Νέες απειλές εξαπέλυσε ο Βλαντίμιρ Πούτιν κατά της Δύσης, λέγοντας πως αν συνεχίσουν οι κυρώσεις θα αυξηθούν οι τιμές των τροφίμων.
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν ισχυρίζεται ότι η Δύση επιχειρεί να κατηγορήσει τη χώρα του για τα δικά της λάθη και ότι οι κυρώσεις που επιβάλλει είναι παράνομες.
Ο Ρώσος πρόεδρος φάνηκε για πρώτη φορά να παραδέχεται ότι οι δυτικές κυρώσεις έχουν δημιουργήσει προβλήματα στη χώρα του, ωστόσο διαβεβαίωσε ότι θα μπορέσει να λύσει όλα τα ζητήματα που θα προκύψουν.
Ο Πούτιν είπε ότι η ζήτηση για συγκεκριμένα προϊόντα αυξάνεται στη χώρα, αλλά επίσης διαβεβαίωσε πως όσα προβλήματα εμφανιστούν θα επιλυθούν. «Οι άνθρωποι θα καταλάβουν ότι δεν υπάρχει τίποτα που δεν μπορούμε να επιλύσουμε», είπε ο Βλαντίμιρ Πούτιν.
Ο πρόεδρος της Ρωσίας είπε ότι η χώρα εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της σχετικά με τον τομέα της ενέργειας και «έδειξε» τη Δύση και τις ΗΠΑ ως υπαίτιους για την αύξηση των τιμών, αναφερόμενος και στον αποκλεισμό του ρωσικού πετρελαίου από τη χώρα.
Στις δηλώσεις αυτές ο Ρώσος πρόεδρος προχώρησε μιλώντας σε κυβερνητική σύσκεψη που μεταδόθηκε από την κρατική τηλεόραση, απειλώντας τη Δύση πως αν συνεχίσει να επιβάλλει κυρώσεις στη Ρωσία, οι τιμές θα αυξηθούν παγκοσμίως.
Ο Ρώσος υπουργός Αγροτικής Οικονομίας, Ντμίτρι Πατρούσεφ, δήλωσε κατά τη διάρκεια της κυβερνητικής σύσκεψης, της οποίας προήδρευσε ο Πούτιν, ότι η ασφάλεια των τροφίμων είναι διασφαλισμένη και ότι η Μόσχα θα συνεχίσει να εξυπηρετεί τις δεσμεύσεις της στον τομέα των εξαγωγών για τις παγκόσμιες αγορές αγροτικών προϊόντων.
Εν τω μεταξύ, το υπουργείο Οικονομικών της Ρωσίας δήλωσε ότι έχει λάβει μέτρα για τον περιορισμό της εκροής κεφαλαίων και ότι θα συνεργαστεί με τη ρωσική κεντρική τράπεζα για να διασφαλίσει τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Προτεραιότητα του υπουργείου, είπε, είναι η σταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Λίγες ημέρες πριν, ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν είχε ανακοινώσει το εμπάργκο των ΗΠΑ στο ρωσικό πετρέλαιο, ενώ η Βρετανία και η Ε.Ε. παρουσίασαν σχέδιο σταδιακής απομάκρυνσης από τη Ρωσία για την εξυπηρέτηση των ενεργειακών αναγκών τους.
Έχουν προηγηθεί εκκλήσεις από τον πρόεδρο της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, για αποκλεισμό των εισαγωγών ρωσικών προϊόντων, στο πλαίσιο των αυξανόμενων κυρώσεων που επιβάλλονται στη Ρωσία από την ημέρα της εισβολής της σε ουκρανικά εδάφη.
Πολλές χώρες της Δύσης απαγόρευσαν την εισαγωγή πετρελαίου από τη Ρωσία
Οι ΗΠΑ απαγόρευσαν τις εισαγωγές πετρελαίου και αερίου από τη Μόσχα την Τρίτη, ενώ κάποιες πετρελαϊκές εταιρίες της Δύσης, συμπεριλαμβανομένης της Shell, έχουν πει ότι θα σταματήσουν να αγοράζουν ρωσικό αέριο.
Οι κυρώσεις της Δύσης δεν είχαν ακόμα αντίκτυπο στη ρωσική παραγωγή πετρελαίου, καθώς τα τελευταία στοιχεία έδειξαν ότι η παραγωγή της αυξήθηκε κατά 55.000 βαρέλια την ημέρα στα 11,1 εκατ. βαρέλια την ημέρα τον Μάρτιο από τον Φεβρουάριο, σύμφωνα με την εφημερίδα Kommersant, που επικαλείται στοιχεία από το ρωσικό υπουργείο Ενέργειας.
Ο Νόβακ δήλωσε ότι η Ρωσία εργάζεται με πετρελαϊκές εταιρίες και τους αγοραστές για να βρει άλλους τρόπους πληρωμής, χωρίς να υπάρχει η ανάγκη για πιστωτικές επιστολές.
«Βρίσκουμε άλλους τρόπους, για παράδειγμα, με κινεζικές εταιρίες –δεν είναι μια μέθοδος ευρείας χρήσης, είναι μεμονωμένες περιπτώσεις», φέρεται να δήλωσε ο Νόβακ.
Κάποιες εταιρείες πετρελαίου της Ρωσίας δυσκολεύονται να πουλήσουν τα φορτία τους
Η παραγωγή από τη μεγαλύτερη ρωσική εταιρία Rosneft διαμορφώθηκε στα 3,4 εκατ. βαρέλια την ημέρα, εξαιρουμένης της Bashneft, η παραγωγή της Lukoil ήταν 1,6 εκατ. βαρέλια την ημέρα, της Surgutneftegaz 1,2 εκατ. βαρέλια την ημέρα και της Gazprom Neft ήταν 0,8 εκατ. βαρέλια την ημέρα, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε η Kommersant.
Ενώ η συνολική παραγωγή αυξήθηκε, με την Gazprom Neft να αντιστοιχεί στα τέσσερα πέμπτα της αύξησης, κάποιες ρωσικές εταιρίες παραγωγής αντιμετωπίζουν πρόβλημα στο να πουλήσουν τα φορτία τους, σύμφωνα με την Kommersant.
Αναλυτές στην εταιρία Rystad Energy στο Όσλο δήλωσαν νωρίτερα αυτή την εβδομάδα ότι η Ρωσία ίσως αναγκαστεί να αρχίσει να περιορίζει την παραγωγή της σε αργό πετρέλαιο, εάν το εμπάργκο λάβει μεγαλύτερες διαστάσεις, όπως αναγκάστηκε να κάνει τον Απρίλιο του 2020, όταν η παγκόσμια ζήτηση κατέρρευσε λόγω της πανδημίας της COVID-19.
Πηγή: iefimerida.gr