-Ο διακεκριμένος Μεσσήνιος καθηγητής της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, μιλώντας στο «Θ», κάνει ένα σύντομο απολογισμό της «μάχης» με τον κορωνοϊό, ενώ εμφανίζεται αισιόδοξος για την εξέλιξη της πανδημίας (διαβλέποντας το τέλος της έξαρσής της μέσω της μετάλλαξης «Όμικρον» που εμφανίζεται πιο μεταδοτική, αλλά λιγότερο τοξική).
Ταυτόχρονα, όμως, τονίζει την ανάγκη τήρησης των μέτρων πρόληψης και την αξιοποίηση του «όπλου» των εμβολίων (υποστηρίζει την ανάγκη της 3ης δόσης και το στόχο του 90%). Κάποιες, δε, από τις απαντήσεις της συνέντευξης που ακολουθεί, αποτέλεσαν προϊόν «διαβούλευσης» με τον καταξιωμένο διεθνώς καθηγητή του Stanford, Ι. Ιωαννίδη…
Δυναμική και συνάμα ψύχραιμη και αντικειμενική «φωνή» ο διακεκριμένος καθηγητής της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, συμπατριώτης μας Παναγιώτης Βλαχογιαννόπουλος, παρακολουθεί στενά από την πρώτη στιγμή και αδιαλείπτως τις εξελίξεις της πανδημίας, συνεισφέροντας κι ο ίδιος με τους συνεργάτες του με επιστημονικές έρευνες και εργασίες στην προσπάθεια της παγκόσμιας ακαδημαϊκής κοινότητας για χαρτογράφηση των άγνωστων νερών της covid-19.
Ταυτόχρονα, προσφέρει τις ιατρικές του υπηρεσίες στον πάσχοντα και αγωνιούντα συνάνθρωπο στην πρώτη γραμμή του (Πανεπιστημιακού) Λαϊκού Νοσοκομείου Αθηνών.
Εξίσου σημαντικός είναι, όμως, και ο καθημερινός αγώνας που κάνει ο κ. Βλαχογιαννόπουλος σε δύο άλλα επίπεδα, με τις δημόσιες τοποθετήσεις του. Από τη μια, στο να ελέγχει ευθαρσώς τις αποφάσεις και τα τεκταινόμενα στο χώρο της υγείας (και όχι μόνο) και να προτείνει λύσεις ως ενεργός πολίτης και, από την άλλη, στο να ενημερώνει και να καθησυχάζει τον κόσμο, «οπλίζοντάς» τον με γνώση και κριτικό αισθητήριο, αντιπαραβάλλοντας «χωρίς φόβο και πάθος» το φως των επιστημονικών δεδομένων με το σκοταδισμό και τις μεσαιωνικού τύπου ιδεοληψίες και προκαταλήψεις.
Στο πλαίσιο αυτό και η συγκεκριμένη συνέντευξη, η δεύτερη για λογαριασμό του «Θ» μέσα στο χρόνο που φεύγει, έρχεται με απλό και κατανοητό τρόπο -ένα από τα βασικά προσόντα του Μεσσήνιου Καθηγητή- να λύσει απορίες που έχουμε όλοι για τα εμβόλια: για την πολυσυζητημένη μετάλλαξη «όμικρον» της covid-19, τα εμβόλια, τις δόσεις τους και τα φάρμακα, δίνοντάς μας εν τέλει μια αισιόδοξη προσδοκία για την πορεία της πανδημίας το 2022 -κάτι που σε καμία περίπτωση όμως, όπως τονίζει και ο ίδιος με κάθε ευκαιρία, δεν πρέπει να «μεταφραστεί» σε εφησυχασμό, ένα από τα στοιχεία, άλλωστε, που μας έφεραν ως εδώ, με αποτέλεσμα να μετράμε τις τελευταίες μέρες δεκάδες χιλιάδες κρούσματα στην Ελλάδα, εκατοντάδες στη Μεσσηνία και δεκάδες θανάτους σε σταθερή σχεδόν καθημερινή βάση από την αρχή της πανδημίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι για ορισμένες από τις απαντήσεις που έδωσε ο κ. Βλαχογιαννόπουλος, ζήτησε και έλαβε γενναιόδωρα τη βοήθεια του καθηγητή και φίλου του, Γιάννη Ιωαννίδη, διευθυντή του Κέντρου Έρευνας και Πρόληψης του Πανεπιστημίου Stanford των ΗΠΑ και κατόχου της έδρας C.F. Rehnborg για την Πρόληψη Νοσημάτων στο Πανεπιστήμιο Stanford, καθηγητή Στατιστικής στη Σχολή Ανθρωπιστικών Επιστημών του Stanford, με τον οποίο υπάρχει αμοιβαία σχέση εκτίμησης.
