Στα ανατολικά της Αρεόπολης της Μάνης και στη διαδρομή για το χωριό της Δροσοπηγής, μια ερημωμένη καστροπολιτειούλα βυζαντινή, η Παλιά Καρυούπολη γεννήθηκε τον 6ο ή τον 7ο αιώνα, όταν στη Μάνη σημειώνονταν μετακινήσεις πληθυσμών εξαιτίας της αναταραχής που επικρατούσε λόγω των βαρβαρικών επιδρομών. Η πρώτη ιστορική μαρτυρία που έχομε για την καστροπολιτειούλα αυτή μάς έρχεται από το έτος 821 όταν γράφτηκε εκεί το εκκλησιαστικό έργο «Βίος του Οσίου Φιλαρέτου» από τον εγγονό αυτού, ένα Καλογερόπουλο που καλούνταν Νικήτας. Από κείνα τα χρόνια, όμως, έως και την εποχή κατά την οποία ιδρύθηκε το Δεσποτάτο του Μυστρός, είναι άγνωστη η ιστορία της πόλεως, μοναχά θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι τον 13ο αιώνα δεν πρέπει να πέρασε καθόλου στους Φράγκους που είχανε φωλιάσει στον γειτονικό Πασσαβά, καθότι κάτι τέτοιο δεν αναφέρεται καθόλου εις τα χρονικά της εποχής.
Όταν στα 1477 επισκέφτηκε την περιοχή ένας περιηγητής από την Αγκόνα της Ιταλίας, ο ονομαζόμενος Ciriaco de Pizzicolli, βρήκε την πολιτεία ολοζώντανη και καλοφρουρημένη. Σ’ αυτή, μάλιστα, είχε τοποθετηθεί ως στρατοπεδάρχης ένας έμπιστος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ο Γεώργιος Σοφιανός. Παλαιότερα, κατά την εποχή της ακμής του Δεσποτάτου, η Καρυούπολη φαίνεται πως αποτέλεσε για πρώτη φορά έδρα επισκοπής, ενώ εντός των τειχών της χτίστηκαν δυο ωραίες εκκλησιές τις οποίες συναντά κανείς σε κατάσταση καλή έως σήμερα. Η μια, που στέκει λίγα μέτρα από τον πύργο, είν’ αφιερωμένη στον Άγιο Νικόλαο (τέλη 13ου αιώνος) και η δεύτερη (α΄ μισό 15ου αιώνος), βρισκόμενη λίγο μακρύτερα, στον Άγιο Γεώργιο. Κάποτε, κατά τα μεταβυζαντινά χρόνια, η καστροπολιτεία αποτέλεσε το κέντρο της βόρειας Μάνης, μα ο καιρός τα ’φερε ανάποδα, ως γίνεται και με τις ζωές των ανθρώπων, κι έτσι και τούτη άρχισε να ερημώνει. Τελικώς, εγκαταλείφθηκε οριστικά από τους κατοίκους της τον 18ο αιώνα, και μόνο μια ομάδα καλογέρων παρέμεινε τότε να την βαστά νεκροζώντανη, άγνωστο για πόσο.
Ο κυρίως πύργος της καστροπολιτείας σώζεται καλούτσικα, ενώ έχει δυο ονομασίες. Η μια είναι «Πύργακας» και η άλλη «Πύργος των Παλαιολόγων». Κοντινά σε εκείνον, μέσα εις τα ερείπια, ανταμώνει κανείς τις δυο εκκλησιές που προανέφερα, οι οποίες είναι επιζωγραφισμένες από τον 18ο αιώνα. Καθώς περιπλανιέται ο επισκέπτης στη βυζαντινή πολιτεία, το μάτι του ανταμώνει κάποτε (κατά το δυτικό μέρος) έναν παράξενο βράχο που φέρνει στο σχήμα του με θρόνο πελώριο. Τούτο το δημιούργημα της φύσης, το οποίο θρυλείται ότι έχει λαξευτεί κι από τον άνθρωπο, ήτανε άλλοτε -κατά την παράδοση του τόπου- το θρονί ή το «σκαμνάκι» μιας βασιλοπούλας.
Αφού είδα κι εγώ κάποτε όλα αυτά τα θαυμαστά, κατέβηκα πίσω τον λόφο και ξεκίνησα την πορεία μου προς εν άλλο κάστρο της λακωνικής γης, εξίσου εντυπωσιακό, το οποίο θα το συνάνταγα εις τους πρόποδες του Πάρνωνα. Τ’ όνομά του: «Κάστρο της Καλλιθέας» ή της «Ζαραφώνας» και για αυτό θα σας μιλήσω ευθύς αμέσως…
Ολίγες λέξεις για το μεσαιωνικό κάστρο της Ζαραφώνας
Το καστέλι της Ζαραφώνας, το συναντά κανείς να στεφανώνει έναν λόφο που φθάνει σε ύψος τα 748μ., ενώ βρίσκεται στα βορειοδυτικά του Γερακίου. Τούτο το μνημείο στέκει μ’ έναν πύργο καμαρωτό σε ένα από τα περάσματα για την Τσακωνιά, στα δύο χιλιόμετρα νοτίως του ομώνυμου εκεί χωριού που εκτός από Ζαραφώνα καλείται σήμερα και Καλλιθέα. Πρόκειται για ένα κάστρο σε σχήμα τραπεζίου που σώζεται ακόμη σε εξαιρετική κατάσταση, μα με άγνωστη (σχεδόν) ιστορία. Στα ερωτήματα ποιος το έχτισε και πότε, ουδείς μπορεί να απαντήσει με απόλυτη σιγουριά. Ως αναφέρει ο κος. Νεκτάριος Ι. Σκάγκος (Νέα ιστορικά και αρχαιολογικά στοιχεία για το οχυρό της Ζαραφώνας), στη δυτική εξωτερική πλευρά του πύργου εντοπίστηκε εγχάρακτο σταυροειδές συμπίλημα Θ Δ Π επάνω σε πωρόλιθο, το οποίο δείχνει ότι η κατασκευή του οχυρού συνδέεται με την προσπάθεια του δεσπότη Θεοδώρου Β’ Παλαιολόγου (1407-1448) για ενίσχυση των οχυρώσεων του Δεσποτάτου μπροστά στην οθωμανική απειλή.
