Στη Μεσσηνία βρέθηκε χθες ο τομεάρχης Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Ανδρέας Ξανθός, και μαζί με το βουλευτή του νομού, Αλέξη Χαρίτση, επισκέφθηκαν δομές υγείας.
Πρώτος σταθμός ήταν το Νοσοκομείο Κυπαρισσίας, ακολούθησε το Κέντρο Υγείας Μελιγαλά, ενώ η επίσκεψη ολοκληρώθηκε στο Νοσοκομείο Καλαμάτας, όπου οι δύο πρώην υπουργοί είχαν συναντήσεις με εργαζομένους και διοίκηση.
Μετά τις παραπάνω συναντήσεις, ο κ. Χαρίτσης δήλωσε ότι είναι ξεκάθαρο ότι τα προβλήματα είναι πάρα πολλά, πρωτίστως για τους ανθρώπους, στο σύστημα υγείας, με την υποστελέχωση- ιδίως στην περίοδο της πανδημίας- να έχει οξυνθεί. Επίσης, επισήμανε ότι η πρωτοβάθμια υγεία έμεινε ουσιαστικά εκτός της διαχείρισης της πανδημίας, ενώ πρόσθεσε ότι τα προβλήματα στην περιφέρεια της Μεσσηνίας είναι μεγάλα, κάτι που διαπίστωσαν και στη χθεσινή τους επίσκεψη.
Για ακόμα μια φορά ο βουλευτής Μεσσηνίας τόνισε ότι θέση του ΣΥΡΙΖΑ είναι να ξεχαστεί από την κυβέρνηση κάθε σκέψη περί κλεισίματος του Νοσοκομείου Κυπαρισσίας, αφού ο εξορθολογισμός του υγειονομικού χάρτη της χώρας θα πρέπει να περιλαμβάνει στήριξη και ενίσχυση των περιφερειακών νοσοκομείων και όχι συρρίκνωση ή κλείσιμό τους.
Κλείνοντας ανέφερε ότι η Μεσσηνία έχει ανάγκη από περισσότερο υγειονομικό προσωπικό, αφού το ΕΣΥ δεν αφορά μόνο μία νόσο, αλλά συνολικά στην περίθαλψη του πληθυσμού.
Με τη σειρά του ο πρώην υπουργός Υγείας και νυν τομεάρχης Υγείας, Ανδρέας Ξανθός, δήλωσε ότι το Νοσοκομείο Καλαμάτας έχει σηκώσει πολύ σημαντικό βάρος και της φροντίδας Covid στην ευρύτερη περιοχή, ενώ συνεχίζει να παρέχει αξιόπιστες υπηρεσίες υπό πολύ αντίξοες συνθήκες, με λιγότερο προσωπικό και πιο κουρασμένο ανθρώπινο δυναμικό.
Σύμφωνα με τον κ. Ξανθό, η υγειονομική κρίση παρατείνεται αφού ο έλεγχος της πανδημίας έχει χαθεί εδώ και καιρό, με την κυβέρνηση να έχει τραγική ευθύνη για τις ολιγωρίες και τις ανεπάρκειες.
Το ζητούμενο για τον κ. Ξανθό είναι να προκύψει ένα σχέδιο αποσυμπίεσης των δημόσιων νοσοκομείων, προκειμένου να μπορέσουν να συνεχίσουν να παρέχουν υπηρεσίες και στους υπόλοιπους ασθενείς, αφού δεν είναι μόνο αυτοί που νοσούν από Covid. Για να επιτευχθεί αυτό, όπως είπε, θα πρέπει να υπάρχει σχεδιασμένη εμπλοκή των μεγάλων ιδιωτικών θεραπευτηρίων και όχι ευνοϊκή συνεργασία όποτε βολεύει τους κλινικάρχες. Παράλληλα, ζήτησε να εμπλακούν οι δομές των ενόπλων δυνάμεων και να σταματήσει το ΕΣΥ να σηκώνει όλο το βάρος της φροντίδας των ασθενών με Covid.
Επιπρόσθετα, ζήτησε να υπάρξει μια σοβαρή επένδυση προοπτικής για το ΕΣΥ τώρα που είναι ευρύτατα αναγνωρισμένη η αξία των δομών και των ανθρώπων.
Τέλος, ανέφερε ότι το προσωπικό του ΕΣΥ τον τελευταίο καιρό δίνει τη μάχη με λιγότερες δυνάμεις, χωρίς την αναγκαία υποστήριξη και χωρίς προοπτική για βελτίωση της κατάστασης με αναβάθμιση και των εργασιακών και των μισθολογικών τους συνθηκών.
Πρότεινε, δε, με αυξημένα υγειονομικά στάνταρς να επιστρέψουν οι 6.500 εργαζόμενοι που είναι σε αναστολή και πρέπει να συμβάλουν στην αξιοπρεπή διαχείριση της κρίσης, ενώ ταυτόχρονα να υπάρξει προοπτική μονιμοποίησης και παραμονής στο Σύστημα Υγείας των ανθρώπων που εδώ και πολλά χρόνια συνεχίζουν είτε ως επικουρικό προσωπικό είτε ως συμβασιούχοι να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους.
Του Παναγιώτη Μπαμπαρούτση