-Με το κλείσιμο του 2021 ποια θα ήταν μια σύντομη αποτίμηση της πανδημίας για τη χώρα μας και διεθνώς (π.χ. πού χάσαμε, πού κερδίσαμε, τι έγινε λάθος, τι έγινε σωστά, τι επαληθεύτηκε ως πρόβλεψη και τι μας αιφνιδίασε);
Αποτύχαμε σε δύο σημεία: 1) δε σταματήσαμε την πανδημία σε επίπεδο πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, επειδή η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας είναι υποβαθμισμένη στη χώρα μας αλλά και σε πολλές άλλες χώρες. 2) Στείλαμε λανθασμένα μηνύματα στην κοινωνία: Τα κύρια λανθασμένα μηνύματα ήταν: α) Διανύουμε το τελευταίο μίλι για την αντιμετώπιση της πανδημίας, κάτι που δημιούργησε υπέρμετρες προσδοκίες στον κόσμο, ο οποίος ακολούθως απογοητεύτηκε και άρχισε να ρέπει προς λαϊκίστικα σενάρια και αντιεμβολιαστικές λογικές και β) Με τα εμβόλια θα πάρουμε τη ζωή μας πίσω, το οποίο επίσης ήταν λάθος, επειδή μαζί με τις υπέρμετρες προσδοκίες έκανε τους εμβολιασμένους να αισθάνονται άτρωτοι και, τελικά, επειδή και οι εμβολιασμένοι κολλάνε και μεταδίδουν, να αποτελέσουν και αυτοί μία δεξαμενή μετάδοσης.
Το σωστό μήνυμα θα ήταν: Τα εμβόλια προστατεύουν αυτούς που τα λαμβάνουν, η δε προστασία αφορά βαριά νόσο και θάνατο, όχι νόσηση, όχι μετάδοση του ιού. Όταν εμβολιαστεί πάνω από το 90% του πληθυσμού, τότε ίσως πάρουμε τη ζωή μας πίσω. Όσο για τις προβλέψεις που λέτε, ο ιός συνέχισε να μας αιφνιδιάζει. Προβλέψεις βραχυπρόθεσμες υπήρξαν πολλές και εν πολλοίς επιτυχείς, αλλά αυτές δεν άλλαξαν την πορεία της πανδημίας, επειδή περιέγραφαν απλώς αυτή την πορεία, τα δε μέτρα που προτείνονταν δεν υλοποιούνταν σε σημαντικό βαθμό, λόγω ανεπαρκούς ελέγχου και μιας κουλτούρας «ωχαδερφισμού».
-Πού θα πάει, τελικά, όλη αυτή η ιστορία με τον κορωνοϊό; Είμαστε κοντά στο καλύτερο «σενάριο» ή προβλέπεται να το εξαντλούμε το αλφάβητο;
Αν μου λέτε να «προβλέψω», θα σας έλεγα ότι η μετάλλαξη «όμικρον» κυριαρχεί επί των άλλων μεταλλάξεων επειδή δε σκοτώνει τόσο συχνά τους φορείς της. Συνεπώς, είναι μεταδοτική, αλλά όχι τόσο τοξική και, συνεπώς, ίσως είμαστε στην αρχή του τέλους της πανδημίας. Αυτό είναι και το καλύτερο «σενάριο» πρόβλεψης.
Αν ο κορωνοϊός καταστεί μια ενδημική νόσος, τότε οι πολλές και αλλεπάλληλες μεταλλάξεις θα ελαττωθούν. Από καιρού εις καιρόν θα εμφανίζεται και κάποια η οποία αν θα είναι πολύ τοξική, θα σκοτώνει τους φορείς της και θα σταματάει η αλυσίδα μετάδοσης. Μάλλον δε θα εξαντλήσουμε το αλφάβητο.
