Βιβλιοπαρουσίαση απόψε στις 7.30 μ.μ. στο βιβλιοπωλείο “Bookmark”…
Η παραλία Μαρίκες της Ραφήνας έδωσε το όνομά της στο ομώνυμο βιβλίο του Ηλία Φραγκάκη, όχι όμως με την ομορφιά της ή το αρχαιολογικό ενδιαφέρον της περιοχής, αλλά ως η αρχή του νήματος για να πλέξει την ιστορία του.
Ήταν το κάμπινγκ των απόκληρων και μια …γάτα που αποτέλεσαν το σπινθήρα για να διηγηθεί το «προσφυγικό» ζήτημα, όπως το είχε βιώσει σε διάφορες περιόδους της ζωής του και πιο έντονα κατά την 3ετία που ενεπλάκη άμεσα με τα ασυνόδευτα παιδιά που έρχονται στο άγνωστο από την Ανατολή.
Πραγματικότητα και φαντασία συνέθεσαν ένα εκρηκτικό μίγμα, ένα δυνατό μυθιστόρημα, με «τρυφερότητα, χιούμορ και σαρκασμό», στοιχεία που συνυπάρχουν με σκληρές σκηνές καθώς ο Ηλίας Φραγκάκης επιλέγει να κοιτάξει κατάματα την αλήθεια, να φωτίσει με γενναιότητα την σκοτεινή πλευρά της Ελλάδας, επιλέγοντας την πλευρά του φωτός και της ανθρωπιάς.
Εν όψει της αποψινής βιβλιοπαρουσίασης, ο καταξιωμένος σκηνοθέτης, μεταφραστής και συγγραφέας μίλησε στο «Θ» για το «Μαρίκες» και το φλέγον θέμα που πραγματεύεται στις περίπου 170 σελίδες του πρώτου του αυτού μυθιστορήματος.
Ποιος είναι ο Ηλίας Φραγκάκης
Ο Ηλίας Φραγκάκης γεννήθηκε το 1963 στην Αθήνα. Έχει σκηνοθετήσει θέατρο, ταινίες μικρού μήκους, ντοκυμαντέρ και μια τηλεοπτική σειρά. Υπήρξε καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Ρόδου και του Δημοτικού Θεάτρου Κερατσινίου. Ίδρυσε την εταιρεία θεάτρου Σχολείον της Νυκτός και το Θέατρο Χώρος. Έχει μεταφράσει θεατρικά έργα, ποίηση και κείμενα θεωρίας του πολιτισμού από τα αγγλικά, τα βουλγαρικά, τα γαλλικά και τα ισπανικά.
Ευριπίδη Ορέστης (μετάφραση) [εταιρεία θεάτρου Σχολείον της Νυκτός 1996], Γράμματα σε μια Γυναίκα (ποίηση) [Θράκα 2019, β´ έκδοση Ενύπνιο 2020], #System failure (διήγημα) [στον συλλογικό τρίγλωσσο τόμο Ο κόσμος του χθες, ο κόσμος του αύριο, Καστανιώτης 2020]. Οι Μαρίκες είναι το πρώτο του μυθιστόρημα.
-Πείτε μας πώς γράφτηκε και σε τι αναφέρεται το «Μαρίκες»…
«Αυτό το βιβλίο είναι ένας συνδυασμός προσωπικών βιωμάτων, δηλαδή μαρτυρίας από πράγματα που έχω ζήσει και μυθοπλασίας. Έγραφα ένα άλλο μυθιστόρημα και το διέκοψα για να γράψω το «Μαρίκες».
Εγώ γενικά δεν γράφω γρήγορα, αλλά αυτό βγήκε σα …νερό, μέσα σε λίγους μήνες, γιατί ήταν πράγματα που τα κουβάλαγα μέσα μου. Έχω ζήσει από κοντά και τους πολιτικούς πρόσφυγες, καθώς ένα μέρος των σπουδών μου το έχω κάνει στη Βουλγαρία, κι εδώ όταν ήρθαν πάλι τους έζησα και είδα τι αντιμετώπιση είχανε. Και έζησα και το σύγχρονο προσφυγικό, όταν δούλευα για τρία χρόνια με ασυνόδευτους ανήλικους πρόσφυγες. Οπότε αυτό όλο κάπου έπρεπε να βγει, γιατί ήταν ένα ποτάμι, το οποίο με έπνιγε. Όλα έγιναν πολύ εύκολα όταν συνδύασα την πλοκή με την περίπτωση δύο παππούδων, οι οποίοι είναι φανταστικά πρόσωπα, στα 90τόσα τους και ζουν μαζί σε ένα κάμπινγκ. Είναι άνθρωποι που ζουν σε τροχόσπιτα, που είναι πεταμένα από την κρίση, όπως είναι στην Αμερική τα λεγόμενα «λευκά σκουπίδια».
Στην παραλία Μαρίκες είδα ένα τέτοιο κάμπινγκ και εμπνεύστηκα εκεί τους δύο παππούδες. Ο ένας είναι βασιλικός και ο άλλος είναι από τη μεριά του Δημοκρατικού Στρατού, που είχε φύγει πολιτικός πρόσφυγας στια ανατολικές χώρες. Συμβιώνουν στο ίδιο κάμπινγκ, έχουν ένα τρομερό δέσιμο, μια τρομερή φιλία. «Τρώγονται» συνέχεια, πειράζει ο ένας τον άλλο συνέχεια, με τα πολιτικά, με τα ποδοσφαιρικά, με αυτά, αλλά δεν μπορούν χώρια είναι καλύτερα και από αδέρφια. Και δεν ξέρουν κι οι ίδιοι τι δέσιμο είναι αυτό που έχουν. Στο τέλος του βιβλίου το μαθαίνουν και μαθαίνουμε κι εμείς μαζί τους, τι είναι αυτό που τους δένει. Είναι μια πολύ συγκινητική στιγμή.
Γύρω από αυτό περιστρέφονται όλα, γιατί ο γιος του ενός, που έχει γεννηθεί στη Βουλγαρία, έχει σπουδάσει Κοινωνιολόγος και έχει γαλουχηθεί με την Ελλάδα, με την πατρίδα, ο λαός, οι αγώνες κτλ., επαναπατρίστηκε και δουλεύει με ανήλικους πρόσφυγες. Αυτοί οι άνθρωποι είναι ξένοι στον τόπο τους, όταν ήρθαν τους κοιτάγανε με μισό μάτι, τους προσπέρασε η ζωή. Το ίδιο συνέβη με αυτούς που ήρθαν από τη Μικρά Ασία.
Η δράση του βιβλίου όλη είναι μια Οδύσσεια που κρατάει ένα 24ωρο, μια παραμονή Πρωτοχρονιάς. Από το μεσημέρι της παραμονής, μέχρι το μεσημέρι ανήμερα, εκεί μέσα γίνονται όλα. Ο χρόνος όμως είναι κατακερματισμένος, το 24ωρα πάει συνεχώς μπρος πίσω και σιγά σιγά αρχίζεις και βλέπεις διαφορετικούς ανθρώπους: ένα ζευγάρι αστυνομικών, μια τριανδρία νεοφασιστών, ο ένας Αλβανός, ο άλλος Ουκρανός, ο άλλος Έλληνας. Πώς συνδέονται όλοι αυτοί μεταξύ τους, σε έναν κύκλο αίματος κυριολεκτικά και πώς συγκρούεται η φρίκη με την ανθρωπιά και την αλληλεγγύη;
Έχει πολύ σκληρές σκηνές το βιβλίο μέσα, γιατί έτσι είναι, δεν μπορεί να περιγραφεί αλλιώς η φρίκη και η σκληρότητα. Αλλά έχει και πολλή τρυφερότητα, πολλή ανθρωπιά, έχει χιούμορ, σαρκασμό, έχει και ρήσεις σπουδαίων ανδρών, οι οποίες όμως βγαίνουν από το στόμα, ηρώων μέσα από το βιβλίο οι οποίοι έχουν την καλλιέργεια να το κάνουνε.
Είναι ας πούμε ο Βλαδίμηρος ο κοινωνιολόγος, ο οποίος έχει την κουλτούρα και την παιδεία να θυμάται σε κάτι που βλέπει μπροστά του κάτι που είπε ο Προυστ, τι είπε ο Ντοστογέφσκι. Και είναι βέβαια και ο αφηγητής ο οποίος αποκαλύπτεται μόνο στο τέλος του βιβλίου. Αυτός είναι ο μύθος, ο ιστός της αράχνης γύρω από την ιστορία, είναι μια Ελλάδα του σήμερα, η οποία είναι η σκοτεινή της πλευρά την οποία κάνουμε ότι δεν βλέπουμε».
-Ποια είναι η διαφορετική σκοπιά του μυθιστορήματός σας;
«Είναι το να κοιτάξουμε κατάματα τον εαυτό μας, τους γύρω μας, την ιστορία και μετά να κάνουμε κάποιες επιλογές, δηλαδή πρέπει να επιλέξουμε ανάμεσα στη βία ή αν θα γίνουμε Άνθρωποι. Κι όταν λέω άνθρωποι, δεν κάνουμε διαχωρισμούς, είμαστε άνθρωποι αλληλέγγυοι, αδελφωμένοι, με ευαισθησίες, με ανθρωπιά, το αντίθετο του ρατσισμού και του φασισμού.
