεται πλέον πραγματικό λογοτεχνικό ταλέντο για να υπερβάλλεις. Τι είναι αυτοί οι θεσμοί; Αυτή είναι μια πολύ μεγάλης έκτασης έρευνα για να γίνει εδώ, αλλά υπάρχουν μερικά διδακτικά σημεία.
Οι λεγόμενοι Ιδρυτές σκιαγράφησαν αρκετά ξεκάθαρα το είδος της κοινωνίας που οραματίστηκαν: «αυτοί που κατέχουν τη χώρα οφείλουν να την κυβερνούν» και να διασφαλίζουν ότι «η μειοψηφία των πλουσίων προστατεύεται έναντι της πλειοψηφίας» (John Jay, James Madison, αντίστοιχα) . Το πρότυπό τους ήταν η Αγγλία, όπου οι κυρίαρχοι θεσμοί είχαν περιγραφεί με ακρίβεια λίγα χρόνια νωρίτερα από τον Άνταμ Σμιθ με λέξεις που αξίζει να επαναληφθούν: Οι «αφέντες της ανθρωπότητας» (masters of mankind), οι έμποροι και οι βιομήχανοι της Αγγλίας, είναι οι «κύριοι αρχιτέκτονες» της κυβερνητικής πολιτικής και διασφαλίζουν ότι τα δικά τους συμφέροντα «τυγχάνουν ιδιαίτερης φροντίδας» ανεξάρτητα από το πόσο «λυπηρή» είναι η επίπτωση στους άλλους, συμπεριλαμβανομένου του λαού της Αγγλίας αλλά και, πολύ πιο σοβαρά, στα θύματα της «άγριας αδικίας των Ευρωπαίων», ιδίως στον λαό της Ινδίας, της πλουσιότερης τότε χώρας του κόσμου, την οποία η Αγγλία λήστευε και λεηλατούσε προς όφελος των αφεντάδων.
Κάτω από την προστασία του κράτους που ελέγχουν, οι αφέντες μπορούν να επιδιώξουν το «άθλιο αξίωμά» τους: «Όλα για τον εαυτό μας και τίποτα για τους άλλους», το αξίωμα των φεουδαρχών το οποίο υιοθέτησαν οι αφέντες της ανθρωπότητας, που τους αντικατέστησαν μετά την «ένδοξη επανάσταση» του προηγούμενου αιώνα.
Οι αφέντες της ανθρωπότητας πάντα καταλάβαιναν ότι ο καπιταλισμός της ελεύθερης αγοράς θα κατέστρεφε αυτούς και τις κοινωνίες που κατείχαν. Αντίστοιχα, πάντα επιζητούσαν ένα ισχυρό κράτος να τους προστατεύει από τις καταστροφές της αγοράς, αφήνοντας εκτεθειμένους τους λιγότερο τυχερούς. Αυτό ήταν δραματικά ξεκάθαρο κατά τη διάρκεια της «οικονομίας διάσωσης» των τελευταίων 40 χρόνων ταξικού πολέμου, καλυμμένο κάτω από τη ρητορική της «ελεύθερης αγοράς».
Αυτά τα βασικά χαρακτηριστικά των κυρίαρχων κρατικών καπιταλιστικών θεσμών έχουν επιδεινωθεί από τη σήψη που εξαπλώθηκε από τη Βιέννη του Μεσοπολέμου, υιοθετώντας τον όρο «νεοφιλελευθερισμός» στο διεθνές συμπόσιο Walter Lippmann στο Παρίσι το 1938 και μετά στην Mont Pelerin Society. Οι ιδέες του εφαρμόστηκαν κάτω από σχεδόν τέλειες πειραματικές συνθήκες κατά τη διάρκεια της δολοφονικής δικτατορίας του Augusto Pinochet στη Χιλή, συντρίβοντας την οικονομία σε έξη μόνο χρόνια, αλλά δεν έχει σημασία. Στο μεταξύ, είχαν μπροστά τους μεγαλύτερο παιχνίδι: την παγκόσμια οικονομία στην εποχή του έντονου ταξικού πολέμου που ξεκίνησε από τον Ρόναλντ Ρίγκαν και τη Μάργκαρετ Θάτσερ και προωθήθηκε από τον Μπιλ Κλίντον και άλλους διαδόχους, καθιερώνοντας πιο σταθερά το «άθλιο αξίωμα» τους και καταργώντας τέτοια ενοχλητικά εμπόδια, όπως ένα περιορισμένο σύστημα πρόνοιας και τα εργατικά συνδικάτα.
