Στην αίθουσα του Δημοτικού Πνευματικού Κέντρου Καλαμάτας «Πανταζοπούλειος Λαϊκή Σχολή» θα γίνει την ερχόμενη Τρίτη 21 Ιουνίου η παρουσίαση του βιβλίου του καθηγητή Θανάση Διαμαντόπουλου «Ο Εθνικός Διχασμός και η κορύφωσή του. Η ΔΙΚΗ ΤΩΝ “ΕΞΙ”. Εξιλασμός ή δικαστικός φόνος;».
Την παρουσίαση θα κάνουν o Άγγελος Συρίγος, υφυπουργός Παιδείας, αναπληρωτής καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου και ο Ιωάννης Θεοδωρόπουλος, δικηγόρος, ιστορικός, ενώ θα ακολουθήσει συζήτηση με θέμα «Το ανεξίτηλο αποτύπωμα του πολιτικού φανατισμού» με το συγγραφέα, την Άννα Διαμαντοπούλου, πρόεδρο του Δικτύου για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη και τον πρώην υπουργό και πρόεδρο του σωματείου ΔΙΑΖΩΜΑ, Σταύρο Μπένο.
Την εκδήλωση θα προλογίσει ο δήμαρχος Καλαμάτας Θανάσης Βασιλόπουλος.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Είναι βέβαιο ότι η Ιστορία δεν είναι μόνον οι απρόσιτες φιγούρες μιας αγιογραφίας, αλλά σάρκα, αίμα και πολλή βρωμιά επίσης. Ότι οι ήρωες γίνονται συχνά και χασάπηδες. Δύσκολα πράγματα. Η κατάκτηση της γνώσης απαιτεί το ξερίζωμα νοοτροπιών δεκαετιών, αιώνων ακόμα. Αλλά ας το λέμε, ας το θυμόμαστε. Ιστορία είναι η σάρκα μας.
Κάθε επέτειος, όπως αυτή της Μικρασιατικής Καταστροφής, έχει αναφορά σε ένα παρελθόν άξιο μνήμης. Η επέτειος είναι μια προσπάθεια να συνδεθεί η κοινότητα με το χρόνο, να συνομιλήσει με την προηγούμενη ζωή της, να συνδεθεί εκ νέου με το παρόν της, διαλεκτικά αναγνωσμένο, μετά το βάφτισμα στο παρελθόν.
Οι άνθρωποι – λογικό είναι – αγαπούν τις δοξαστικές επετείους. Η έξαρση της γιορτής αρμόζει περισσότερο στην ευχάριστη εμπειρία, παρά στην εμπειρία που ανακινεί άλγος και πόνο. Έτσι οι επέτειοι είναι πιο κοντά στις νίκες παρά στις ήττες.
Ο τρόπος που συνδεόμαστε με τις επετείους μάς χαρακτηρίζει. Όπου δεν αντέχουμε τις ήττες που τις συνοδεύουν, απωθούμε τα γεγονότα στη λήθη, αποφεύγουμε τη συζήτηση για το νόημά τους, προτιμάμε τη σιωπή από τη δυσβάστακτη πραγματικότητα. Εκατό χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Δεν της αξίζει μια στοχαστική «επέτειος»;
Από την πλευρά του καθηγητή και συγγραφέα Θανάση Διαμαντόπουλου, φαίνεται αυτή η διάθεση από την πρώτη κιόλας σελίδα του βιβλίου του. Μπορεί το κύριο θέμα να είναι η εκτέλεση των “πρωταιτίων” της Μικρασιατικής Καταστροφής, αλλά ο τρόπος που “υφαίνεται” το βιβλίο δείχνει τη διάθεση του συγγραφέα να στοχαστούμε πάνω στο παρελθόν μας. Και το πετυχαίνει τόσο με τη μεστή και ζωντανή γραφή του όσο και με το μόχθο που κατέβαλε για να δώσει στους αναγνώστες το συγκεκριμένο έργο.
