Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και η πεισματική άρνηση αναγνώρισης της κανονικής Αυτοκεφαλίας της Ουκρανικής Εκκλησίας από το Πατριαρχείο Μόσχας αποτελούν δύο όψεις του ιδίου νομίσματος, του ρωσικού-μοσχοβιτικού ιμπεριαλισμού, ο οποίος εμπεδώνεται πολιτικά ως επεκτατισμός και γεωεκκλησιαστικά με το γνώριμο και ξαναζεσταμένο αφήγημα περί της «Τρίτης Ρώμης».
Η σημερινή αιτιολογική βάση του πολέμου στην Ουκρανία όσο και η συστηματική φαλκίδευση της Αυτοκέφαλης εκκλησιαστικής ταυτότητας της Ουκρανίας αποτελούν αναμφίβολα έκφραση μιας κοινής ιδεολογικής συνισταμένης ρωσικής πολιτικής ηγεσίας και της Ρωσικής Εκκλησίας, αφενός ως προς την αμφισβήτηση του νομίμου δικαιώματός των περί αυτοτελούς παρουσίας στην κοινωνία των ανεξάρτητων εθνών ταυτοτικά, γλωσσικά, κυριαρχικά, πολιτιστικά και εκκλησιαστικά και αφετέρου επιβολής ενός ρωσικού εθνοφυλετισμού και πανσλαβισμού, σε επίπεδο πολιτικό και πεδίο εκκλησιαστικό.
Αυτός ο ρωσικός εθνοφυλετισμός και πανσλαβισμός, θεμελιωμένος σε γνωστά εκκλησιαστικά καταστατικά κείμενα του Πατριαρχείου Μόσχας, και με όχημα την ίδια την Εκκλησία, προσπαθεί να επιβληθεί για να προβάλλει είτε τον «ρωσικό πολιτισμό» ως ιστορική μήτρα κάποιων άλλων εθνοτήτων είτε να επιβεβαιώσει την εκκλησιαστική επικυριαρχία του μέσα από τον προσδιορισμό ιστορικών μνημείων και αναφορών ρωσικής παράδοσης, καθιερώνοντας με τον τρόπο αυτόν και έναν ανάλογο γεωπολιτικό και γεωεκκλησιαστικό universalismus.
Η Ουκρανία, ατυχώς, αποτελεί όχι μόνο το παράδειγμα αλλά και τον κατεξοχήν γεωπολιτικό και γεωεκκλησιαστικό χώρο για την εμπέδωση αυτής της εθνοφυλετικής πανσλαβικής νοοτροπίας μέσα από τη συμπόρευση Ρωσικής Πολιτείας και Εκκλησίας. Και αυτός είναι ο πρώτος πυλώνας του αφηγήματος περί της «Τρίτης Ρώμης», λες και υπήρξε ποτέ «πρώτη» και «δεύτερη», σε αντίθεση προς το ιστορικώς και κανονικά βεβαιωμένο περί της «Παλαιάς» και της «Νέας Ρώμης». Η Ρωσική Εκκλησία προσέγγιζε πάντοτε τον μεν δυτικό πολιτισμό ως αμαρτωλό, καταραμένο, καταδικαστέο και κατά τούτο απορριπτέο, επειδή δήθεν αλλοιώνει τον ανατολίτικο πολιτισμό και προβάλλει άλλα πρότυπα ζωής.
Δεύτερο πυλώνα θεωρώ τη φοβική αμφιταλάντευση του Πατριαρχείου Μόσχας μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Αποτελεί το αμάρτημα έναντι της ρωσικής εκκλησιαστικής παράδοσης, το οποίον ανέκαθεν αποτελούσε για το Πατριαρχείο της Μόσχας το πρόσκομμα προσέγγισης όχι μόνο έναντι των ομοδόξων Εκκλησιών της Δύσης αλλά γενικότερα και έναντι των λοιπών χριστιανικών Εκκλησιών.
