Το μεγαλύτερο πρόβλημα που καλείται να αντιμετωπίσει o κάθε συμπολίτης μας, η κάθε ελληνική οικογένεια, ο κάθε επαγγελματίας, η κάθε μικρομεσαία επιχείρηση στη χώρα μας είναι η ακρίβεια.
Η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη επιμένει δυόμισι χρόνια τώρα στην πολιτική του «βλέποντας και κάνοντας», μέσα από μια «άδικη» επιδοματική πολιτική αποσπασματικών παρεμβάσεων, άδικων κοινωνικά κατανομών και της ανεξέλεγκτης κερδοσκοπίας των οικονομικά ισχυρών.
Από την κυβέρνηση δόθηκαν 43 δισεκατομμύρια ευρώ για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας του COVID-19, τα οποία όμως μοιράστηκαν χωρίς στόχευση, με αποτέλεσμα τουλάχιστον 12 δισεκατομμύρια ευρώ από αυτά να λιμνάζουν ως καταθέσεις στις τράπεζες. Αν σε αυτά προσθέσουμε και τα 8,5 δισεκατομμύρια για την ενέργεια έχουμε σημαντικούς πόρους που θα μπορούσαν να αποτελέσουν εργαλείο τόσο για την αντιμετώπιση των οξυμένων κοινωνικών ανισοτήτων όσο και για την ουσιαστική ενίσχυση των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Για να επιτευχθεί αυτό θα έπρεπε η αξιοποίηση των πόρων να γινόταν στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου και στοχευμένου προγράμματος, ενός μεσομακροπρόθεσμου σχεδιασμού, που θα μπορούσαν και την ελληνική οικονομία να θωρακίσουν και την ανάπτυξη να δρομολογήσουν και τους κινδύνους νέου δημοσιονομικού εκτροχιασμού να αντιμετωπίσουν. Εξάλλου, θα μπορούσαν να προσανατολιστούν στοχευμένα οι ενισχύσεις σε επιχειρήσεις, ώστε να έχουν αποτύπωμα στην οικονομία και στην ανάπτυξη και όχι να μετατρέπονται σε ευκαιρίες και αποθησαύρισης και καταθέσεων, όπως γίνεται σε μεγάλο βαθμό από τα μεγάλα ποσά της επιστρεπτέας και τους μεγάλους παραλήπτες.
Επίσης, θα μπορούσε να μειωθεί ο ΦΠΑ από το πλεόνασμα των εσόδων στα βασικά είδη διατροφής, να τεθεί πλαφόν στη λιανική τιμή της ενέργειας όπως έπραξαν άλλες ευρωπαϊκές χώρες, να μειωθεί στοχευμένα ο Φόρος Ειδικής Κατανάλωσης στα καύσιμα, να ανέβει ο κατώτερος μισθός σε ύψος στοιχειώδους αξιοπρέπειας, να θεσπιστεί έστω μεταβατικά για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα ΕΚΑΣ για τις κατώτατες συντάξεις, να αντιμετωπιστούν οι ρήτρες προσαρμογής του ηλεκτρικού ρεύματος, όπως επανειλημμένα προτείνει ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής Ν. Ανδρουλάκης στοχευμένα, τεκμηριωμένα και κοστολογημένα.
Η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων είναι η δεύτερη χαμηλότερη στην Ευρώπη, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, οι Έλληνες επιβαρύνονται αναλογικά πολύ περισσότερο από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους.
Η σκληρή πραγματικότητα είναι ότι παραμένουμε «πρωταθλητές» στην ανεργία των νέων και των γυναικών, με ποσοστό 36,8% και 16,2%, την ώρα που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος αγγίζει το 13,8% και 6,5% αντίστοιχα, αλλά και το ποσοστό της ανεργίας στην Ελλάδα είναι σχεδόν διπλάσιο σε σχέση με το ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Δυστυχώς, είναι πλέον ξεκάθαρο ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας εργαλειοποίησε την πανδημία με σκοπό την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων αλλά και την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων συμφερόντων, επέβαλε την de facto κατάργηση του οκτάωρου και τη ρευστοποίηση του χρόνου έναρξης και λήξης της εργασίας, θεσμοθέτησε τη μερική ή ολική κατάργηση της πληρωμής των υπερωριών, φαλκίδεψε το συνδικαλιστικό νόμο 1264/1982.
Η επίλυση των διογκωμένων κοινωνικών προβλημάτων προϋποθέτει αλλαγή πορείας με όραμα και δομικές παρεμβάσεις, με στοχευμένες πολιτικές μείωσης των ανισοτήτων.
Μόνη λύση η ενίσχυση του κοινωνικού κράτος, μεριμνώντας για την οικονομική ανάπτυξη με όρους δίκαιης κατανομής της, δημιουργώντας ωφέλιμες υποδομές, ενισχύοντας την παιδεία και την υγεία, προστατεύοντας την αγορά εργασίας.
Για το ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής, στρατηγικός στόχος ήταν και παραμένει η πλήρης απασχόληση με Ρήτρα Απασχόλησης σε κάθε κυβερνητική πράξη ή νόμο, που αφορά στην ανάπτυξη και τις επενδύσεις αλλά και με κίνητρα για νέες θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, ταυτόχρονη αποκατάσταση του αισθήματος «ασφάλειας» του εργαζόμενου, θεσμοθέτηση ενός Νέου ΕΚΑΣ για τους χαμηλοσυνταξιούχους που – λόγω των νόμων Κατρούγκαλου και Βρούτση – αυξάνονται συνεχώς. Ώστε να πολλαπλασιαστούν οι ευκαιρίες και να αυξηθεί η κοινωνική κινητικότητα, λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη και την πρόκληση του δημογραφικού προβλήματος που αντιμετωπίζει η χώρα μας.
Στόχος πρέπει να είναι η δημιουργία πολλών και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας, η μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, αλλά και των ανισοτήτων στο σύστημα παιδείας και κατάρτισης, ώστε να υπάρχουν ίσες ευκαιρίες για όλους.
Οι παραπάνω στόχοι είναι αυτοί που από μόνοι τους θέτουν τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην πρόοδο και στη συντήρηση, ανάμεσα στο όραμα με ελπίδα και στις πολιτικές αυταπάτες, ανάμεσα στις ιδέες της σοσιαλδημοκρατίας και στο λαϊκισμό.
Του Γιάννη Διονυσόπουλου
Διδάκτορος Οικονομικών Επιστημών, αν. γραμματέας Τομέα Επιστημόνων ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΗΜΑ ΑΛΛΑΓΗΣ, μέλους ΣτΑ Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας