Πόλεμος στην Ουκρανία: Τι αλλάζει στα ελληνουτουρκικά μετά τη ρωσική εισβολή

Πόλεμος στην Ουκρανία: Τι αλλάζει στα ελληνουτουρκικά μετά τη ρωσική εισβολή

Η επιθετική πολιτική της Ρωσίας αλλάζει το μεταψυχροπολεμικό στάτους κβο στην Ανατολική Ευρώπη και συγχρόνως μπορεί να παρέχει ισχυρά επιχειρήματα σε όσους αισθάνονται ότι η χώρα τους έχει αδικηθεί από την Ιστορία, και ο Ερντογάν είναι ένας από αυτούς. 

Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, παρότι τις τελευταίες εβδομάδες κρινόταν ως αναμενόμενη από πολλές απόψεις, δημιουργεί νέες συνθήκες για το σύνολο της Ευρώπης και επηρεάζει και περιφερειακά ζητήματα. Ενα από αυτά, όχι κεντρικό για την Ε.Ε. αλλά κεντρικής σημασίας για την ελληνική πολιτική ασφαλείας, είναι η Τουρκία.

Η ρωσική εισβολή εκ των πραγμάτων επηρεάζει την τουρκική εξωτερική πολιτική, η οποία τα τελευταία πέντε χρόνια είχε αποκτήσει χαρακτήρα ελαφράς αυτονόμησης από βασικές γραμμές του ΝΑΤΟ και συνεννόησης επί συγκεκριμένων θεμάτων με τη Μόσχα. Οι επιπτώσεις που μπορεί να έχει η ρωσική εισβολή στις σχέσεις της Μόσχας με τη Δύση, το ΝΑΤΟ, την Ε.Ε. αλλά και τις μεμονωμένες χώρες στην ευρύτερη περιφέρεια της Ρωσικής Ομοσπονδίας περιλαμβάνουν με κάθε βεβαιότητα και την Τουρκία. Η Αγκυρα έχει ήδη αποφύγει τεχνηέντως να λάβει αποφάσεις σε κρίσιμα ερωτήματα (όπως η απαγόρευση διέλευσης ρωσικών πολεμικών από τα Στενά με βάση τη Συνθήκη του Μοντρέ, όπως ζήτησε το Κίεβο), ωστόσο η πορεία των πραγμάτων την οδηγεί στην οδό της νομιμότητας.

Οι οικονομικές επιπτώσεις αναμένεται να χτυπήσουν σκληρά την οικονομία της Τουρκίας, η οποία διανύει βαθιά νομισματική κρίση, ενώ παράλληλα η αναμενόμενη επιδείνωση και των ήδη τεράστιων πληθωριστικών τάσεων θα καταστήσει την προσπάθεια του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να ελέγξει τις συνθήκες διεξαγωγής των επόμενων εκλογών πολύ δύσκολη και το πολιτικό σκηνικό εύφλεκτο. Αρκετοί εκτιμούν ότι οι σποραδικές –ακόμα– ρητορικές και επί του πεδίου προκλήσεις της Τουρκίας συνδέονται με τη διαρκώς επιδεινούμενη εσωτερική κατάσταση.

Κριμαία, ΛουγκάνσκΝτονέτσκ

Οι εξελίξεις στην Ουκρανία έχουν και μια παράπλευρη επίπτωση, που συνδέεται εμμέσως αλλά πολύ ουσιαστικά με τα ελληνοτουρκικά. Η ρωσική εισβολή πραγματοποιείται προκειμένου να επιτευχθούν δύο αντικειμενικοί σκοποί: Πρώτον, να επέλθει πολιτική αλλαγή με την άνωθεν επιβολή ελεγχόμενης από το Κρεμλίνο κυβέρνησης στο Κίεβο. Και, δεύτερον, να επισημοποιήσει με αυτό τον τρόπο την προσάρτηση της Κριμαίας αλλά και την αναγνώριση των αποκαλούμενων «Λαϊκών Δημοκρατιών» του Λουγκάνσκ και του Ντονέτσκ.

Η διά της πλαγίας οδού αμφισβήτηση του διεθνούς δικαίου αποτελεί έναν από τους στόχους του Ερντογάν και της κυβέρνησής του.

