Γκαρσόν, ένα νερό γρήγορα και ερρίχθηκε απάνω στην καρέκλα σάμπως να έφερε βάρος χιλίων τόννων επάνω του. Με το ένα του πόδι κατόρθωσε να σύρη κοντά του άλλη μία καρέκλα. Έβγαλε το καπέλλο του, το έρριψε επάνω στη δεύτερη καρέκλα και έπειτα αφού εξάπλωσε τα πόδια του, έσυρε και άλλη μία καρέκλα και διεμοίρασεν επ’ αυτής το ήμισυ του βάρους του, εσήκωσε το χέρι του, έτριψε λίγο το κεφάλι του και… εκοιμήθη.
Κύριος, το νερό.
Τίποτε.
Κύριος, το νερόοοο…
Αει! Σιγά με ξεκούφανες. Τι νερό είναι αυτό, βρε παληόπεδο; Είναι θερμός.
Ξέρετε, κύριε, οι γιατροί για να κόβεται η δίψα συνιστούν περισσότερον τα χλιαρά ύδατα.
Και ο αφεντικός σου τάμαθε αυτά, βρε; Πήγαινε να χαθής από εκεί…
Το παιδί με ένα χαμόγελο και χύνων το νερό μετά μιας στροφής είπε: άει και να σφίξουνε ακόμη οι ζέστες τι έχει να γείνη…
Τι είπες, βρε παληόπαιδο, για ζουρλόν με πέρασες; Φέρε μου μίαν εφημερίδα…
Αμέσως αγκαζέ τον Ριζοσπάστη.
Όχι, βρε, τον Ριζοσπάστην, μίαν άλλη θέλω.
Διάβασε καλλίτερα τον Ριζοσπάστην, κύριε, θα μάθης πολλά πράγματα. Να πρώτα θα μάθης, ότι τα γκαρσόνια πρέπει να παίρνουν 500 δραχμάς τον μήνα, να εργάζονται τέσσαρας ώρες το ημερόνυκτο και να κοιμούνται άλλες δύο το μεσημέρι.
Έτσι ε; Και για τους τεμπέληδες, βρε, δεν γράφει τίποτε…
Μα τι θέλεις, περισσότερα να γράφη, από όσα σου είπα; Μπορείς να γείνης και συ γκαρσόνι, έτσι και έτσι κάθεσαι και δεν δουλεύεις. Το ίδιο θα είναι.
Καλά, φέρε μου, σε παρακαλώ, λιγάκι νερό κρύο τώρα.
Μα δεν άκουσες, είναι τώρα μεσημεριανή αργία.
Έβγαλε έπειτα το μανδήλι του, εσφούγγισε τον ιδρώτα που έτρεχε ποταμηδόν από το πρόσωπόν του, άφησε δύο τρία φυσήματα και εγερθείς ελαφρότερος από ό,τι εκάθισε, εγύρισε, εχαιρέτησε με μια υπόκλισι το γκαρσόνι και… με συγχωρείτε, κύριε γκαρσόνι, που σας εχάλασα την μεσημεριανήν ανάπαυσιν…
Ο ΠΑΛΑΙΟΣ