Από τα ημιορεινά της Ηλείας και τα μέρη του Χελιδονιού, οδεύοντας πλέον προς τους έσχατους προορισμούς ενός ταξιδιού στον τόπο της Ηλείας, έβαλα ρότα προς την περιοχή της Πισάτιδος κι ύστερα για τ’ ανατολικότερα, ακολουθώντας κατά μήκος τον αείρευστο και βαθυδίνη μεγαλοπόταμο τ’ Αλφειού. Απομακρυνόμενος από κείνον, επέρασα μέσ’ από τους συνοικισμούς Λούβρο κι Άσπρα Σπίτια, κι ύστερα ξαναβρήκα προς τον νότο τον Ρουφιά (Αλφειό) κι αφού επέρασα αντίπερα, τράβηξα κατά το χωριό της Τρυπητής. Καθώς πορευόμουν, σε λίγην ώρα, άρχισαν να φανερώνονται ένα ένα διασκορπισμένα σε μια καρπογένεθλη κοιλάδα άνωθεν των βορινών ορίων της Τρυπητής, τα λιγοστά νοικοκυριά ενός μικρότατου οικισμού που καλείται Λεκάνη. Αναμεταξύ των νοικοκυριών αυτών και εν τω μέσο μιας χορτοβριθούς κι ολόχαρης εκτάσεως γης, φανερωθήκανε θεσπέσια εις το ηλιοστόλισμά τους μα και στη μελαγχολία της μοναξιάς τους, τα πετρένια ρημάδια δυο μεσαιωνικών γοτθικών οικοδομημάτων. Το ’να απ’ αυτά, το μεγαλοπρεπέστερο, ήταν το παλαιένδοξο κιστερκιανό μοναστήρι της Παναγιάς της Ίσοβας ενώ τ’ άλλο, λίγα μόλις μέτρα πιο νότια, μια μικρή εκκλησιά, που οι ιππότες του Μοριά την είχανε από κείνους τους καιρούς αφιερωμένη στον Αϊ‑Νικόλα.
Αφού σίμωσα κοντινά σχετικώς στα γοτθικά ρημάδια, «επέζεψα» και πορεύτηκα πια με τα πόδια, πρώτα προς την Παναγιά της Ίσοβας. Τούτην τη θαυμαστή εκκλησιά οι Φράγκοι μοναχοί, ιππότες και προσκυνητές συνήθιζαν να την καλούν εις τη γλώσσα τους «Notre Dame», που θα ειπεί «Η Παναγιά μας». Ήταν ένα συνήθειό τους που μας φέρνει κατά νου τη μεγαλότεχνη εκκλησιά των Παρισίων, την οποία ο Βίκτωρ Ουγκώ έκαμε άλλοτε με την πένα του διάσημη απ’ άκρη σ’ άκρη στον κόσμο της Δύσης. Εντούτοις, θα πρέπει να σημειώσομε ότι ομοίως με αυτές τις δυο, καλούσανε οι Φράγκοι (και συνεχίζουν να καλούν) πληθώρα εκκλησιές τις οποίες αφιέρωναν κι αφιερώνουν εις την Παρθένο Μαρία.
Η οικοδόμηση της δικής μας «Notre Dame», τοποθετείται κάπου στο Α΄ μισό του 13ου αιώνος και υπεύθυνοι για την αυτή δημιουργία, ήσανε οι Κιστέρκιοι καλογέροι του Κλαιρβώ. Τούτοι, δεν διάλεγαν ποτέ τυχαίως θέσεις για τα μοναστήρια τους, αλλά αντιθέτως επέλεγαν πάντοτε τοποθεσίες απομακρυσμένες από τις πόλεις και κοντινές σε ποταμούς ή λίμνες. Κατά τον ίδιο τρόπο, και τη «δική μας» Notre Dame, αποφασίσανε να την οικοδομήσουν κοντινά στον, κατά την αρχαιότητα ιερότερο των ποταμών της χερσονήσου, τον Αλφειό.
Για τη δημιουργία του μοναστηριού, οι Κιστέρκιοι λέγεται πως έφεραν μαστρολόι έμπειρο από τη Φραγκία. Οι κατευθύνσεις δε τις οποίες είχε λάβει ο αρχιτέκτων του έργου από τον Αβά ήσαν αυστηρότατες και συγκεκριμένες: Μολονότι το πρότυπο του αρχιτεκτονικού ρυθμού του οικοδομήματος θα ήτο μοιραία –ένεκα του ρεύματος της εποχής στη Φραγκία– το γοτθικό, οι γραμμές του θα έπρεπε να υποστηρίζουν μ’ έναν τρόπο τα πνευματικά ιδανικά του τάγματος, τα οποία επέβαλλαν την ανυπεροψία και την πενία. Έτσι, τα παραθύρια λ.χ. θα ήσαν αφενός οξυκόρυφα αλλά σε καμιά περίπτωση δεν θα μάκραιναν υπερβολικά κατά τον ουρανό, ενώ και όλος ο σχεδιασμός του οικοδομήματος θα έπρεπε ομοίως με αυτά να είναι ορθολογικός.