Η αμφισβήτηση αλλά και η αλλαγή συνόρων στην Ευρώπη και η χρήση βίας για την επιβολή τετελεσμένων (ΚριμαίαΛουγκάνσκΝτονέτσκ) ευλόγως προκαλεί τεράστια ανησυχία στην Αθήνα, καθώς ανοίγει ένα παράθυρο αναθεωρητισμού. Με την κίνησή της η Ρωσία αμφισβητεί το μεταψυχροπολεμικό στάτους κβο στην Ανατολική Ευρώπη, αλλά μπορεί να παρέχει και επιχειρήματα προς όσους αισθάνονται ότι η χώρα τους έχει αδικηθεί από την Ιστορία. Και ο κ. Ερντογάν είναι ένας από αυτούς, με βάση τουλάχιστον όσα η Αγκυρα έχει προωθήσει τα τελευταία χρόνια. Από τη «Γαλάζια Πατρίδα» και την εισβολή στη βόρεια Συρία και την παρέμβαση στη Λιβύη μέχρι και τη σύνδεση της κυριαρχίας των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου από την Ελλάδα με την αποστρατιωτικοποίησή τους. Η διά της πλαγίας οδού αμφισβήτηση του διεθνούς δικαίου και των ακρογωνιαίων λίθων του ευρωπαϊκού συστήματος ασφαλείας (ένας από αυτούς είναι η Συνθήκη της Λωζάννης) αποτελεί έναν από τους στόχους του κ. Ερντογάν και της κυβέρνησής του.

Στην Αθήνα προκάλεσε ανησυχία και μια αναφορά του υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας Σεργκέι Λαβρόφ στην «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» (στην τοποθέτηση του κ. Λαβρόφ χωρίς εισαγωγικά), ως παράδειγμα οντότητας που παρότι είναι αναγνωρισμένη μόνο από ένα κράτος, δηλαδή τον εισβολέα, την Τουρκία, συμμετέχει με εκπροσώπους στις συνομιλίες του ΟΗΕ για την εξεύρεση πολιτικής λύσης. Η αποστροφή αυτή μελετάται στην Αθήνα, ενώ στη Λευκωσία προκαλεί, ευλόγως, ρίγη ανησυχίας, καθώς ουσιαστικά ένας από τους πλέον σταθερούς υποστηρικτές της κυπριακής άποψης για την προώθηση των διαπραγματεύσεων για το πολιτικό πρόβλημα του νησιού φαίνεται να επιλέγει επιχειρήματα που θυμίζουν τις τουρκικές απόψεις. Η μάλλον υποτονική αντίδραση της Λευκωσίας γενικότερα στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία εξηγείται, φυσικά, και μέσα από αυτό το πρίσμα.

Τις τελευταίες ημέρες μπορεί να έχουν καταγραφεί ορισμένες ρητορικές και επί του πεδίου προκλήσεις, ωστόσο σε γενικές γραμμές εκτιμάται ότι η Αγκυρα το επόμενο χρονικό διάστημα δεν θα προχωρήσει σε υπερβολές στο πεδίο, καθώς η προοπτική των εξελίξεων στο Ουκρανικό παραμένει αβέβαιη. Γενικότερη εκτίμηση είναι, πάντως, ότι δεδομένης της άνισης και ιδιόρρυθμης σχέσης Αγκυρας – Μόσχας στη βόρεια Συρία και στη Λιβύη, η Τουρκία θα κινηθεί προσεκτικά.

Τα UAV

Η Τουρκία διαφήμισε το προηγούμενο χρονικό διά-στημα την πώληση UAV τύπου Bayraktar TB-2 στον ουκρανικό στρατό, ενώ κρίσιμης σημασίας ήταν η συμφωνία με την ουκρανική εταιρεία Motorsich για την παραγωγή κινητήρων για το επιθετικό UAV Akinçi. Παρότι η πλήρης ανάλυση για τον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκαν οι επιχειρήσεις είναι πολύ πρώιμη, οι πρώτες εκτιμήσεις φαίνεται να συγκλίνουν στην άποψη ότι τα ΤΒ-2 δεν προσφέρουν κανένα πλεονέκτημα σε ένα συμβατικό πεδίο μάχης, μάλιστα απέναντι σε έναν εχθρό με οργανωμένες ένοπλες δυνάμεις και τεχνολογική ανωτερότητα. Ο σχεδόν συνολικός έλεγχος του εναέριου χώρου της Ουκρανίας από τις ρωσικές δυνάμεις είναι δηλωτικός για το ποια μπορεί να ήταν η αξία των ΤΒ-2 στις επιχειρήσεις των προηγούμενων ημερών. Εν ολίγοις, μπορεί ο ρωσοουκρανικός πόλεμος να απαξιώσει την έως τώρα άυλη αξία που έτειναν να λάβουν τα τουρκικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη, λόγω της χρήσης τους κυρίως κατά μη τακτικών δυνάμεων. Επιπλέον, η καταστροφή εργοστασίων και υποδομών από τη Ρωσία ουσιαστικά διαλύει και τις ελπίδες της Αγκυρας για προμήθεια κινητήρων υψηλής απόδοσης που θα τοποθετούνταν στα νέα UAV της. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι η Αγκυρα δεν θα επιχειρήσει να αντικαταστήσει την παραγωγή αυτού του κρίσιμου τμήματος, είτε εγχωρίως είτε, πολύ πιθανότερο, αναζητώντας λύσεις σε τρίτες χώρες.

Βασίλης Νέδος / Η Καθημερινή