Έχεις καπνίσει… πούρο;

Έχεις καπνίσει… πούρο;

Ευθυμογράφημα του Φ.Κ. Παπαδημητρίου
(filpapad@gmail.com)
Ήμουν πέντε ετών, παρόλα αυτά όμως θυμάμαι πολύ καλά το συγκεκριμένο περιστατικό, ίσως γιατί οι κατοπινές αφηγήσεις των μεγαλύτερων το κράτησαν στη μνήμη μου μέχρι σήμερα ζωντανό. Το σπίτι του χοντρο-Περίανδρου βρισκόταν πολύ κοντά στο δικό μας, κάπου εκατό μέτρα προς τα βορειοδυτικά. Εκείνος, 7-8 χρόνια μεγαλύτερός μου, δηλαδή έφηβος πια, μολονότι ήταν από καλή οικογένεια, δεν ξέρω πώς τα ’χε καταφέρει και είχε ήδη γίνει αντιπαθής σχεδόν σε όλους, μικρούς και μεγάλους.
Ένα καλοκαιριάτικο πρωινό Κυριακής, κατέβηκα τα σκαλάκια του σπιτιού και βρήκα τον πατέρα μου να κάθεται ξένοιαστος σε μία πάνινη πολυθρόνα, κάτω από τη μουριά της αυλής, έχοντας απλώσει τα πόδια σε μια ξύλινη καρέκλα, μπροστά του. Απολάμβανε την τυπική ιεροτελεστία των κυριακάτικων πρωινών, δηλαδή εφημερίδα, καφέ και τσιγάρο. Σίγουρα, εκείνη δεν ήταν η καλύτερη στιγμή να τον διακόψει κανείς, γι’ αυτό τον παρέκαμψα αθόρυβα και, μη έχοντας κάτι καλύτερο να κάνω, άρχισα να περιπλανιέμαι στην αραιοκατοικημένη τότε γειτονιά, ώσπου έφτασα στην πίσω μάντρα του σπιτιού του Περίανδρου. Ήταν ωραίο κτήριο, μεγάλο και φροντισμένο και με ιδιαίτερα ευρύχωρη αυλή. Κι αυτός βρισκόταν μόνος εκεί. Φορούσε τα στρογγυλά, συρμάτινα γυαλιά του και κάπνιζε, προσέχοντας, ωστόσο, μήπως τον δει κάποιος δικός του, επειδή, όταν τον έπιαναν να κάνει αυτή τη δουλειά, συνήθως τον ξυλοφόρτωναν άγρια. Πλησίασα τη μάντρα και στάθηκα αμίλητος να τον κοιτάζω, μέχρι που με πήρε είδηση κι έκανε νωχελικά προς το μέρος μου. Έβγαλε από την τσέπη του μια αρμαθιά κλειδιά και ξεκλείδωσε τη σκουριασμένη καγκελόπορτα.
«Έμπα μέσα, ρε!» είπε βαριά.
Φοβόμουν. Και να μπω, αλλά και να τον παρακούσω. Ήξερα, βέβαια, πως ο πατέρας μου δεν ενέκρινε τα πάρε-δώσε μου μαζί του μα, παρόλα αυτά, έκανα μερικά δειλά βήματα προς το εσωτερικό της αυλής. Ο Περίανδρος με κοιτούσε με ένα ύφος βαθειάς αποδοκιμασίας, κουνώντας ελαφρά το κεφάλι του. Δεν καταλάβαινα γιατί με αντιμετώπιζε έτσι, ντρεπόμουνα πολύ και ήθελα ήδη να τρέξω πίσω στο σπίτι. Εκείνος παρέμενε σιωπηλός. Κάποια στιγμή επιτέλους καταδέχτηκε να μιλήσει, διατηρώντας πάντα το απαξιωτικό του ύφος:
«Δε μου λες, ρε χαζό, έχεις… καπνίσει ποτέ σου πούρο;»
Συντετριμμένος και με χαμηλωμένο το κεφάλι ομολόγησα πως… όχι! Η αποδοκιμασία στο στρογγυλό πρόσωπό του έγινε ακόμα εντονότερη, ενώ εγώ κόντεψα να καταρρεύσω απ’ τη ντροπή μου που, στα… πέντε μου χρόνια, τολμούσα όχι πούρο να μην έχω ακόμα καπνίσει, μα ούτε καν τσιγάρο! Ξαφνικά, εκείνος πήρε μια έκφραση γεμάτη φιλικότητα και κατανόηση!
