Βλασθημίαι, γλέντια, πυροβολισμοί
Κατά καθήκον σημειούμεν: Προχθές το βράδυ, περί την 12ην νυκτερινήν ώραν, οπότε οι φιλήσυχοι Καλάμιοι πολίται είχον πέσει εις τας αγκάλας του Μορφέως, αποκαμόντες εκ της ολομόχθου εργασίας της ημέρας, μία συνοικία ολόκληρος, τα καφφενεδάκια κατά την συνήθη επωνομασίαν, διετέλουν εν αναστατώσει επί μίαν σχεδόν ώραν.
Τι δε να συνέβαινεν; Ιδού. Μερικοί στρατιώται και πολίται αναμίξ, θύσαντες πλουσίως προηγουμένως εις τον Βάκχον, παρού και κατεφορτώθησαν, ήθελαν να λύσουν μερικάς μικροδιαφοράς των, αι οποίαι ανεφύησαν κατά την έφοδόν των εναντίον της κατοικίας μιάς κοινής γυναικός, πάντως όμως γυναικός (λυπηρόν να ομιλή κανείς περί τοιούτων ζητημάτων) προς αγρίαν ξυλοκόπησιν των εν αυτή κατά την ώραν εκείνην.
Όλοι λοιπόν καθώς ήσαν «παρά του κουρμπετιού» (Ωρίστε; Φοβερά τη αληθεία φράσις, να την γνωρίζει τάχα η αστυνομία; Ίσως όχι, διότι αν την γνωρίζει, είναι φοβερόν, που δεν την εξαφανίζει) ήρχισαν τας ανιέρους βλασφημίας, εκ των οποίων απαίσιος ο ήχος εμόλυνε την βροχή, η οποία ενέπιπτε την ώραν εκείνην. Εννοείται η επίλυσις των διαφορών ανήκεν εις την οικείαν βούλησιν, διότι υπήρχον και περίστροφα, ενώ ούτε ίχνος καν χωροφύλακος ή περιπόλου.
Αφού λοιπόν επανειλημμένως έφθασαν να συμπλακούν, αλλ’ απετράπη ο κίνδυνος, και διεχωρίσθησαν, ανεχώρησαν. Τώρα πλέον τας βλασφημίας ηκολούθησαν εκκωφαντικά και άρρυθμα τραγούδια.
Και ωσάν να μην ήρκουν αυτά δια να ξυπνήσουν τον κόσμον, συνοδεύοντο και από συνεχείς ομοβροντίας πυροβολισμών.
Μετ’ ολίγην μάλιστα ώραν προσετέθη και κάποιο μπουζούκι.
Τι να κάμουν, βλέπετε. Οι άνθρωποι διασκεδάζουν. Τώρα εις βάρος τινός; Αυτό ανήκει εις την αστυνομίαν.