Η ιδιαιτερότητα που υπάρχει στο «Μαρίκες» είναι ότι συνδέει και δείχνει το Αιγαίο σαν μια γέφυρα που προαιώνια μετακινούνταν πληθυσμοί, είτε λόγω πολέμων, είτε λόγω εμπορικών συναλλαγών, είτε λόγω περιπετειών. Και δείχνει ότι σε όλο αυτό το χώρο οι άνθρωποι είναι ξένοι, δεν γίνονται αποδεκτοί, είτε είναι δικοί μας που επαναπατρίστηκαν είτε είναι Σύροι, Παλαιστίνιοι, νοιώθουν ξένοι οι άνθρωποι. Λέει και μια φράση ενός ποντιακού τραγουδιού, «Στον ξένο τόπο Έλληνας και στην Ελλάδα ξένος».
Το βιβλίο έχει την πρωτοτυπία ότι προσπαθεί να ρίξει φως στη σκοτεινή πλευρά της Ελλάδας, στη σκοτεινή πλευρά της πόλης και να μας βάλει μπροστά από έναν καθρέφτη, να κάτσουμε και να βγάλουμε τις μάσκες μας -γιατί έχουμε ντυθεί όλοι με μάσκες, όλοι κρύβονται, άλλος κρύβει το όνομά του, άλλος την ταυτότητά του, άλλος τα πολιτικά του πιστεύω, άλλος κρύβει το θρήσκευμά του.
Δεν είναι άσπρο και μαύρο τα πράγματα, δεν είναι καλοί και κακοί, δεν είναι ηθικό το πρόβλημα, όλοι οι άνθρωποι έχουν αντιφάσεις, όπως οι ήρωες του βιβλίου, όλοι είναι πνιγμένοι στις αντιφάσεις τους. Όμως έχεις δύο μεγάλες επιλογές να κάνεις ή να πας με το σκοτάδι ή θα πας με τον Άνθρωπο. Αυτό πρέπει να το κοιτάξεις κατάματα, δεν μπορείς να κάνεις το κορόιδο, να κάθεσαι στο μπαλκονάκι σου και στην τηλεόρασή σου να βλέπεις σίριαλ και να λες “τους κακόμοιρους τους μετανάστες” που περνάνε απ’ έξω ή να λες ότι θα μας μολύνουν. Πρέπει να κατέβεις στο πεζοδρόμιο και να έρθεις σε επαφή, είναι μέρος της ζωής σου αυτό».
-Και γι’ αυτούς που λένε ότι θα αλλοιωθεί ο χαρακτήρας του ελληνισμού;
«Δεν υπάρχει χαρακτήρας της Ελλάδας αναλλοίωτος. Από την αρχαιότητα η Ελλάδα όπως και κάθε χώρα ή έθνος «αλλοιώνεται» με την έννοια ότι έρχεται σε επαφή και σε τριβή με άλλους πολιτισμούς, με άλλους ανθρώπους, παίρνει και δίνει, επηρεάζει και επηρεάζεται.
Αυτοί που υποστηρίζουν τη θέση αυτή -γιατί υπάρχει και μέσα στο βιβλίο- να μην αλλοιωθεί ο πολιτισμός μας και τέτοια, είναι κάτι ανιστόρητο, γιατί ο πολιτισμός δεν είναι κάτι στατικό. Αυτοί που φοβούνται ότι θα αλλοιωθεί ο πολιτισμός μας θα ήθελα να τους ρωτήσω, τόση εμπιστοσύνη έχετε στον πολιτισμό μας;
Αν λέει κάτι το βιβλίο ουσιαστικά σε επίπεδο πολιτικό είναι αυτό ακριβώς. Πρέπει με άλλο μάτι να προσεγγίσουμε αυτούς τους ανθρώπους που έρχονται στη χώρα μας ως πρόσφυγες. Μην ξεχνάμε ότι ο αρχαίος αθηναϊκός τουλάχιστον πολιτισμός, ήταν πολιτισμός ανοχής, πολυσυλλεκτικός και επίσης ότι προστάτευε τον ικέτη, αυτός που ερχόταν κατατρεγμένος και προσέπεφτε σε έναν ναό είχε απόλυτη ασυλία.
Επειδή μιλάμε για πολιτισμό που κινδυνεύει, αυτό δεν είναι αλλοίωση; Σήμερα προσφέρουμε άσυλο εμείς σε αυτούς τους ανθρώπους που έρχονται σε μας και προσπέφτουν ικέτες; Όχι. Άρα λοιπόν είναι ένα στοιχείο που το έχουμε χάσει από τον πολιτισμό μας κι εγώ είπα ότι θα το ξαναβρούμε αυτό το στοιχείο της αλληλεγγύης και της προστασίας του ικέτη.
Χρειάζονται πολιτικές ενσωμάτωσης, πολιτικές αφομοίωσης, διαλόγου και κατανόησης» καταλήγει ο κ. Φραγκάκης.
Της Χριστίνας Ελευθεράκη