-Πού θα βρισκόμασταν σήμερα χωρίς τα εμβόλια;
Θα είχαμε πολύ περισσότερους θανάτους, αλλά δεν είμαι σε θέση να υπολογίσω ακριβώς πόσους. Σαφέστατα τα εμβόλια προστατεύουν από τον κίνδυνο θανάτου, αλλά η σύγκριση εμβολιασμένων και μη εμβολιασμένων είναι δυσχερής και παραπλανητική, γιατί οι δυο αυτές ομάδες μπορεί να έχουν πολύ διαφορετικό προφίλ υγείας πέρα από τον κορωνοϊό (π.χ. οι εμβολιασμένοι μπορεί να έχουν κατά μέσο όρο πολύ καλύτερο επίπεδο υγείας και να είναι πολύ πιο προσεκτικοί με την υγεία τους γενικότερα). Είναι πιθανό, πάντως, ότι χωρίς εμβόλια οι θάνατοι θα είχαν ήδη ξεπεράσει τις 25.000 (αντί για 20.500 περίπου που έχουμε μέχρι σήμερα). Κάθε σενάριο είναι υποθετικό, γιατί εξαρτάται και από το τι άλλα μέτρα πάρθηκαν ή δεν πάρθηκαν (ακριβώς επειδή υπήρχαν εμβόλια).
-Με πόσες δόσεις πια μπορούν οι εμβολιασμένοι να αισθάνονται ασφάλεια; Υπάρχουν περαιτέρω κίνδυνοι από τις επαναληπτικές δόσεις;
Η ικανότητα των εμβολίων να προστατεύουν με όρους επιπέδων αντισωμάτων κατά του ιού φαίνεται ότι ελαττώνεται με το χρόνο. Ίσως τα εμβόλια αυτά να μην αφήνουν ισχυρή ανοσολογική «μνήμη». Υπάρχουν, όμως, σοβαρά άρθρα που λένε ότι η T- κυτταρική ανοσία (η ανοσία των κυτταροτοξικών Τ κυττάρων που σκοτώνουν μολυσμένα κύτταρα με τον ιό και, συνεπώς, μειώνουν το ρεζερβουάρ του ιού) διατηρείται. Πρέπει να κάνουμε παρατηρήσεις ενός έτους, όμως, για να δούμε αν οι δύο αρχικές δόσεις και η τρίτη (επαναληπτική, ή ενισχυτική) δόση μάς προστατεύουν για ένα χρόνο. Από άρθρα στο New Engl J Med φαίνεται ότι φρέσκιες (brake through) λοιμώξεις δύο εβδομάδες μετά τη 2η δόση του εμβολίου εμφανίζονται στο 0.4% έως 0.5%.
Εξουδετερωτικά αντισώματα για τον ιό παραμένουν υψηλά 3-4 μήνες μετά τη δεύτερη δόση και προστατεύουν, είναι δε υψηλότερα σε αυτούς που πήραν εμβόλιο σε σχέση με αυτούς που νόσησαν. Η πτώση των αντισωμάτων 3 με 4 μήνες μετά τη δεύτερη δόση επέβαλε μια ενισχυτική τρίτη δόση, η δε διάρκεια της αποτελεσματικότητας της δόσης αυτής για προστασία του ατόμου είναι υπό έρευνα.
Όσον αφορά στην ερώτησή σας εάν υπάρχουν περαιτέρω κίνδυνοι από τις «επαναληπτικές» δόσεις, έχω να παρατηρήσω τα εξής: υπάρχει η θεωρία ότι μεγάλη συγκέντρωση αντιγόνου μπορεί να επιφέρει ανοσοπαράλυση, δηλαδή ανεπάρκεια του ανοσολογικού συστήματος να αντιδράσει περαιτέρω κατά του αντιγόνου αυτού.
Εν τούτοις, αυτή η θεωρία δε στέκει στη συγκεκριμένη περίπτωση, επειδή οι επαναλαμβανόμενες δόσεις κατά αραιά χρονικά διαστήματα δεν υπερβαίνουν μια δόση παραλυτική για την ανασολογική απόκριση. Επιπλέον δε, τα εμβόλια είναι έτσι φτιαγμένα ώστε το αντιγόνο να χορηγείται μαζί με ανοσοενισχυτικές ουσίες, οι οποίες διεγείρουν συνεχώς το ανοσολογικό σύστημα προς ανοσολογική απάντηση.