Ο καθηγητής και συγγραφέας, Θανάσης Διαμαντόπουλος, μίλησε στο “Θ” για την κορύφωση του εθνικού διχασμού με τη δίκη- παρωδία των έξι (σ.σ. οι οποίοι επί της ουσίας ήταν οκτώ), ενώ έστρεψε το βλέμμα του και σε άλλα ιστορικά ερωτήματα- μονοπάτια.
-Η έκδοση του βιβλίου σας συμπίπτει με την επέτειο των 100 χρόνων από την εθνική καταστροφή του 1922. «Η Δίκη των Έξι» αποτελεί ένα από γεγονότα που θα χαρακτηρίζατε ως ορόσημο στην ιστορία εκείνης της περιόδου;
Θα έλεγα πως άφησε μόνιμο –και πέραν της συγκεκριμένης περιόδου δηλαδή- και ανεξίτηλο αποτύπωμα στο συλλογικό και ιστορικό ασυνείδητο των Ελλήνων.
Το γεγονός ότι 13 χρόνια αργότερα έγιναν αντίρροπες εκτελέσεις εκδικήσεως, οι οποίες είχαν επίσης το χαρακτήρα δικαστικού ή ενδικοφανούς φόνου, ότι, δεκαετίες ολόκληρες μετά την εκτέλεση των Έξι, ο πρόεδρος του στρατοδικείου που εξέδωσε την απόφαση επέμενε πως τα θύματα έπρεπε να τυφεκισθούν… 1.000 φορές ο καθένας… και ότι στη δίκη για την αναψηλάφηση που έγινε το 2010, προσφυγικά σωματεία προσπάθησαν να εμποδίσουν τη δικαστική λεύκανση των καταδικασθέντων, καθιστούν τα παραπάνω εύγλωττα…
-Κατά τον καθηγητή Αντώνη Λιάκο, η ιστορική έρευνα είναι μια διαδικασία ολοκλήρωσης του πένθους. Κατά πόσο η δική σας έρευνα συμφωνεί ή διαφωνεί με το χαρακτηρισμό αυτό;
Ειδικά τις περιόδους 1915-1935 και 1943-1949 της εθνικής μας ιστορίας δεν μπορεί να τις ερευνήσει κανείς παρά μόνο ως σπουδή και ως σπονδή στο συλλογικό πένθος της ελληνικής κοινωνίας. Και το πένθος αυτό δε θα μαλακώσει μέχρις ότου οι μεν ανοίξουν την καρδιά τους και νιώσουν το πένθος των δε. Κατευνασμός χωρίς ενσυναίσθηση –ακόμη και στις διακρατικές σχέσεις- δεν μπορεί να υπάρξει. Γενικότερα, όμως, ο Λιάκος έχει δίκιο πως η Ιστορία είναι μια αλληλουχία δραμάτων… Συχνά, μάλιστα, όχι πλήρως καθαιρόμενων…
-Η ιστορική περίοδος 1915-1935, εκτός από πληγές στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας, μπορούμε να πούμε ότι υπήρξε και η διαδικασία «διευκόλυνσης» του ελληνικού κράτους για να ξεπεραστεί ο διχασμός;
Από τα προαναφερόμενα το ακριβώς αντίθετο συνάγεται: Έγιναν αμφοτέρωθεν τα πάντα για να μην ξεπεραστεί ο Διχασμός. Και μόνο το γεγονός πως ο Βενιζέλος έκανε υπουργό τον Λέοντα Καραπαναγιώτη, έναν από τους πιο σκληρούς στρατοδίκες της Δίκης των «Έξι» (ο οποίος είχε ζητήσει οκτώ θανατικές καταδίκες, μέχρι δε και την ποινική δίωξη του πρεσβευτή Άθω Ρωμάνου είχε αξιώσει, διότι εκφράστηκε αρνητικά για τις εκτελέσεις), λέει πολλά επ’ αυτού.