Εδώ είναι της στιγμής να ειπούμε ότι, οι ίδιοι αυτοί κανόνες της αρχιτεκτονικής καθώς και η έλλειψη πολυτέλειας όσον αφορά τον γλυπτό διάκοσμο των κιστερκιανών οικοδομημάτων (ακόμα και στην επίπλωση), επιβάλλονταν αυστηρώς σε κάθε κιστερκιανό ναό και μοναστήρι, ενώ είχαν ως πηγή προελεύσεώς τους τις ηθικές διδαχές του ιδρυτού του τάγματος Αγίου Βερνάρδου του Κλαιρβώ. Όμως, περί τα 1263, μερικά μόνον έτη δηλαδή μετά την κτίση της, η θαυμαστή ιερά κατοικία της «Notre Dame» του Μοριά, θα ερημωνόταν πρόωρα, καθώς σε μια νυχτιά μέσα, θα πυρπολούνταν ολοσχερώς από τα βυζαντινά στρατεύματα κατά τη διέλευση αυτών προς την περιοχή της Πρινίτσης, πριν από την περίφημη μάχη με τους ιππότες του Φράγκου γεροπολέμαρχου Τζιάν ντε Καταβά.
Εισερχόμενος από τη νοτινή εμπασιά του μοναστηριού, θαύμασα εις το μεσημβρινό τειχί το όμορφο σχέδιο μιας περίτεχνης γοτθικής κόγχης (ένα παρόμοιο αλλά λιγότερο εντυπωσιακό γλυπτό σχέδιο που έχει παρθεί από τον χώρο, κοσμεί την παλαιότερη βρύση της περιοχής που τη συναντάς κοντά στον δρόμο για την Τρυπητή), κι ύστερα κοντοζύγωσα δεξιότερα σε μιαν ερείπια πολυγωνιαία αίθουσα με ωραίες μισόρθιες κολόνες σε καθεμιά της γωνιά. Αφού πέρασα ολίγην ώρα εκεί, έβαλα και περπάτησα προς την αντίθετη κατεύθυνση μπαίνοντας μες στο κυρίως χτίσμα, όπου κάθισα κατάχαμα μεταξύ των πολυήσυχων γοτθικών τειχιών, για να τηράξω για μερικές στιγμές τον ουρανό της δύσης μέσ’ από το παντεύμορφο μυτερό παραθύρι της λεγόμενης «κορνίζας» της στέγης του μοναστηριού. Και μολονότι ουδείς Φραγκοκαλόγερος δεν ευρισκόταν εκεί γύρω για να μου βαστά συντροφιά με τις καλλικέλαδές του ψαλμουδιές στα μελαγχολικά χαλάσματα, η καρδιά μου είχε αγαλλιάσει τόσο, που δεν μ’ άφηνε διόλου ν’ αποτραβήξω την προσοχή μου από το μακρόστενο γοτθικό παραθύρι και τα πίσωθέν του ουρανοπόρα νέφελα. Μα, σαν αναθυμήθηκα τα τόσα ρημοκάστελα που είχα να περιηγηθώ εις την ίδια αυτήν ημέρα, γύρισα οπίσω στο «εδώ», κι αφού σηκώθηκα στα πόδια μου, εκίνησα σιγά σιγά προς τη μεριά μιας εξόδου.
Περνώντας απ’ τη βορινή αυτή πόρτα, που άλλοτε λέγεται πως έβγανε στον αυλόγυρο του μοναστηριού, τριγύρισα σε κάθε κατατόπι των «Παλατιών» (η ονομασία «Παλάτια» έχει δοθεί από παλιά, μα άγνωστο ακριβώς από πότε στο ερειπωμένο αυτό μοναστηριακό συγκρότημα από τους ντόπιους) κι ύστερα έπιασα να περπατώ κατά το έτερο κοντινό ερείπωμα, τον ημιγοτθικό Αϊ‑Νικόλα.
Τούτο το ’κλησιδάκι είν’ άγνωστο σε ποίον αιώνα υψώθηκε, αν και μάλλον θα πρέπει να τοποθετηθεί κι αυτό εις τον 13ο. Δεν αποκλείεται πάντως να θεμελιώθηκε από κάποιο φραγκοκαλογερίστικο τάγμα, μα κι αυτή δεν είναι παρά μια απλή εικασία. Σήμερα από την εκκλησιά ετούτη στέκεται ορθό σχεδόν μόνον το ιερό της, ενώ δεν απέχει παρά μερικά μέτρα από την Παναγιά της Ίσοβας. Σ’ ένα βαθμό μέγα, είναι καμωμένη και κείνη σύμφωνα με τους κανόνες της γοτθικής αρχιτεκτονικής, για τούτο και πολλοί που τη μελέτησαν φαίνεται πως τη λογαριάζουνε για παρεκκλήσι της Παναγιάς. Μολαταύτα, ανατρέχοντας σ’ ένα παλιό πόνημα του ακαδημαϊκού Νικολάου Μουτσόπουλου (Φράγκικες εκκλησίες στην Ελλάδα, Τεχν. Χρονικά, 1960) ερχόμαστε σε γνωριμία με μια πιο πολύπλοκη θεώρηση, καθώς κατά την εκτίμηση του ανωτέρω προσώπου: «Ο Άγιος Νικόλαος παρουσιάζει ένα ανακάτεμα γοτθικών και βυζαντινών μορφών. Ιδιαίτερα στην εξωτερική τοιχοποιία συναντάμε ψημένα βυζαντινά τούβλα που μαρτυρούν βυζαντινή τεχνική. Τα οξυκόρυφα τόξα, η δεξαμενή (Piscine), η έλλειψη εικονοστασίου και τα κυμάτια είναι γοτθικά».
Του Μιλτιάδη Τσαπόγα