Εξάλλου, κανείς δεν είπε ότι κάθε τρεις μήνες θα κάνουμε μια ενισχυτική δόση. Προβλέπω ότι η 3η δόση (ενισχυτική) θα δημιουργήσει ικανή ανοσολογική απάντηση και προστασία για ένα έτος τουλάχιστον, μολονότι βέβαια αυτό είναι ένα θέμα περαιτέρω μελέτης, μιας που είναι μικρό το διάστημα και δεν είχαμε την ευκαιρία να εξετάσουμε τη διάρκεια ανοσίας με τη δόση αυτή.
Πρέπει να τονιστεί ότι μιλάμε για πολύ καινούργια γεγονότα, για την εξέταση των οποίων βρισκόμαστε ακόμη στο σκοτάδι, αλλά οι μέχρι τώρα εξελίξεις δικαιώνουν την επιστήμη και το εμβολιαστικό πρόγραμμα.
-Με τα φάρμακα τι γίνεται; Τα μονοκλωνικά αντισώματα είναι «πανάκεια» (και η διάθεσή τους γίνεται με το σωστό τρόπο;); Υπάρχουν άλλα αποτελεσματικά φάρμακα αυτό τον καιρό ή ελπίζουμε να έχουμε κάτι σύντομα;
Τα μονοκλωνικά αντισώματα κατά του SARS-CoV-2 πρέπει να δοθούν σε αυτούς τους ασθενείς που έχουν προδιαθεσικούς παράγοντες κινδύνου για κακή έκβαση (θάνατο). Κριτήρια για την επιλογή των ασθενών υπάρχουν και είναι συγκεκριμένα. Γίνεται μία και μοναδική έγχυση σε κάθε άρρωστο και κοστίζει από 2.500 μέχρι 3.000 ευρώ.
Άλλα μονοκλωνικά αντισώματα που δεσμεύουν την κυτταροκίνη IL-6 ή τον υποδοχέα της χρησιμοποιούνται επίσης, όπως και μονοκλωνικά αντισώματα κατά IL-1β ή ειδικοί ανταγωνιστές του υποδοχέα της IL-1β.
Οι κυτταροκίνες αυτές είναι βασικοί συντελεστές του καταρράκτη κυτταροκινών που οδηγεί σε αποδιοργάνωση της κυκλοφορίας, σοβαρή κυκλοφοριακή και αναπνευστική ανεπάρκεια και θάνατο. Τόσο τα μονοκλωνικά αντισώματα που δεσμεύουν τον ίδιο τον ιό όσο και τα μονοκλωνικά αντισώματα που δεσμεύουν τις κυτταροκίνες της φλεγμονής πρέπει να χορηγηθούν πολύ ενωρίς, ειδικά δε τα μονοκλωνικά αντισώματα κατά του ιού πρέπει να δοθούν πριν ο ασθενής αναπτύξει υποξαιμία.
Γενικά τα μονοκλωνικά αντισώματα έχουν χορηγηθεί με σχετική μόνο επιτυχία.
Για τα φάρμακα τώρα: το Molnupiravir (MK-4482, EIDD-2801) των εταιρειών Merck και Ridgeback είναι ένα από του στόματος φάρμακο και είναι ανάλογο ριβονουκλεοσίδης το οποίο αναστέλλει τον πολλαπλασιασμό του ιού και πρόδρομα αποτελέσματα δείχνουν να προστατεύει από βαριά νόσο και θάνατο. Το φάρμακο Paxlovid της Pfizer έχει επίσης δείξει παρόμοια ευεργετικά αποτελέσματα. Κανένα φάρμακο ή μονοκλωνικό αντίσωμα δεν είναι πανάκεια.
-Η έρευνα και η ιατρική έκαναν προόδους μέσα από τη «μάχη» με την πανδημία που περιμένουμε να δώσουν «καρπούς» στο άμεσο μέλλον; Π.χ. η mRNA.
