Τις προάλλες επισκέφθηκα στην αίθουσα Α49, στο αντίστοιχο νούμερο της οδού Αναγνωσταρά στο κέντρο της Καλαμάτας, μιαν έκθεση ζωγραφικής που «μίλησε» στην ψυχή μου, προτού προλάβει να μου μιλήσει η ίδια η καλλιτέχνιδα τη δεύτερη φορά που αποφάσισα να πάω.
Αυτή τη δεύτερη φορά που συζήτησα με την κυρία Χριστιάνα Κανελλακοπούλου, τη δημιουργό της, αρθρώθηκαν σε γλώσσα όλα όσα διαισθητικά συνέλαβα από τη θέαση των πινάκων της. Αυτές τις σκέψεις που ξεπήδησαν μέσα από τη συνομιλία μας θα προσπαθήσω να μεταφέρω εδώ, παραλληλίζοντας ταυτόχρονα, όπου γίνεται, την Τέχνη της Ζωγραφικής με τη Λογοτεχνία.
Αρχικά, η ζωγράφος με ρώτησε τι αποκόμισα από την έκθεση. Η πρώτη ιδέα που μου ήρθε ήταν ότι οι μορφές, όπως ονομάζεται και η έκθεση, οι οποίες είναι αποκλειστικά γυναικείες, έχουν κάτι το αιθέριο αλλά ταυτόχρονα μου φαίνονταν και ριζωμένες στη γη, στην πραγματικότητα.
Η ζωγράφος συμφώνησε με αυτήν την παρατήρηση προσθέτοντας ότι οι φιγούρες της υπόκεινται σε μια εσωτερική αναζήτηση. Είναι εδώ και δεν είναι. Μοιάζουν αποστασιοποιημένες καθώς, όπως κάθε γυναίκα, ψάχνουν να αποκρυσταλλώσουν τη μια ή τις πολλές τους ταυτότητες και ρόλους.
Σ’ αυτή την επίπονη πορεία τους προχωρούν μόνες: μόνο σε έναν πίνακα εμφανίζονται μαζί δύο γυναικείες φιγούρες, σε όλες τις άλλες επικρατεί η μοναξιά της μίας και μοναδικής μορφής. Έτσι άλλωστε δεν αναδεικνύονται και οι ήρωες, λογοτεχνικοί και μη, για παράδειγμα η μυθική Αντιγόνη, η οποία πρέπει να βιώσει μέσα στη μοναχικότητα τον αγώνα της, ώστε να αρθεί σε ηρωίδα-πρότυπο; Με αυτόν τον τρόπο τόσο οι μορφές οι ίδιες φαίνεται να στοχάζονται αλλά άλλο τόσο παρακινούν και το θεατή σε στοχασμό και αναστοχασμό, όπως άλλωστε κάνουν και τα λογοτεχνικά έργα.
Ο παραλληλισμός με γυναίκες του μύθου δεν είναι εδώ άστοχος / άκαιρος, καθώς η καλλιτέχνις τιμώντας την αρχαία ελληνική παράδοση – και όχι τύποις αλλά ουσιαστικά κάνοντας τις διακειμενικές της αναφορές – έχει δώσει σε πολλούς πίνακες τίτλους με ονόματα από αρχαίες ελληνικές μυθικές και άλλες μορφές. Μας προτρέπει κατ’ αυτόν τον τρόπο να παίξουμε με τη γλώσσα μέσω των τίτλων των έργων της, να στραφούμε προς τον πλούτο του μύθου και να εμπλουτίσουμε τις ερμηνείες των έργων της μέσα από τη γνώση του παρελθόντος – λιγότερο ή περισσότερο οικείου στο σύγχρονο αποδέκτη. Θυμίζει έτσι τους μονολόγους της Τέταρτης Διάστασης του Γιάννη Ρίτσου, ο οποίος μέσα από τις φιγούρες του μύθου που επιλέγει και βάζει να μιλούν επαναδιαπραγματεύεται το παρελθόν και το συνδέει συμβολικά με το παρόν του.