Αυτό είναι το είδος του εδάφους στο οποίο μπορεί να εμφανιστεί ένας Τραμπ, αν και υπάρχουν φυσικά πολλοί παράγοντες ποικίλης φύσης που αλληλεπιδρούν.
CJ Πολυχρονίου: Φαίνεται ότι η πολιτική βία έχει γίνει αποδεκτός κανόνας μεταξύ πολλών Αμερικανών σήμερα. Πρώτον, ποια πιστεύετε ότι είναι τα κίνητρα του Τραμπ για να συνεχίσει να περιστρέφει το «Μεγάλο Ψέμα»; Δεύτερον, συμμερίζεστε την άποψη ότι ο νεοφασισμός κερδίζει έδαφος και ότι η εκλογική ανατροπή παραμένει πραγματική απειλή;
Noam Chomsky: Τα κίνητρα του Τραμπ είναι αρκετά ξεκάθαρα. Δεν χρειαζόμαστε πτυχίο προχωρημένης ψυχιατρικής για να γνωρίζουμε ότι ένας κοινωνιοπαθής μεγαλομανής πρέπει πάντα να κερδίζει. τίποτα άλλο δεν μπορεί να σκεφτεί κανείς. Επιπλέον, είναι ένας πονηρός πολιτικός που καταλαβαίνει ότι οι θαυμαστές του εύκολα θα δεχτούν το «Μεγάλο Ψέμα».
Πολλοί έχουν αναρωτηθεί για την προθυμία των δύο τρίτων των Ρεπουμπλικανών να πιστέψουν τη γελοία προσποίηση ότι οι εκλογές εκλάπησαν. Πρέπει πραγματικά να εκπλαγούμε; Ρίξτε μια ματιά στις απόψεις των Ρεπουμπλικανών για άλλα θέματα. Για παράδειγμα, σχετικά με το αν οι άνθρωποι δημιουργήθηκαν όπως είναι σήμερα: το πιστεύουν περίπου οι μισοί Ρεπουμπλικάνοι. Ή για το αν οι Μουσουλμάνοι επιδιώκουν να επιβάλουν το νόμο της Σαρία στις ΗΠΑ: το δέχονται 60 τοις εκατό των Ρεπουμπλικανών, που εμπιστεύονται το Fox News. Ή σε μια σειρά από άλλες προμοντέρνες πεποιθήσεις στις οποίες οι ΗΠΑ (κυρίως οι Ρεπουμπλικάνοι) βρίσκονται ουσιαστικά μόνοι μεταξύ συγκρίσιμων κοινωνιών.
Γιατί λοιπόν όχι κλεμμένες εκλογές;
Η εκλογική ανατροπή δεν είναι απλώς μια απειλή. Συμβαίνει στο «ήπιο πραξικόπημα» που βρίσκεται σε εξέλιξη αυτή τη στιγμή. Όπως και η στροφή προς μια μορφή φασισμού. Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι γενικές συμπεριφορές των ψηφοφόρων Τραμπ σε μια σειρά ζητημάτων είναι παρόμοιες με εκείνες Ευρωπαίων ψηφοφόρων σε ακροδεξιά κόμματα με φασιστική καταγωγή. Αυτοί οι τομείς αποτελούν πλέον κινητήρια δύναμη στο GOP.
Υπάρχουν επίσης ουσιαστικές ενδείξεις ότι αυτή η μετατόπιση προς την άκρα δεξιά μπορεί να οφείλεται εν μέρει στην τυφλή αφοσίωση στον Τραμπ. Αυτό φαίνεται να ισχύει για το πιο κρίσιμο ζήτημα που έχουν αντιμετωπίσει ποτέ οι άνθρωποι: την καταστροφή του περιβάλλοντος. Κατά τα χρόνια της θητείας του Τραμπ, η αναγνώριση της κλιματικής αλλαγής από τους Ρεπουμπλικάνους ως «σοβαρού ζητήματος», ήδη σοκαριστικά χαμηλή, μειώθηκε κατά 20%, παρόλο που η φύση έδινε δραματικές προειδοποιήσεις, δυνατές και ξεκάθαρες, ότι τρέχουμε προς την καταστροφή.
Το φαινόμενο είναι βαθιά ανησυχητικό, και όχι χωρίς ζοφερό προηγούμενο. Πριν από έναν αιώνα, η Γερμανία βρισκόταν στο απόγειο του δυτικού πολιτισμού, με μεγάλη συμβολή στις επιστήμες και τις τέχνες. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης θεωρήθηκε από τους πολιτικούς επιστήμονες ως πρότυπο δημοκρατίας.
Λίγα χρόνια αργότερα, οι Γερμανοί λάτρευαν τον Der Führer, αποδέχονταν τα πιο ποταπά ψέματα και ενεργούσαν σύμφωνα με αυτά. Αυτό περιλάμβανε μερικές από τις πιο σεβαστές προσωπικότητες, όπως ο Μάρτιν Χάιντεγκερ. Θυμάμαι πολύ καλά το σοκ μου όταν άρχισα να διαβάζω την «Εισαγωγή στη Μεταφυσική» το 1935, όταν εμφανίστηκε στα αγγλικά πριν από 60 χρόνια.
Και είμαι αρκετά μεγάλος για να θυμάμαι ότι είχα ακούσει παρόμοιες φρικιαστικές σκέψεις ως παιδί στη δεκαετία του ’30, κοντά σε εμάς. Το κλασικό του Sinclair Lewis το 1935 σχετικά με το πώς ο φασισμός θα μπορούσε να εμφυτευτεί στην Αμερική από χριστιανούς εθνικιστές (It Can’t Happen Here) δεν ήταν απλή φαντασία όταν εμφανίστηκε και δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι επέστρεψε στις λίστες των best-seller στην εποχή Τραμπ .
CJ Πολυχρονίου: Οι ανταγωνισμοί σε κρατικό επίπεδο έχουν μετακινηθεί στο επίκεντρο της πολιτικής των ΗΠΑ, αλλά οι Δημοκρατικοί δεν καταφέρνουν να συμβαδίσουν με αυτή τη νέα πραγματικότητα. Τι συμβαίνει; Γιατί η κρατική πολιτική έχει μεγαλύτερη σημασία αυτές τις μέρες και γιατί οι Δημοκρατικοί φαίνεται να έχουν ξεκινήσει μια αποστολή αυτοκτονίας όσον αφορά την πολιτική στρατηγική;
Noam Chomsky: Η παραμέληση της κρατικής πολιτικής από τους Δημοκρατικούς φαίνεται ότι απογειώθηκε επί Μπαράκ Ομπάμα. Αυτός ο κρίσιμος τομέας της αμερικανικής πολιτικής παραδόθηκε στους Ρεπουμπλικάνους, οι οποίοι, εκείνη την εποχή, είχαν ήδη κινηθεί προς την τρέχουσα στάση τους να απορρίπτουν τη δημοκρατική πολιτική ως εμπόδιο στο έργο τους να «σώσουν τη χώρα» (η εκδοχή της σωτηρίας για τη βάση των ψηφοφόρων) και να διατηρήσουν τη δύναμη να εξυπηρετούν τους πλούσιους και τον εταιρικό τομέα (η κατανόηση της σωτηρίας από την ηγεσία).
CJ Πολυχρονίου: Μέχρι στιγμής, δεν έχει σημειωθεί, παραδόξως, καμία πρόοδος στην έρευνα της επιτροπής της Βουλής για την επίθεση της 6ης Ιανουαρίου. Πιστεύετε ότι η επίλεκτη επιτροπή του Κογκρέσου που εμπλέκεται σε αυτό το έργο θα καθορίσει την ευθύνη για το τι συνέβη εκείνη την περιβόητη ημέρα; Και αν ναι, ποιες θα μπορούσαν να είναι οι πολιτικές επιπτώσεις ενός τέτοιου αποτελέσματος;
Noam Chomsky: Η ηγεσία των Ρεπουμπλικάνων έχει ήδη εξουδετερώσει την επίλεκτη επιτροπή αρνούμενη να συμμετάσχει με αποδεκτούς όρους, στη συνέχεια απορρίπτοντας τις κλητεύσεις — μια σκόπιμη στρατηγική για την καθυστέρηση της διαδικασίας στην επιτροπή μέσω δικαστικών διαδικασιών έως ότου μπορέσουν απλώς να διαλύσουν την επιτροπή, ή ακόμα καλύτερα, να την αναδιαμορφώσουν για διώξεις πολιτικών τους εχθρών. Αυτό είναι το είδος της τακτικής που χρησιμοποίησε με επιτυχία ο Τραμπ σε όλη την καριέρα του ως αποτυχημένος επιχειρηματίας και είναι δεύτερη φύση στους διεφθαρμένους πολιτικούς.