«Έλα, σου ’φεξε ρε! Κοίτα τι σου έχω!» Πέταξε το τσιγάρο, το πάτησε προσεκτικά στο έδαφος, ώστε να είναι σίγουρος ότι είχε σβήσει, και χαμογελώντας αινιγματικά έβγαλε απ’ την τσέπη ένα μισοκαπνισμένο πούρο, κάνοντάς μου νόημα να πάμε σε μία αποθηκούλα, όπου φυλάγονταν κάτι εργαλεία κήπου και μερικές παλιατζούρες. Τον ακολούθησα μάλλον απρόθυμα.
Με σίγουρες κινήσεις, ρίχνοντας πότε-πότε κλεφτές ματιές από ένα παραθυράκι μπας και πλησίαζε κάνας ενήλικος, άναψε το πούρο και τράβηξε μια-δυο ρουφηξιές. Μετά, αφού βεβαιώθηκε ότι είχε ανάψει για τα καλά, με κοίταξε σοβαρά, έβγαλε το πούρο από το στόμα του και, γυρίζοντάς το με το στόμιο προς το μέρος μου, με προέτρεψε δήθεν φιλικά: «Έλα, ρε! Τράβα μία!»
Υπάκουσα γεμάτος φόβο. Ο καπνός έκαψε τη στοματική μου κοιλότητα, αλλά δεν αντιμετώπισα άλλο πρόβλημα. Ώσπου άκουσα και πάλι την αυστηρή φωνή του Περίανδρου: «Κατέβασε τον καπνό κάτω τώρα!»
Το προσπάθησα, αλλά βέβαια πνίγηκα και άρχισα να βήχω ασταμάτητα. Μόλις συνήλθα κάπως και πριν ο Περίανδρος προλάβει να αντιδράσει, πετάχτηκα, απόλυτα περήφανος για το μνημειώδες μου κατόρθωμα, έξω από την αποθηκούλα και, τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσα, έφτασα στη μισάνοιχτη πόρτα της αυλής και όρμησα έξω τρέχοντας προς το σπίτι μου! Εν τω μεταξύ, ο χοντρο-Περίανδρος, έντρομος στη σκέψη του τι πήγαινα να κάνω, άρχισε να τρέχει από πίσω μου κι εκείνος –όσο μπορούσε, δηλαδή– ικετεύοντάς με να σταματήσω και να μην πω τίποτε σε κανέναν! Γρήγορα, ωστόσο, εξαντλήθηκε και εγκατέλειψε την προσπάθεια απελπισμένος.
Με κομμένη την ανάσα, έφτασα ξανά στη μουριά, όπου βρήκα τον πατέρα μου ακριβώς στην ίδια θέση που τον είχα αφήσει.
«Μπαμπά…» πρόφερα ξέπνοα.
«Τι συμβαίνει;» με ρώτησε αδιάφορα, χωρίς να κατεβάσει ούτε πόντο την εφημερίδα του.
«Μπαμπά… ο Περίανδρος μου έδωσε και κάπνισα πούρο!» κατάφερα να του πω γεμάτος καμάρι.
Η εφημερίδα έφυγε απ’ τα χέρια του πατέρα μου και το τσιγάρο έπεσε απ’ το στόμα του, ενώ τα μάτια του γουρλώσανε λες και τον είχε μόλις χτυπήσει ρεύμα χιλιάδων βολτ! Στιγμές μετά, η μητέρα μου και η γιαγιά μου, που στο μεταξύ κάτι είχαν αντιληφθεί, κατέβηκαν κουτρουβαλώντας τις σκάλες για να τον συγκρατήσουν, ενώ εκείνος ωρυόταν ότι θα έπιανε τον παλιο-Περίανδρο, θα του ‘παιρνε το πούρο και … ε, καλύτερα να μη συνεχίσω…