Δεν είναι, όμως, μόνο στη θεματολογία που προβάλλει το αρχαιοελληνικό κομμάτι ως υπόστρωμα στην έκθεση αυτήν. Ορισμένοι πίνακες ξυπνούν τις μνήμες των ελληνορωμαϊκών-αιγυπτιακών φαγιούμ τόσο με τις χρυσές λεπτομέρειές τους όσο και με την έμφαση στα πρόσωπα (ή προσωπεία;) των μορφών.
Όπως τα φαγιούμ, έτσι και ετούτες οι μορφές γεννούν ερωτήματα και σε καθηλώνουν (είτε κοιτώντας σε είτε όχι) λιγότερο ή περισσότερο ρεαλιστικά αποτυπωμένες. Ίσως η ζωγράφος δεν το αντιλαμβάνεται άμεσα, αλλά κρατά το νήμα της αρχαίας παράδοσης και σ’ αυτήν την περίπτωση. Μάλιστα, κι εδώ ζωή και θάνατος έρχονται κοντά, ειδικά αφού η καλλιτέχνις αποκαλύπτει ότι μια προσωπογραφία αφορά μια καλή της φίλη, η οποία δε ζει πια.
Πάντως, η ζωγράφος πολύ τίμια ομολογεί τις θεωρούμενες από την ίδια ως άμεσες επιρροές της στην τεχνική της από μοντέρνους ομοτέχνους τους, όπως είναι ο Κλιμτ, ο Σαγκάλ και ο Ντεγκά. Από τον τρίτο δανείζεται τις χορευτικές φιγούρες, αφού κι εκείνος ζωγράφιζε ως επί το πλείστον γυναικείες μορφές και, μάλιστα, μπαλαρίνες. Με το δεύτερο μοιράζεται το ονειρικό στοιχείο στο φόντο αλλά και στην αποτύπωση των μορφών. Ως προς τον πρώτο, σαν τον οποίον μου εκμυστηρεύθηκε ότι θα ήθελε να ζωγραφίζει, προσιδιάζει στο διακοσμητικό κομμάτι, δηλαδή κυρίως στα χρυσά μοτίβα και φυτικές λεπτομέρειες που συνοδεύουν στο φόντο ή και επικαλύπτουν κάποτε τις μορφές. Παρ’ όλη όμως την παραδοχή των προσλαμβανουσών της οφείλει να παραδεχτεί κάποιος που θα δει την έκθεση ότι το έργο της ζωγράφου είναι άρτιο, ατόφιο, σαν το χρυσάφι, και αυθεντικό, με τη δική του ιδιοσυστασία, και δεν παραπέμπει άμεσα σε αυτές τις προσλαμβάνουσες σαν να ήταν ένα αντίγραφο ή, χειρότερα, ένα κακέκτυπο. Η ζωγράφος έχει βρει το προσωπικό της στυλ μετουσιώνοντας γόνιμα της επιδράσεις της και έχει «γεννήσει» κάτι πραγματικά δικό της. Όπως ακριβώς θα πρέπει να κάνει κάθε γνήσιος καλλιτέχνης, ζωγράφος ή και λογοτέχνης: να βρει τη δική του «φωνή». Άλλωστε, όπως της είπα, «το καλύτερο είναι το δικό μας» για να της απαλύνω την προτίμηση που περιστασιακά έδειξε προς τη ζωγραφική του Κλιμτ προηγουμένως.
Πολλά ακόμη στοιχεία συνδυάζονται στην έκθεση. Οι μορφές που ξεπροβάλλουν παραπέμπουν άλλοτε σε μορφές της Ανατολής με τη γνωστή διακοσμητική διάθεση (όπως στα χρυσοποίκιλτα ασιατικά παραβάν ή τις λεπταίσθητα διακοσμημένες πορσελάνες), άλλοτε σε αφρικανικές μορφές με μιαν αφαιρετικότητα και στιβαρότητα κι άλλοτε σε σύγχρονες ευρωπαϊκές μορφές. Εδώ βοηθά πολύ και το ένδυμα που επιλέγεται για να περιβληθεί κάθε φιγούρα. Και είναι αυτό το ένδυμα κάθε φορά τόσο ιδιόμορφο, διακριτικά πλουμιστό και πρωτότυπο, ώστε η καλλιτέχνις απαντώντας στην παρατήρησή μου αυτήν ομολόγησε ότι της έκαναν πρόταση βλέποντας τους πίνακές της να ασχοληθεί με το σχεδιασμό υφασμάτων, που πραγματικά ταιριάζει με την έκθεση!
