Τα ακρογιάλια ήσυχα πλέον και γαληνεμένα πίνουν ηδονικά το φως του ανοιξιάτικου ήλιου.
Το φιλικόν πτερέτισμα γνωρίμων χελιδονιών κάτω από την μαυρισμένην στέγην του παλαϊκού σπιτιού ηκούσθη εις εύθυμον τόνον αναγνωρίσεως και εις την εξοχήν τα ολοπράσινα κλωνάρια των χαμοδένδρων λικνίζουν μέσα εις το χαρωπόν φως κάτω από τον κυανούν ουρανόν ωχρά άνθη.
H επάνοδος αυτής της ανοίξεως αφήνει πολλούς όχι μόνον ασυγκινήτους αλλά και θυμωμένους.
Νοσταλγούν εν μελαγχολικόν δείλι του φθινοπώρου και μίαν άποψιν προς την Δύσιν πυρπολουμένην από ξανθά σύννεφα, ή καλλίτερα μίαν χειμερινήν νύκτα και ένα περίπατον ανάμεσα του δάσους και της ομίχλης με τον άνεμον εμπρός.
Πολλάκις ανεζήτησαν την αφορμήν της τοιαύτης νοσταλγίας και εχρειάσθη ψυχολογίαν δια να την συμπεράνω.
Η ανθρωπίνη ψυχή προσπαθεί ν’ αφομοιώση τον εξωτερικόν κόσμον και τον εσωτερικόν.
Αι εκ φύσεως μελαγχολικαί αντιλήψεις θα ευρίσκουν ανυπέρβλητον δυσκολίαν κατά την ενέργειαν μιας αφομοιώσεως του φαιδρού και πολυθορύβου virtuoso της ανοίξεως προς το ήρεμον και απαλόν andaute του εσωτερικού κόσμου.
Ο τρόπος αυτός της καλαισθητικής αντιλήψεως ανεπτύχθη από τους χρόνους του Βύρωνος, επέρασε μάλιστα και κάμποσον καιρόν ως μόδα υπό το όνομα Βυρωνισμός.
Έκτοτε όμως προώδευσε πολύ και ως προς τούτο επείσθην από προχθές.
Είχα πάη εις την εξοχήν. Ένας όνος βόσκων κάπου εσήκωσεν έξαφνα τα αυτιά του και ήρχισε να διαλαλή εις λα μινόρε – είναι ο τόνος της περιπαθούς μελαγχολίας – τας ανησυχίας της ψυχής του.
Το ρωμαντικό τετράποδον έκανε ό,τι και άλλοι – ολίγοι ευτυχώς δίποδες.
Αι ανάγκαι της ζωής απαιτούν εργασίαν και δράσιν ολονέν περισσοτέρας.
Εις το εξής θα μελαγχολούν κατά τον ρωμαντικόν τρόπον όσοι έχουν καιρόν, κατά συνέπειαν και εγώ εάν μου τύχη το λαχείον, ή εάν μου εμπιστευθούν καμμίαν προμήθειαν γαιανθράκων του στόλου.
Εν τω μεταξύ όμως υπάρχει τρόπος να απολαμβάνη κανείς την χαράν της ζωής και να διαθέτη τας ολίγας ώρας της σχόλης του κατά τρόπον ο οποίος εάν δεν τον κάνη απολύτως ευτυχή, του δίδει όμως μίαν ιδέαν της ευτυχίας.
Ολίγες ώρες ολίγον έξω από την αιωνίως κοιμωμένην πόλιν μας υπάρχει η σπαργώσα φύσις, η οποία μας υπόσχεται τα ωραιότερα δώρα της ψυχής και των αισθήσεων.
Μία περιπλάνησις εις τα χωράφια, ένα σκαρφάλωμα προς την βελανιδιά, ένας περίπατος έως εις τον Αλμυρόν είναι αρκετός να μας αποδείξη ότι η ζωή έχει και στιγμάς ωραίας και να μας τονίση την αγάπην προς την ζωήν.
Και για κείνους που δυσκολεύονται να εγκαταλείψουν τους κονιορτοβριθείς δρόμους της Καλαμάτας παρέχω μίαν πρόχειρον συνταγήν. Να κάμνουν καθημερινώς έναν περίπατον προς την Παραλίαν δια των περιβολίων ή δια της λεωφόρου Φαρρών και να ξαπλωθούν εις τον Αντιβραχίονα.
Ας τον κάμνουν καθημερινώς και δεν θα μετανοήσουν.