Ενώ η Ουάσινγκτον και οι νατοϊκοί φίλοι της εξακολουθούν να μαδούν τη μαργαρίτα (θα μπει, δε θα μπει η Ρωσία στην Ουκρανία), Μόσχα και Πεκίνο επωφελούνται της αναγκαστικής προσέγγισής τους (κάτι που δε θέλει και δε συμφέρει τη Δύση), ενώ δίνεται η ευκαιρία σε μικρότερους παίχτες (όπως η Πολωνία και η Τουρκία) να προσεγγίζουν τη ζαλισμένη Ουκρανία για δικό τους όφελος.
Έτσι, ο Πούτιν πήγε στο Πεκίνο για τους χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες και έκανε τον κοιμισμένο όταν πέρασε από μπροστά του η ουκρανική αντιπροσωπεία, αλλά είχε μάτια ορθάνοιχτα κατά τη συνάντησή του με τον Κινέζο ομόλογο του Ξι Ζινπινγκ.
Στο μακροσκελές Κοινό Ανακοινωθέν δεν κατονομάζεται η Ουκρανία, αναφέρονται όμως πολλαπλώς αρνητικά οι ΗΠΑ: «…Η φιλία ανάμεσα στα δύο κράτη δεν έχει όρια και δεν υπάρχουν “απαγορευμένες” περιοχές συνεργασίας. Η Ρωσία και η Κίνα αντιστέκονται σε προσπάθειες εξωτερικών δυνάμεων να υποβαθμίσουν την ασφάλεια και τη σταθερότητα στις κοινές γειτνιάζουσες περιοχές, σκοπεύουν να αντιμετωπίσουν την ανάμειξη εξωτερικών δυνάμεων στις εσωτερικές υποθέσεις κυρίαρχων κρατών με οποιαδήποτε πρόφαση, αντιτίθενται σε χρωματισμένες επαναστάσεις και θα αυξήσουν τη συνεργασία τους στις προαναφερθείσες περιοχές…».
Φυσικά, υπήρξε αναφορά στον αρνητικό αντίκτυπο που είχαν οι ΗΠΑ στη στρατηγική ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή του Ινδο- Ειρηνικού (σ.σ. η αναφορά είναι στη συμφωνία AUCUS με τη Αυστραλία), ενώ υποστηρίζεται η ανεξαρτησία της Ταιβάν.
Η συνέργεια Κίνας -Ρωσίας φάνηκε στην εσπευσμένη και ατυχή συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας την προηγούμενη εβδομάδα, με τις ΗΠΑ να βιάζονται να φέρουν το θέμα της Ουκρανίας στο ΣΑ, ευελπιστώντας ότι με την εξουδετέρωση της ψήφου της Ρωσίας (ως εμπλεκόμενης χώρας) θα υπήρχε σχέδιο απόφασης σε βάρος της Μόσχας.
Όμως, το Πεκίνο υποστήριξε «τις νομικές ανησυχίες ασφαλείας της Ρωσίας» και η αμερικανική επιχείρηση στριμώγματος της Ρωσίας πήγε στο βρόντο και διότι η Μόσχα για το μήνα Φεβρουάριο έχει την προεδρία του Συμβουλίου Ασφαλείας, επομένως ούτε εισβολή θα κάνει στην Ουκρανία το διάστημα αυτό ούτε να «ξανακουνηθεί» η Ουάσινγκτoν στον ΟΗΕ.
Ο Πούτιν, βεβαίως, εμφανίζεται προσεκτικός στο βαθμό συνάφειάς του με το Πεκίνο, διότι αν στραφεί πολιτικά, διπλωματικά, οικονομικά και ενεργειακά μόνο στην Ανατολή, τότε θα έχει κάνει τη χάρη στη Δύση να αυτο-απομονωθεί προς δυσμάς και να μειώσει μόνος του το ενεργειακό πλεονέκτημα – και δαγκάνα- που έχει προς την Ευρώπη.
Από την άλλη, το Πεκίνο, με την πάντοτε ενεργειακά πεινασμένη χώρα του, σε καμιά περίπτωση δε θέλει να δώσει την εντύπωση ότι μπαίνει «στη σφαίρα» της Ρωσίας, αλλά διατηρεί την ουδετερότητά του όταν και όπως θέλει αυτό.
Παράλληλα, όμως, σε αυτήν την κρίση, στην οποία έχει προκαταβολικά επενδύσει η Ουάσινγκτον, εισέρχονται στο προσκήνιο και μικροί παίκτες, καθώς το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ διστάζουν να ενισχύσουν στρατιωτικώς την Ουκρανία, αφού η Μόσχα δεν τους κάνει το χατίρι να εισβάλει.
Ένας από αυτούς τους παίκτες είναι και η Τουρκία, με τον πρόεδρο Ερντογάν να επισκέπτεται το Κίεβο. Στο γυρισμό του, εκτός του ότι έφερε μαζί του και την COVID την οποία κόλλησε στο Κίεβο, έφερε και μια σημαντική συμφωνία πώλησης των στρατιωτικών τουρκικών UAV (drones) BAYRAKTAR στην Ουκρανία, παρόμοια με αυτά που έδωσε η Άγκυρα στο Αζερμπαϊτζάν για να νικήσει την Αρμενία.
Και μάλιστα, συζητήθηκε η προοπτική κατασκευής εργοστασίου τουρκικών UAV έξω από το Κίεβο. Με μια τέτοια κίνηση η Άγκυρα γίνεται αρεστή και πάλι στις ΗΠΑ, αν και προκαλεί δυσφορία στο «φίλο» Πούτιν.
Η Τουρκία, δηλαδή, προσπαθεί να πλασαριστεί και ως διεθνής έμπορος όπλων μέσα από την παρούσα κρίση. Ενώ εξακολουθεί να χρησιμοποιεί παράνομα σε ασκήσεις στο Αιγαίο τα UAV της. Τα οποία η Αθήνα διστάζει ακόμα να καταρρίπτει νόμιμα μέσα στην εθνική κυριαρχία της.