Στη νέα παράσταση του ΔΗΠΕΘΕΚ «Τρελοί έρωτες σε σκοτεινούς καιρούς ή απλά… Λα Μοσκέτα» συμμετέχει ο Ζερόμ Καλούτα, ένας καλλιτέχνης που δεν μπορεί να ενταχθεί ούτε μόνο στους ηθοποιούς ούτε μόνο στους τραγουδιστές…
Όλα αυτά τα χρόνια, λοιπόν, έχει καταφέρει να ξεχωρίσει στον καλλιτεχνικό χώρο, αρχικά με τη συνεργασία του με τον Σταμάτη Κραουνάκη και έπειτα στο θέατρο, ενώ δεν αφήνει την αγάπη του για τη μουσική…
-Πείτε μας για την πορεία σας…
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, ενώ ασχολούμαι με τη μουσική από πολύ μικρός. Στα 25 μου γνώρισα το Σταμάτη Κραουνάκη. Μπήκα στη Σπείρα- Σπείρα για 7 χρόνια και είμαι μέλος αυτής της θρυλικής ομάδας. Εκεί άνοιξε η πόρτα που λέγεται θέατρο, η οποία έχει και άλλα παράθυρα, όπως το σινεμά και την τηλεόραση.
-Είχατε βρεθεί στην Καλαμάτα και ως σπουδαστής, αφού είχατε εισαχθεί στο ΤΕΙ…
Ναι, είχα περάσει στο Τμήμα Διοίκησης Μονάδων Υγείας και Πρόνοιας. Ήρθα στην Καλαμάτα να γραφτώ το 2001, αλλά κατάλαβα ότι δεν ήμουν έτοιμος να μείνω εδώ. Η Καλαμάτα ήταν μια άλλη πόλη τότε.
Ήταν χειμώνας και βρέθηκα στην παραλία. Δηλαδή, στο άλλο σημείο που πρέπει να βρεθεί ένας φοιτητής σε αυτή την πόλη για τα τότε χρόνια και κάπως έτσι έφυγα.
Έκτοτε έχω βρεθεί αρκετές φορές για να παίξω στο Κάστρο.
-Είστε ηθοποιός, τραγουδιστής ή και τα δύο;
Είμαι και τα δύο. Είμαι ένας άνθρωπος που λέει ιστορίες πάνω σε μια σκηνή. Μπορεί να τις τραγουδήσω, μπορεί να παίξω, μπορεί και να χορέψω.
Δεν είναι το ίδιο. Απλά η μουσική είναι αυτό που παράγω. Το θέατρο και η υποκριτική είναι κάτι που θα μου πεις «θέλω να παίξεις αυτό» και εγώ με πολλή χαρά θα το κάνω.
-Στις μέρες μας μπορεί κάποιος να ζήσει από την τέχνη;
Αν ένας άνθρωπος μπορεί να ζήσει από την τέχνη, είναι ένα μυστήριο. Θέλει προσπάθεια και υπομονή. Γενικά είναι ένα ρίσκο. Δεν είναι εύκολο πράγμα. Βέβαια, πολλά πράγματα στη ζωή δεν είναι εύκολα.
Με την πανδημία, ας πούμε, ακόμα και σε επίπεδο υπουργείου, οι άνθρωποι που μας κυβερνούσαν έβγαλαν ως συμπεριφορά ότι η τέχνη δεν είναι δουλειά ή, τουλάχιστον, δεν την αντιμετωπίζουν ως δουλειά.
Με λίγα λόγια, έχει πολλές δυσκολίες. Ωστόσο, από το 2008 και μετά την κρίση οι άνθρωποι έκαναν μια στροφή σε αυτά που αγαπούν. Δηλαδή, το 2000 η μισή Ελλάδα σπούδαζε Μάρκετινγκ και η άλλη μισή Διοίκηση Επιχειρήσεων.
Δεν ήταν ότι είχαμε επιχειρήσεις, αλλά σίγουρα θέλαμε να γίνουμε διευθυντές.
Μετά, πιστεύω, κάναμε μια στροφή: αυτό που αγαπάς είναι το καλύτερο και αυτό θα σε κάνει να ξυπνάς κάθε πρωί να πας στη δουλειά. Η αγάπη για αυτό που κάνεις δηλαδή.
-Τους τελευταίους μήνες ο χώρος της υποκριτικής ταράχτηκε από καταγγελίες και έδειξε ότι υπήρχαν βρωμιές…
Σε όποιον χώρο και αν πάμε, θα βρούμε πολλών ειδών βρωμιές. Η λύση είναι στην αιτία και όχι στο αποτέλεσμα. Η βρωμιά έχει να κάνει με το πώς- και- οι άντρες, αλλά και γενικά οι άνθρωποι, αντιμετωπίζουν την εξουσία τους. Πόσο όλο αυτό μας διαφθείρει. Άρα έχει να κάνει με την εξουσία, με το τι μαθαίνουμε κι εμείς από το σπίτι μας, τι όρια βάζουμε, τι πάμε να κάνουμε. Σαφώς υπάρχουν άνθρωποι που είναι απαράδεκτοι και πολύ, πολύ κακοί.