Παρόλα ταύτα, άξιο αναφοράς οπωσδήποτε είναι το γεγονός ότι η σύγχρονη έρευνα έχει οδηγήσει στη διάκριση ίσως και περισσοτέρων από δύο οικοδομικών φάσεων εις το μνημείο, κάτι που κάνει, τουλάχιστον εμένα να υποψιάζομαι ότι το κάστρο αυτό, το τόσο κοντινό με το φραγκικό (αρχικώς) Γεράκι των ντε Νιβελέ, είναι ένα συγγενικό του οχυρωματικό έργο (του 13ου αιώνος) με το τελευταίο, το οποίο οικοδομήθηκε ακριβώς για να ελέγχει καλύτερα ο Φράγκος βαρόνος το ίσως επικινδυνότερο πέρασμα προς την Τσακωνιά. Αν ισχύει κάτι τέτοιο, τότε η επιγραφή που αναφέραμε θα πρέπει να δηλώνει, όχι την ανέγερση, αλλά την επισκευή.
Ας ομιλήσομε όμως τώρα και για κάτι ακόμη ενδιαφέρον που σχετίζεται ως θεωρώ άμεσα με το κάστρο. Πολύ κοντινά εις το κέντρο του οικισμού της Ζαραφώνας, συναντάται ο μεγαλοπρεπής βυζαντινός ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, όστις χρονολογείται εις τον 11ο αιώνα. Πέραν του όμορφου τοιχογραφημένου εσωτερικού της εκκλησιάς, εάν ο επισκέπτης εξετάσει το έξω μέρος της, θα διαπιστώσει την ύπαρξη μιας εντοιχισμένης μαρμάρινης πλάκας η οποία εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται να μαρτυρά κάτι σαφές ως προς το τι δείχνει και, όχι άδικα, αφού είναι προφανές ότι αποτελεί τεμάχιο ενός μεγαλυτέρου σκαλισμένου μαρμάρου. Παρόλα ταύτα, εάν επιχειρήσομε να ιδούμε την παράσταση ανάποδα, σύντομα διαπιστώνουμε τις πολλές πιθανότητες η μαρμάρινη πλαξ να απεικονίζει δυο εμπρόσθια σκέλη αλόγων σε κλίση, το ένα απέναντι στ’ άλλο, κάτι που πλέον με κάνει να σκέπτομαι δύο πιθανές ερμηνείες τις οποίες και καταθέτω κλείνοντας το άρθρο.
Ερμηνεία πρώτη: Η ολοκληρωμένη παράσταση θα μπορούσε να δείχνει κάποια μάχη ιππέων οι οποίοι έχουν φθάσει «σε απόσταση αναπνοής», κάτι που φανερώνεται από το πόσο κοντά βρίσκονται τα εμπρόσθια πόδια των αλόγων τους.
Ερμηνεία δεύτερη: Πιο λογική μου φαίνεται η ερμηνεία ότι, η συνολική παράσταση θα μπορούσε να εικονίζει δύο έφιππους αγίους οι οποίοι βρίσκονται τόσο κοντά για έναν κοινό σκοπό. Ως γνωστόν, η εικονογραφία των στρατιωτικών αγίων συνεχίζει αυτή των αρχαίων ηρώων. Οι άγιοι λοιπόν απεικονίζονται συχνά έφιπποι με στρατιωτική στολή να σκοτώνουν έναν δράκοντα, ο οποίος στον χριστιανισμό συμβολίζει τον διάβολο. Οι δύο ιππείς, θα μπορούσαν να είναι οι Άγιοι Θεόδωροι (Τήρων και Στρατηλάτης), οι Άγιοι Θεόδωρος και Γεώργιος ή κ.ά. Ωστόσο ας επισημάνομε πως οι πιθανότητες να εικονίζονταν οι Άγιοι Θεόδωροι ή και έστω ο εις εκ των δυο πολεμικών αυτών αγίων, να ήτο ο άγιος Θεόδωρος, είναι και οι περσότερες και τούτο διότι δεν αποκλείεται η σμιλευμένη πλαξ να σχετίζεται με το πρόσωπο πίσω από την επιγραφή του κάστρου, που άλλο δεν είναι από τον δεσπότη του Μυστρός Θεόδωρο Β’ Παλαιολόγο.
Του Μιλτιάδη Τσαπόγα