Κάθε πρόοδος δίνει καρπούς μακροπρόθεσμα. Τα mRNA εμβόλια ήταν γνωστά από 20ετίας και έχουν δοκιμαστεί στην Κτηνιατρική και στην Ογκολογία του ανθρώπου. Τώρα είχαμε μια ευρεία χρήση στη μαζική ανοσοποίηση πληθυσμών. Ακόμη δε γνωρίζουμε την αποτελεσματικότητά τους μακροπρόθεσμα. Προφανώς έχουμε πολλά να μάθουμε, όπως: αν εγκαταλείπουν Τ κυτταρική ανοσία, αν εγκαταλείπουν ανοσολογική μνήμη στο επίπεδο της παραγωγής αντισωμάτων και στο επίπεδο της παραγωγής δραστικών Τ κυττάρων κ.λπ.
-Η πανδημία ένωσε ή δίχασε περισσότερο τον πλανήτη;
Ένωσε τον πλανήτη, τουλάχιστον τις μεγάλες μάζες των πληθυσμών και άφησε απέξω κάποιες ολιγάριθμες elite που ερωτοτροπούσαν με τη βιοϊατρική τεχνολογία και πειράματα επαύξησης της δράσης (gain of function). Προσωπικά νομίζω ότι τέτοια πειράματα μετέτρεψαν τον κορωνοϊό των νυχτερίδων σε έναν εξαιρετικά μολυσματικό ιό, όπως ο SARS-CoV-2, με τον «ομολογημένο» στόχο της δημιουργίας εμβολίων, αλλά εμβολίων για τι πράγμα; Για έναν ιό που δεν υπήρχε ακόμη;
-Συμφωνείτε με τα πρόσφατα μέτρα πρόληψης; Τι διαφορετικό θα κάνατε και ποιες θα ήταν οι εισηγήσεις σας για την αρχή της νέας χρονιάς;
Συμφωνώ με τα μέτρα πρόληψης. Καμία διαφορετική εισήγηση δε θα έκανα αμιγώς για τα μέτρα, εκτός από την εφαρμογή τους πριν από την Πρωτοχρονιά, ίσως και πριν από τα Χριστούγεννα ακόμη. Η πανδημία, όμως, μας δίδαξε και κάτι σημαντικό: Για την αντιμετώπιση βαρέως πασχόντων δε χρειαζόμαστε συμβατικά κρεβάτια νοσοκομείων, αλλά κυρίως κρεβάτια αυξημένης φροντίδας και κρεβάτια εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ). Η περίφημη μελέτη Λύτρα-Τσιόδρα έδειξε ότι για συνολικό αριθμό κρεβατιών ΜΕΘ, περισσότερων των 400, είτε υπάρχουν επιπλέον κενά κρεβάτια είτε είναι κατειλημμένα επιπλέον κρεβάτια, η θνητότητα ανεβαίνει. Αυτό σημαίνει ότι εκτός από τις υλικές υποδομές χρειαζόμαστε και καλά εκπαιδευμένο προσωπικό και αυτή τη στιγμή δεν το έχουμε. Χρειαζόμαστε, επίσης, περισσότερο προσωπικό, και αυτό πάλι δεν το διαθέτουμε. Συνεπώς, πρέπει να στρέψουμε νέους γιατρούς σε ειδικότητες που έχει ανάγκη το Σύστημα Υγείας, τις δε ανάγκες αυτές καθορίζει η κοινωνία. Διαφωνώ με όσους πιστεύουν ότι αυτή η μελέτη θα βοηθήσει δήθεν τον κ. Τσιόδρα «να εγκαταλείψει το τραίνο»! Η μελέτη έδωσε αποδεικτικό υλικό σε κάτι που όλοι είχαμε μπροστά μας, αλλά εκείνος προς τιμήν του το μέτρησε.
Θα πρέπει, λοιπόν, να δοθούν κίνητρα σε νέους γιατρούς να εκπαιδευτούν στις ειδικότητες της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και στην ειδικότητα του εντατικολόγου και το κύριο κίνητρο είναι αξιοπρεπείς αμοιβές.
Για να φτιάξεις ένα υγιές και αποτελεσματικό σύστημα Υγείας χρειάζεται να έχεις όραμα και να διαθέσεις χρήματα και όχι να υπεκφεύγεις όταν σου βάζουν επώδυνες ερωτήσεις.
Της Χριστίνας Ελευθεράκη
-Ο κ. Παναγιώτης Βλαχογιαννόπουλος είναι καθηγητής Παθολογίας και Ανοσολογίας στην Κλινική και το Εργαστήριο Παθολογικής Φυσιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.