-Πώς βλέπετε την ελληνική τηλεόραση σήμερα;
Η τηλεόραση είναι φανταστική. Η μυθοπλασία ξαναγυρνά, υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι άνθρωποι, υπάρχουν σενάρια, υπάρχει μια κινητικότητα, η οποία είναι πολύ ωραία.
-Πώς βρεθήκατε στο ΔΗΠΕΘΕΚ;
Ο κ. Μαργαρίτης είναι η αιτία. Αυτός μου έκανε την τιμή να είμαι εδώ, σε αυτό το όμορφο μέρος και το πολύ συγκινητικό κομμάτι του ΔΗΠΕΘΕ με τους ανθρώπους του. Έχουμε ανθρώπους που δουλεύουν μαζί μας, είναι πολύ πρόθυμοι, πολύ γενναιόδωροι, μας βοηθάνε στα πάντα.
Ερχόμενος εδώ ξέρεις ότι υπερασπίζεσαι ένα σκοπό, υπερασπίζεσαι κάτι, είναι πολύ πιο μεγάλο απ’ όσο μπορείς να νομίζεις στην Αθήνα ότι είναι, κι αυτό είναι και πολύ συγκινητικό.
-Ο ρόλος σας στην παράσταση;
Εγώ είμαι ο κεντρικός χαρακτήρας. Ένας άνθρωπος που έχει μια συμπεριφορά μυστήρια. Είναι λίγο θρασύδειλος, είναι λίγο απατεώνας, αλλά όλα αυτά τα κάνει γιατί έχει πολλή αγάπη για τον εαυτό του πρώτα απ’ όλα, για τα λεφτά και λίγο για τη γυναίκα του.
-Τι θα λέγατε σε ένα παιδί
που σκέφτεται να ασχοληθεί με την υποκριτική;
Το λάθος που έχουμε κάνει στην Ελλάδα είναι ότι βλέπουμε τον άλλον που έχει
φτάσει κάπου και θεωρούμε ότι αυτό είναι. Δε βλέπουμε ότι υπάρχει μια πορεία.
Αυτό, βέβαια, δε συμβαίνει μόνο στην υποκριτική. Ας πούμε, ένα παιδί που θέλει
να γίνει γιατρός, θα μπορέσει να τα καταφέρει; Γιατί, για να γίνει γιατρός,
πρέπει να σπουδάσει 10 χρόνια. Αυτά τα 10 χρόνια έχει να παλέψει. Θα του έλεγα
ότι αν το αγαπάει να το κάνει. Θα έχει προβλήματα, βέβαια, και θα πρέπει να
βρει τρόπους να ζήσει. Άλλο η τέχνη, άλλο το πώς ζω. Είμαι πολύ τυχερός που ζω
από την τέχνη μου, αλλά όσο πιο γρήγορα απαλλαχθούμε από αυτό, τόσο πιο απλά θα
είναι τα πράγματα.
-Τα σχέδιά σας;
Αρχικά είναι η περιοδεία με το «Λα Μοσκέτα» ανα την Ελλάδα. Έχω ένα τραγούδι
που λέγεται Angela, το οποίο κυκλοφόρησε στις αρχές Ιουνίου και ίσως προλάβω να
κάνω μια μουσική περιοδεία.
Επίσης, είμαι στη σειρά της ΕΡΤ «Τα νούμερα» του Φοίβου Δεληβοριά.
Όσο για θέατρο, θα είμαι στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά από τον Ιανουάριο και μετά.
-Μουσική… τι ακριβώς κάνετε;
Γράφω μουσική, τραγουδάω, κάνω live, παράγω για άλλους καλλιτέχνες, δηλαδή ασχολούμαι με αυτό το κομμάτι από πολλές πλευρές.
-Μιας και ο λόγος στη μουσική, αυτή την περίοδο υπάρχει μια συζήτηση για την trap. Εσάς πώς σας φαίνεται;
Η trap είναι ένα παρακλάδι της Hip hop. Είναι αυτό που ακούει η πιτσιρικαρία τώρα. Έχει κάποια πράγματα που είναι μουσικά καλά, αλλά στιχουργικά είναι πολύ φυσιολογικό να μη μου αρέσουν, γιατί είμαι στην ηλικία που είμαι. Δεν είμαι πιτσρικάς.
Πάντως, κι εγώ όταν έγραφα ή μου άρεσαν στίχοι όταν ήμουν 20, δεν άρεσαν σε αυτούς που ήταν 40 τότε. Άρα είναι λογικό να υπάρχει αυτό το κοντράστ.
Εμένα μου αρέσει πάρα πολύ αυτό. Δε θεωρώ ότι από εκεί γεννιέται κάτι κακό. Ας μην ξεχνάμε ότι έχουν υπάρξει μουσικές με νεκροκεφαλές, κατσίκια που σφάζανε και πίνανε το αίμα και φίδια. Δε θεωρώ ότι έγινε κάτι κακό από εκεί. Όλα ξεκινούν από το σπίτι, από την παιδεία, από το τι σου λένε οι γονείς σου, οι δάσκαλοί σου, και το να είσαι και λίγο τυχερός, να μη βρεθείς σε κακοτοπιές.
Του Παναγιώτη Μπαμπαρούτση