Εκείνο το σαββατιάτικο πρωινό είχα ξεχάσει να συμπεριλάβω στα ψώνια του σούπερ μάρκετ και δύο καρότα, απαραίτητα γι’ αυτό που είχα κατά νου να μαγειρέψω και, δυστυχώς, αντιλήφθηκα αυτή μου την παράλειψη μόνο όταν πλέον είχα επιστρέψει στο σπίτι. Να γυρίσω πίσω στο γεμάτο κόσμο κατάστημα και, μάλιστα, εν μέσω πανδημίας κορωνοϊού το απέκλεισα χωρίς δεύτερη σκέψη, επομένως το μόνο που μου απέμενε ήταν να καταφύγω σε ένα γειτονικό μου μαναβομπακάλικο, το οποίο γενικώς απέφευγα, επειδή ο κατά τα άλλα συμπαθής ιδιοκτήτης του ήταν αθεράπευτα και ασυγχώρητα πολυλογάς! Και επιπλέον, όταν τελικά μπήκα στο μαγαζάκι του, έκανα το τραγικό σφάλμα να τον επαινέσω για ένα πακέτο χειροποίητες χυλοπίτες Μάνης που είχα αγοράσει προ εβδομάδων. Αυτό ήταν: ο μεσόκοπος και εύσωμος καταστηματάρχης ξεκίνησε ένα κατεβατό, που τελειωμό δεν είχε!
«Κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Πέμπτη φέρνω χειροποίητα ζυμαρικά Μάνης! Μικρές ποσότητες για να είναι πάντα φρέσκα! Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο, ψωμί από τον φούρνο του (Τάδε), αλλά Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή από το φούρνο του (Δείνα)! Μέλι Ταϋγέτου Τρίτη και Παρασκευή, μέλι από κάστανα, κατάλληλο και για… διαβητικούς κάθε Τετάρτη!».
Έλεος! σκέφτηκα, αλλά περιορίστηκα μόνο σ’ ένα χαζό χαμόγελο αμηχανίας.
«Κάθε ζυγή ημερομηνία φέρνω σπανάκι εκλεκτό, κάθε μονή ραπανάκια! Κάθε πρώτη Τετάρτη του μήνα αλλαντικά από τη Λουκανικέξ και κάθε δεύτερη και τέταρτη Τρίτη σαλάμι από τη Σαλαμοφάρμ!».Αρκέστηκα σε έναν ψευτο-ξερόβηχα σκεφτόμενος “σταμάτα επιτέλους, άνθρωπέ μου, δύο ρημαδοκαρότα ήρθα να πάρω”! Εκείνος όμως παρέμενε ασυγκράτητος!
«Το πρώτο και το τρίτο Σάββατο κάθε μήνα φέρνω χόρτα του βουνού! Και κάθε Τρίτη μαρούλια από τη Μεσσήνη, ενώ κάθε Πέμπτη λάχανα απ’ το Χαροκοπιό! Κάθε 7, 11, 17 και 25 του μηνός –αν, βέβαια, δεν πέφτουν αυτές οι ημερομηνίες Κυριακές– έχω ωραιότατη φέτα από την Εύα! Αν πέφτουν Κυριακή, τότε τη φέρνω την αμέσως προηγούμενη ή την αμέσως επόμενη μέρα!».
Αν είναι δυνατόν να θυμηθεί κανείς αυτό το απίστευτο κατεβατό! Κάποια στιγμή, και ενώ βρισκόμουν στα πρόθυρα της λιποθυμίας, έκανε μια μικρή παύση. Ήμουν σίγουρος ότι θα υπήρχε και συνέχεια σ’ αυτόν τον εξωφρενικό προφορικό κατάλογο, αλλά είχα την ετοιμότητα να επωφεληθώ από αυτή τη διακοπή για να πάρω μια χαρτοσακούλα και να χώσω γρήγορα-γρήγορα μέσα της δύο καρότα.
«Α, ναι! Και κάθε πρώτη Δευτέρα του μήνα…».
Το χαβά του εκείνος, αλλά, χωρίς να του αφήσω πολλά περιθώρια αντίδρασης, τον ρώτησα τι του χρωστούσα. «Τριάντα λεπτά…» μου απάντησε άχρωμα, ενώ ένα βλέμμα βαθιάς απορίας (τζάμπα μίλαγα τόσην ώρα;) σχηματίστηκε στο πρόσωπό του. Έβγαλα τρία νομίσματα των δέκα λεπτών κι έκανα να του τα βάλω στην παλάμη. Πράγματι, πλησίασε το ανοιχτό του χέρι εντελώς αποσβολωμένος και με βαθιά απογοήτευση χαραγμένη στο πρόσωπό του. Για μερικά δευτερόλεπτα, κοίταζε με άδειο βλέμμα μια τα νομίσματα στην παλάμη του και μια εμένα κατάματα. Στο τέλος, καρφώνοντάς με, με σπινθηροβόλο βλέμμα, πρόφερε με έντονα πικρόχολο ύφος και ειρωνεία στο χρώμα της φωνής του: «Σας ευχαριστώ πάρα πολύ, κύριε!». Κάθε λέξη του και μία σφυριά!
Έφυγα φορτωμένος ενοχές, αλλά και με μια απορία: στ’ αλήθεια, πίστευε πραγματικά ότι αυτή η φλύαρη και λεπτομερής παράθεση προϊόντων θα του πρόσφερε το παραμικρό όφελος; Εγώ, πάντως, δεν ξαναπάτησα στο μαγαζί του από τότε!