Τα σαγόνια του… Ζαχαρία!

Τα σαγόνια του… Ζαχαρία!

Κόλλησα το στόμα μου στο ακουστικό του μαύρου, παλιού τηλεφώνου για να μην ακούγεται ο εξωτερικός θόρυβος από τα αυτοκίνητα και τους πεζούς. «Λάκη, δε θα μπορέσω, δυστυχώς, να ‘ρθω σήμερα για μάθημα… γκουχ!… γκουχ! … (καλά, είμαι σπουδαίος ηθοποιός!), σίγουρα θα σε κολλήσω και δε θα το ‘θελα… γκουχ!… γκουχ!…».

Ο Λάκης ήταν στενός φίλος του αδελφού μου και αριστούχος τριτοετής φοιτητής του Φυσικο-μαθηματικού. Αμέσως μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς ο πατέρας μου του είχε εμπιστευτεί τη συνέχεια της θλιβερής μου πορείας (εννοείται… κατηφορικής!) στα Μαθηματικά και τη Φυσικοχημεία, ελπίζοντας βέβαια σε σταματημό της. Εννοείται πως ο Λάκης έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε. Το να τηλεφωνήσει στο σπίτι και να αναφέρει την ακύρωση του μαθήματος στους γονείς μου ήταν εντελώς απίθανο, συνεπώς ουσιαστικά δε ρισκάριζα τίποτε.

Άφησα μία δραχμή στο γυάλινο τασάκι του περιπτέρου και αμέσως μετά πέρασα στο απέναντι πεζοδρόμιο. Αφού χάζεψα λίγο στα μαγαζιά, κατηφόρισα προς το τοπικό σινεμά, λίγες δεκάδες μέτρα παρακάτω και με δέος στάθηκα έξω από την είσοδο… «Τα σαγόνια του καρχαρία».

Στη σχετική αφίσα, δύο τεράστια, απολύτως τρομακτικά και γεμάτα κοφτερά δόντια σαγόνια έχασκαν κάτω από μια ανυποψίαστη, χαζοχαρούμενη κολυμβήτρια, προϊδεάζοντας τον υποψήφιο θεατή για το περιεχόμενο της ταινίας, οι δε φωτογραφίες στα εξωτερικά ταμπλό ανέβαζαν την αδρεναλίνη στο κόκκινο. Χωρίς τον παραμικρό δισταγμό και με το χαρτοφύλακα με τα βιβλία της τριγωνομετρίας στη μασχάλη, έβγαλα τα χρήματα και πλησίασα αποφασιστικά στο ταμείο.

Για την ταινία δε θα πω εδώ το παραμικρό, αφού τα τελευταία σχεδόν πενήντα χρόνια την έχουν δει και άνθρωποι που δεν είχαν καν γεννηθεί τότε. Θα ομολογήσω όμως ότι, όταν τελείωσε και βγήκα από την αίθουσα, ανηφόρισα το δρόμο προς το σπίτι με όλες τις τρίχες του σώματός μου… κάγκελο!

Στο σαλόνι του σπιτιού μας τώρα, ο πατέρας μου παρακολουθούσε αμίλητος τις βραδινές ειδήσεις της ΥΕΝΕΔ, ενώ η μητέρα μου ετοίμαζε κάτι πρόχειρο για βραδινό στην κουζίνα. Πήγα στο δωμάτιό μου και άφησα το χαρτοφύλακα. Ενστικτωδώς, θεώρησα τη σιωπή και την ακινησία του πατέρα μου κάτι σαν τη γαλήνη πριν από την καταιγίδα και γι’ αυτό, επιστρέφοντας από το δωμάτιο, θεώρησα ότι θα ήταν καλή ιδέα να θολώσω, προληπτικά και καλού-κακού, τα νερά.

«Ουφ! Βαρέθηκα πια! Ημίτονα… συνημίτονα… εφαπτόμενες! Έλεος, μπούχτισα! Άντε, να πάει στην ευχή και το αυριανό επαναληπτικό διαγώνισμα στην τριγωνομετρία, να τελειώνουμε!».

Εκείνη τη στιγμή ο πατέρας μου, που με το ζόρι κρατιόταν ως τότε, εξερράγη: «Αλητήριε!… Ηθοποιέ!… Υποκριτή!… Ως πότε, επιτέλους, θα δουλεύω σαν σκλάβος για να σε χρηματοδοτώ;». Η μητέρα μου πετάχτηκε απ’ την κουζίνα αναστατωμένη: «Ηρέμησε, άνθρωπέ μου, μη κάνεις έτσι! Θα πάθεις τίποτε!».

Ωστόσο, τον πατέρα μου –ο οποίος, επιστρέφοντας στο σπίτι, με είχε, για… πολύ κακή μου τύχη, δει να μπαίνω στον κινηματογράφο χωρίς να τον δω κι εγώ– δεν τον σταματούσε τίποτε: «Απ’ τα…Σαγόνια του Καρχαρία μπορεί να γλίτωσες, άχρηστε! Απ’ τα δικά μου χέρια, όμως, δε θα σε γλιτώσει τίποτε!».

Προφητικό, αλλά μόνον εν μέρει, αφού, τελικώς,

απ’ τα Σαγόνια του Καρχαρία όντως γλίτωσα, με λίγους περιστασιακούς νυχτερινούς εφιάλτες τις νύχτες που ακολούθησαν.

Από τα χέρια του ίδιου του πατέρα μου επίσης, με δυο-τρεις αόριστες και ουδέποτε πραγματοποιηθείσες απειλές όλες κι όλες.

Από τα… πόδια του καθηγητή-επιτηρητή Ζαχαρία Μ., όμως, δε γλίτωσα: με έπιασε να αντιγράφω από την κόλλα του συμμαθητή μου που καθόταν ακριβώς μπροστά μου και με πέταξε με τις κλωτσιές από την αίθουσα…

Του Φ.Κ. Παπαδημητρίου
filpapad@gmail.com