Αυτή η πολυσχιδής, λοιπόν, προσωπικότητα ετούτης της γνήσιας καλλιτεχνικής φύσης αποτυπώνεται βέβαια άμεσα και στους πίνακες. Αυτοί είναι, αφενός, πολυεπίπεδοι από άποψη τεχνικής, αφού μορφή και φόντο μαζί με τις διακοσμητικές τους λεπτομέρειες επικαλύπτονται ή αλληλοδιεισδύουν και συγχωνεύονται, αφετέρου πολυσήμαντοι όσον αφορά στα μηνύματα που επιδιώκουν να περάσουν στον θεατή.
Και το μήνυμα εστιάζεται κατά γενική ομολογία στους «παλλόμενους» ρόλους της γυναίκας, στις ισορροπίες που προσπαθεί να κρατήσει στη σύγχρονη πραγματικότητα, στα δικαιώματά της που οφείλει να υπερασπιστεί όσο και στα «καλούπια» που φτιάχνουν άλλοι γι’ αυτήν και την εγκλωβίζουν. Μπλέκοντας έτσι παρελθόν, παρόν και μέλλον, δημιουργεί η καλλιτέχνις άχρονες μορφές – αν και εμπνευσμένες κάποτε από οικεία της πρόσωπα – που παλεύουν να σπάσουν τα όρια (προσωπικά ή κοινωνικά), όπως αποτυπώνεται μορφικά στο «σπάσιμο» των προσώπων και την αλληλοδιείσδυση μορφής και φόντου – όχι όμως με σκληρό και βίαιο τρόπο, αλλά με χρώματα απαλά και με πινελιές ανάλαφρες και ανεπαίσθητες, έτσι που το ένα να χάνεται μέσα στο άλλο.
Κι είναι αυτό το συνεχές μορφής-φόντου που σε κερδίζει με τον τρόπο της ζωγράφου και αποκαλύπτει το είδος εκείνο της πραγματικότητας, που μόνον η βαθυστόχαστη και λεπτοφυής ανατολική φιλοσοφία μπορεί να συλλάβει, εκείνο της μη δυαδικότητας των κατηγοριών. Μπορεί όμως να μας φέρει στο μυαλό και την αλληλοπεριχώρηση της αγαπητικής χριστιανικής θρησκείας, έτσι που να άρει τους διαχωρισμούς γενικότερα των φιλοσοφικών θεωρήσεων του κόσμου.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα υπέρβασης των ορίων αποτελεί ένας πίνακας της ζωγράφου στην έκθεση αυτήν, στον οποίον η μορφή έχει περισσότερο «αντρικά» χαρακτηριστικά και κατατομή. Τι μπορεί να θέλει να πει με αυτόν; Να άρει το διαχωρισμό μεταξύ αντρικού και γυναικείου; Να επισημάνει ότι γυναίκες συχνά αναλαμβάνουν αντρικούς ρόλους; Να κάνει μια νύξη ως προς το κοινωνικά κατασκευασμένο φύλο; Το μόνο σίγουρο είναι ότι θυμίζει με τη νεωτερικότητά της παρόμοιες λογοτεχνικές δοκιμές, όπως το μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη «Ελένη ή ο Κανένας», όπου η Σπετσιώτισσα Ελένη Μπούκουρα ντύνεται άνδρας για να σπουδάσει ζωγραφική στην Ιταλία ή το μυθιστόρημα «Ορλάντο» της μοντερνίστριας Βιρτζίνιας Γουλφ, όπου ο κεντρικός ήρωας αλλάζει φύλο κατά την πορεία του έργου από το ένα κεφάλαιο στο άλλο και από τη μία εποχή στην άλλην. Τα σύνορα έχουν εξανεμιστεί. Η θηλυκότητα και η αρρενωπότητα δεν αποτελούν πια εδραιωμένες βεβαιότητες που αποδίδονται μόνο στις γυναίκες ή στους άντρες αντίστοιχα.