Πέρα από αυτό, τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου έχουν διερευνηθεί τόσο πλήρως, ακόμη και οπτικά παρουσιασμένα τόσο ζωντανά, που τίποτα ουσιαστικό δεν είναι πιθανό πλέον να αποκαλυφθεί. Οι Ρεπουμπλικανικές ελίτ που θέλουν να παρουσιάσουν την εξέγερση ως ένα αθώο πικνίκ στο πάρκο, με κάποια σκηνοθετημένη βία των «antifa» (*) για να κάνουν αξιοπρεπείς νομοταγείς πολίτες να φαίνονται άσχημοι, θα επιμείνουν ό,τι και αν αποκαλυφθεί. Και παρόλο που υπάρχουν περισσότερα να μάθουμε για το παρασκήνιο, δεν είναι πιθανό να έχουν μεγάλη επίδραση σε ότι φαίνεται τώρα ως αρκετά εύλογη εικόνα.
(*) σ.σ.: οι «antifa» είναι αμερικανική αντιφασιστική – αντιρατσιστική πολιτική κίνηση διαμαρτυρίας και ακτιβισμού, κυρίως μη βίαιων κινητοποιήσεων και διαδηλώσεων
Ας υποθέσουμε ότι η επίλεκτη επιτροπή επρόκειτο να καταλήξει σε νέα και πραγματικά καταδικαστικά στοιχεία σχετικά με τον ρόλο του Τραμπ ή άλλη συνεννόηση υψηλού επιπέδου στην απόπειρα πραξικοπήματος. Τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης που ελέγχονται από τον Ρούπερτ Μέρντοχ θα είχαν μικρή δυσκολία να το αναδιαμορφώσουν ως περαιτέρω απόδειξη ότι το «Βαθύ Κράτος» (Deep State), μαζί με τα «κομμούνια αρουραίους» (Commie rats) και τους «σαδιστές παιδόφιλους» που υποτίθεται ότι διοικούν το Δημοκρατικό Κόμμα, συνωμότησαν για να δυσφημήσουν τον “Μεγάλο Ανδρα” (τον Τραμπ). Οι λάτρεις του θα ενθαρρύνονταν πιθανά από αυτή την πρόσθετη απόδειξη ανομίας των κακών δυνάμεων που συνεννοούνται στη «Μεγάλη Αντικατάσταση». Ή όποια άλλη κατασκευή επινοούν εκείνοι που είναι ικανοί να παρουσιάσουν την κριτική φυλετική θεωρία ως όργανο για καταστροφή της «μαχόμενης λευκής φυλής», μεταξύ άλλων προπαγανδιστικών θριάμβων.
Εικάζω ότι το έργο της επιτροπής θα καταλήξει να είναι ένα δώρο στις πρωτοφασιστικές δυνάμεις που καταστρέφουν ό,τι έχει απομείνει από τυπική δημοκρατία, όπως αποδείχτηκε στη διαδικασία μομφής (impeachment). Αξίζει να προχωρήσουμε για χάρη της ιστορίας – υποθέτοντας ότι θα υπάρξει κάποια ιστορία που θα νοιάζεται ακόμη και αν πετύχει το σχέδιο για την εγκαθίδρυση διαρκούς ρεπουμπλικανικής κυριαρχίας. Δεν υπερβάλλω.
Συνέντευξη στον C.J. Πολυχρονίου, «Truthout», 6 Ιανουαρίου 2022
Μετάφραση και επιμέλεια κειμένου: Κωνσταντίνος Α. Μαρκάκης