Είναι γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ – Δημοκρατική Παράταξη μετά την εκλογή Ανδρουλάκη δημιούργησε υψηλές προσδοκίες για επαναφορά σε πρωταγωνιστικό ρόλο, την ώρα που η χώρα πορεύεται με μια κυβέρνηση πολιτικά κουρασμένη, έπειτα από πολλές μάχες, που κάποιες ήσαν επιτυχείς και κάποιες όχι, σε μια περίοδο, ομολογουμένως, αλλεπάλληλων και εναλλασσόμενων κρίσεων.
Η αντιπολίτευση, ζώντας στο δικό της ξεχασμένο κόσμο, αδυνατεί να δώσει νόημα και ουσία στην πολιτική της, ασκώντας τυφλή πολιτική φθοράς, με στόχο όχι τόσο να ξανακυβερνήσει, αλλά να διασώσει τον ηγέτη της και τη θέση της στο κομματικό σύστημα.
Σε αυτή την κυβερνητική αναβλητικότητα και αστοχία και στο αντιπολιτευτικό κενό αναδεικνύεται μια τρίτη δύναμη, η οποία υποδέχεται τη φθορά των δύο μονομάχων του λεγόμενου δικομματισμού του ενάμισι κόμματος, σε ένα πολιτικό περιβάλλον που μείζον θέμα είναι η πολιτική σταθερότητα, η κυβερνησιμότητα και οι μεταρρυθμίσεις, ενώ διαμορφώνονται συνθήκες υψηλού κινδύνου για την προσεχή πορεία της χώρας.
Κι εδώ μπαίνει το ερώτημα: μεταρρυθμιστική πορεία ή οπισθοδρόμηση; Με ποιους θα συμπορευτούμε και ποιους θα αφήσουμε πίσω μας;
Η απλή αναλογική θα μας οδηγήσει κατ’ ανάγκη σε ένα μέτωπο συνεργασιών. Η ιδέα σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας ούτε ξένη είναι ούτε απωθητική.
Η επιμονή της κυβέρνησης στη στρατηγική της αυτοδυναμίας ίσως αποδειχθεί το μεγάλο λάθος της. Όσο η επιστροφή του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία μοιάζει με μακρινό ενδεχόμενο, τόσο το «αντι–ΣΥΡΙΖΑ» μέτωπο χαλαρώνει με αποτέλεσμα την επιστροφή του στο κόμμα που παραδοσιακά ανήκει.
Του Μιχάλη Β. Σούμπλη
Υ.Γ.: Δεν μπορώ να εξηγήσω πώς ευφυείς άνθρωποι και εξαιρετικοί επιστήμονες στοιχίζονται πίσω από τεθλασμένες γραμμές ημιμαθών «πατερούληδων» του κάθε Ιερατείου.