-Κύριε καθηγητά, μιλώντας γενικότερα για τη Μικρασιατική Καταστροφή, θα ήθελα να σας ρωτήσω: Πόσο διαρκεί ένα ιστορικό τραύμα;
Νομίζω μέχρι να εκλείψουν οι γενιές στις οποίες οι αμέσως εμπλακέντες μετέφεραν τα προσωπικά βιώματά τους. Χοντρικά θα έλεγα μέχρι και τα εγγόνια των πρωταγωνιστών, των θυτών ή των θυμάτων του δράματος. Να θυμίσω πως κατά την περίοδο 2015-2019 υπήρξε φοιτητής που δικαιολόγησε μια προνομιακή τοποθέτησή του σε κάποιο πόστο επί του γεγονότος πως ο παππούς του ήταν… στρατοδίκης του ΕΛΑΣ…
-«Η Δίκη των Έξι» μας δείχνει και τη στενή – μέχρι εξάρτησης- σχέση της δικαστικής με την εκτελεστική εξουσία; Κι αν ισχύει αυτό, φτάνει μέχρι τις ημέρες μας;
Η ώσμωση δικαστικής και πολιτικής εξουσίας, δυστυχώς, κραυγάζει και στις ημέρες μας. Ενίοτε με χυδαίο τρόπο… Χωρίς λοιπόν να θεωρώ πως κάτι τέτοιο είναι αρκετό, χρόνια προτείνω η ηγεσία των δικαστηρίων να επιλέγεται από την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής με πλειοψηφία 3/5 των μελών της (και με τον αρχαιότερο αντιπρόεδρο ή αντεισαγγελέα να ασκεί προσωρινώς καθήκοντα μέχρι να επιτευχθεί αυτή η αυξημένη πλειοψηφία). Ωστόσο, το 1922 δε δίκασε η δικαστική εξουσία: ο στρατιωτικός βραχίονας της μιας παράταξης προέβη σε δικοφανή δολοφονία πολιτικών αντιπάλων, των ηγετών του απέναντι πολιτικού χώρου…
-Η εθνική καταστροφή του 1922 είναι η απώλεια της πραγματικότητας των κυβερνώντων για λόγους πολιτικούς, είτε ιδεολογικούς είτε στρατιωτικούς;
Το ότι οι οκτώ –γιατί η λεγόμενη Δίκη των «Έξι» ήταν δίκη των οκτώ- καταδικάστηκαν με ανυπόστατες έως αστείες κατηγορίες, π.χ. ότι «εκουσίως και εκ προθέσεως υποστήριξαν την εισβολήν του τουρκικού εθνικιστικού στρατού εις την επικράτειαν του Βασιλείου» ή ακόμη για πράξεις και παραλείψεις της κυβέρνησης Δημητρίου Ράλλη, στην οποία οι επτά εξ αυτών… δε μετείχαν, δεν αναιρεί τις πολιτικές ευθύνες τους. Για την εθελοτύφλωσή τους μπροστά στα μεταβαλλόμενα διεθνοπολιτικά δεδομένα ή, ακόμη χειρότερα, για τη δειλία τους να ευθυγραμμίσουν την πολιτική τους με τη νέα κατάσταση (είχαν, βέβαια, κάποια ελαφρυντικά –μεταξύ των οποίων την πλειοδοσία των πάντων στον εθνικιστικό μαξιμαλισμό- τα οποία αναλύω στο βιβλίο).
-Εν κατακλείδι, ο εθνικός διχασμός στην ιστορική περίοδο που εξετάζετε, είναι μια αδυναμία του ελληνικού κράτους να «διαβάσει» τις εξελίξεις λόγω ανίκανων πολιτικών ή θα πρέπει να αποτελέσει αλλαγή του παραδείγματος με το οποίο βλέπουμε τον κόσμο;
Νομίζω ασυζητητί και τα δύο. Ένα υπόδειγμα του τι πρέπει να αποφεύγουν υπεύθυνες πολιτικές ηγεσίες.
Του Αντώνη Πετρόγιαννη