Η Ρωσική Εκκλησία προσέγγιζε πάντοτε τον μεν δυτικό πολιτισμό ως αμαρτωλό, καταραμένο, καταδικαστέο και κατά τούτο απορριπτέο, επειδή δήθεν αλλοιώνει τον ανατολίτικο πολιτισμό και προβάλλει άλλα πρότυπα ζωής. Η εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία και ο ιδεολογικός επιστηριγμός τους από τη Ρωσική Εκκλησία αυτό ακριβώς σηματοδοτεί: έναν πόλεμο εναντίον της Δύσης και του δυτικού πολιτισμού. Πόλεμο στον πολιτισμό της ελευθερίας, της δικαιωματικής και συνταγματικά κατοχυρωμένης ατομικής επιλογής κάθε ανθρώπινου όντος, προκειμένου να επιβληθεί εκ νέου το μοντέλο μιας ανατολικής απολυταρχίας, δεδοκιμασμένης ανεπιτυχώς στο πρόσφατο ιστορικό παρελθόν, προκειμένου να ισχύουν δι’ επιβολής οι αποφάσεις κάποιας «πεφωτισμένης ηγεσίας».
Τελικώς, σε αυτόν τον πυλώνα με επικάλυμμα τη ρωσική παράδοση, ως την αυθεντική έκφραση της παραδοσιακής εκκλησιαστικότητας, εφαρμόζονται κοινωνικά μοντέλα πολιτικού και εκκλησιαστικού ολοκληρωτισμού. Μια άλλη ιδιοπαθής σχέση ταυτότητας Ρωσικής Πολιτείας και Εκκλησίας.
Στη θεωρητική βάση των δύο αυτών πυλώνων η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία χαρακτηρίζεται από τη Ρωσική Εκκλησία «ιερή» ενέργεια· το εκκλησιαστικό ζήτημα υποστηρίζεται από την ιδεολογία του «ρωσικού κόσμου» και το πολιτικό και στρατιωτικό θέμα εφευρίσκει τον στηριγμό του στον «περιούσιο λαό του Θεού», στο «νέο έθνος», στον «εκλεκτό λαό του Θεού».
Ενα τέτοιο όμως εξατομικευμένο μοντέλο κοινωνίας, μάλιστα ενδεδυμένο τον μανδύα της εκκλησιαστικότητας, αναμφίβολα οδηγεί σε αποκλεισμούς, αποκλειστικότητες, απολυτότητες, απολυτοποιήσεις και αδιέξοδα έστω και αν δικαιολογεί «άριστα» τον χαρακτηρισμό ενός πολέμου ως «ιερού» ο οποίος επευλογείται μέχρι τελικής καταστροφής του ante portas εχθρού!
Φτάσαμε, συνεπώς, στο σημείο όπου το περί «Τρίτης Ρώμης» αφήγημα αποτελεί το όχημα επαναφοράς του «ψυχρού πολέμου» μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Μια πολιτική ηγεσία με θεοκρατικές αντιλήψεις νομιμοποιείται για έναν επιθετικό πόλεμο, ενώ μία κατ’ ουσίαν εκκοσμικευμένη εκκλησιαστική ηγεσία με τα ιδιοτελή συνθηματικά «έξω από την Ευρώπη», «απαξίωση σε κάθε μορφή διαλόγου με τη Δύση» και «αποκομμένοι από τον αμαρτωλό δυτικό πολιτισμό» δικαιολογεί τη δική της θετική στάση απέναντι στον επιθετικό αυτόν πόλεμο προσφέροντάς του «πνευματικό άλλοθι» και αυτάρεσκα ικανοποιεί τον αρνητισμό της έναντι του κανονικού Αυτοκεφάλου της Ουκρανικής Εκκλησίας.
Θα πρέπει όμως όλοι μας και κυρίως οι δύο αυτές ηγεσίες να έχουμε κατά νουν ότι η ιστορία και διδάσκει και εκδικείται. Πρόσφατη διδακτική απόδειξη τα οδυνηρά γεγονότα του 1917 για την Εκκλησία της Μόσχας. Αυτά που σε καμία περίπτωση και για κανέναν λόγο δεν θα πρέπει να επαναληφθούν ως εκδικητική φάρσα στο άμεσο μέλλον.
Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας tomanifesto