Σύμφωνα με τα πρόσφατα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο πληθωρισμός από το 5,1% του Δεκεμβρίου σκαρφάλωσε στο 7,2% το Φεβρουάριο και σε συνδυασμό με τα ευρήματα της έρευνας του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ, ότι οι οικονομικά αδύνατοι πολίτες μπορούν να επιβιώσουν στοιχειωδώς μόνο τις 19 πρώτες ημέρες του μήνα, αναδεικνύουν περίτρανα ότι η ακρίβεια και οι ανατιμήσεις προϋπήρχαν πολλούς μήνες πριν από την κρίση της Ουκρανίας και, συνεπώς, το αφήγημα της κυβέρνησης δεν πείθει ότι για όλα φταίει ο πόλεμος.
Αναμφίβολα, βέβαια, οι γεωπολιτικές εξελίξεις ανατροφοδοτούν την προϋπάρχουσα οικονομική, ενεργειακή και κοινωνική κρίση. Όμως, η κυβέρνηση, αντί να αναζητά λύσεις, αναζητά δικαιολογίες αποποιούμενη των ευθυνών της και αποδίδοντας την εκρηκτική ακρίβεια σε εξωγενείς παράγοντες, πιστή στην αντίληψή της ότι πάντα φταίει κάποιος άλλος και ποτέ η κυβέρνηση.
Τελικά, η ετεροχρονισμένη εξαγγελία των ατελέσφορων μέτρων της κυβέρνησης αδυνατεί να στηρίξει τον παραγωγικό ιστό της χώρας, ούτε ανακουφίζει την κοινωνία, γιατί δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα στη ρίζα του, με στοχευμένες δράσεις. Όταν, λοιπόν, ο πληθωρισμός καλπάζει και οδεύει προς διψήφιο ποσοστό, το ρεύμα να έχει αυξηθεί κατά 71%, το φυσικό αέριο κατά 78,5%, η βενζίνη κατά 31%, το πετρέλαιο κίνησης κατά 44%, τα εξαγγελθέντα μέτρα δεν αγγίζουν το πρόβλημα, γιατί δεν αναφέρονται σε πλαφόν στις τιμές στην ενέργεια και στα καύσιμα όπως θεσμοθέτησαν πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Δεν αναφέρονται στη μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης και της φορολόγησης στα καύσιμα. Δεν αντιμετωπίζεται επίσης το πρόβλημα της ακρίβειας που μαστίζει τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, με την απροθυμία της κυβέρνησης να πραγματοποιήσει πραγματικούς ελέγχους στην αγορά. Για σημαντικά τμήματα της ελληνικής οικονομίας, όπως η πρωτογενής παραγωγή, η μεταποίηση και ο τουρισμός, που δέχονται τεράστιο πλήγμα από την εκτίναξη των τιμών, δεν αναφέρουν συγκεκριμένα μέτρα για ουσιαστική επίλυση του προβλήματος.
Αν ήθελε πραγματικά η κυβέρνηση να ελέγξει την ξέφρενη πορεία των ανατιμήσεων και της ακρίβειας, θα έπαιρνε ουσιαστικά και στοχευμένα μέτρα. Η επιβολή πλαφόν στην τιμή του ρεύματος, η γενναία αύξηση του κατώτατου μισθού και ταυτόχρονα η μείωση του ΦΠΑ σε βασικά είδη διατροφής και στον ειδικό φόρο στα καύσιμα, είναι μέτρα που έπρεπε να έχουν ήδη παρθεί.
Όσο, όμως, δεν εφαρμόζονται τέτοια μέτρα, η κρίση θα βαθαίνει και οι πολίτες θα οδηγούνται σε οικονομικό και κοινωνικό αδιέξοδο. Τελικά, η πολυσύνθετη κρίση που διανύουμε διαμορφώνει νέες και μεγάλες προκλήσεις. Το χάσιμο χρόνου στη δεδομένη συγκυρία ισοδυναμεί με κατάρρευση του παραγωγικού ιστού και των εισοδημάτων, φέρνοντας την ελληνική κοινωνία στην απόγνωση.
Γι’ αυτό απαιτούνται συγκεκριμένες προτάσεις και παρεμβατικές αναπτυξιακές δράσεις με κοινωνικό πρόσημο και εμπροσθοβαρή χαρακτήρα, προκειμένου να κρατήσουμε ζωντανό τον παραγωγικό ιστό της χώρας και την κοινωνία όρθια, στην κρίσιμη και ακραία φάση που περνάμε.
Αυτός είναι ο δρόμος που χρειάζεται ο τόπος και έχει ανάγκη η κοινωνία.
Του Παναγιώτη Αλευρά
Γεωπόνου, πρώην αντιπεριφερειάρχη Μεσσηνίας