Ως σύλληψη, επομένως, παραπέμπει έτσι στην έννοια του «φυλολυγισμού», που επιχειρείται από σύγχρονους καλλιτέχνες.
Έπειτα, η ίδια η ζωγράφος μεταφερόμενη σε προσωπικό επίπεδο, μιλά για μια αμφιβολία και ένα «παλαντζάρισμα» μεταξύ δικών της ρόλων, τους οποίους τολμά να αισθάνεται ότι μπορεί να φέρει ίσως από προηγούμενες ζωές της ασπαζόμενη κατά κάποιον τρόπο ανατολίτικες δοξασίες. Αυτή την αμφιβολία συμβολίζει η ρευστότητα των μορφών και η «ανοιχτότητά» τους. Όπως ανοιχτή είναι η Τέχνη της αλλά και κάθε Τέχνη σε ερμηνείες. Σαν ένα παράθυρο όμοιο με εκείνα του Κ.Π. Καβάφη στο ομώνυμο – κλασικό πια – ποίημα, που θέλει και δε θέλει να τ’ ανοίξει για να επικοινωνήσει με τον έξω κόσμο αλλά και να ανακαλύψει και να αναδείξει τα δικά του «σκοτεινά» σημεία.
Το σκοτάδι δε λείπει κι από τους πίνακες της Χριστιάνας Κανελλακοπούλου. Άλλοτε περισσότερο, άλλοτε λιγότερο, συνυπάρχει και κάνει την αντίθεση με το φως που υπάρχει σε άλλα σημεία των έργων της. Τα δύο αυτά βρίσκονται τόσο σε διαμάχη όσο και σε αρμονική ισορροπία. Αποκαλύπτουν δε την αποδοχή του σκότους μέσα μας και την πάλη να «βγει στο φως». Όπως λέει η καλλιτέχνις, όλοι μας έχουμε σκοτεινά σημεία μέσα μας αλλά οφείλουμε να βρούμε το εσωτερικό μας φως και να διαλύσουμε τα σκοτάδια. Άλλωστε, «οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά σ’ έναν στίχο του και ο Γιώργος Σεφέρης Και θυμίζει αυτό τη «Φώτιση» του βουδιστικού Ζεν, η οποία μπορεί να έρθει μόνο από μέσα μας με την κατάλληλη διαδικασία προσωπικής περισυλλογής, αναδίφησης στο υποσυνείδητο και κατάκτησης της αυτεπίγνωσης.
Εξαρτάται από τον καθένα με πόσο ακαριαίο ή βαθμιαίο τρόπο θα επιτευχθεί αυτή. Πάντως το έργο της ζωγράφου προσφέρεται, όπως ειπώθηκε και παραπάνω, για αναστοχασμό, αναγωγές και αυτοεξερεύνηση – ιδίως για το γυναικείο κοινό.
Δεν είναι όμως μόνο μεταξύ κοινού και πινάκων που μπορεί να γίνει μια «συνομιλία». Η καλλιτέχνις ομολογεί ότι μιλά η ίδια με τους πίνακες, όταν τους δουλεύει ή όταν τους έχει ολοκληρώσει.
Την «τραβούν» πίσω να τους ξαναδεί, να ασχοληθεί μαζί τους, να μην τους παραμελήσει, να προσθαφαιρέσει λεπτομέρειες σε μιαν αναζήτηση της τελειότητας. Η οποία όμως είναι τόσο εφικτή όσο και ανέφικτη, σύμφωνα και πάλι με τις ανατολικές φιλοσοφίες, αφού κάθε πίνακας, όπως το διατύπωσε η ίδια η ζωγράφος, της «έρχεται φυσικά». Τους έχει ζωγραφίσει αβίαστα σύμφωνα με μια «άνωθεν» ίσως έμπνευση που την καταλάμβανε. Παρόμοια με τους αρχαίους αοιδούς, αν θέλουμε και πάλι να κάνουμε έναν παραλληλισμό με τη Λογοτεχνία.
Τελικά, θα έλεγα γι’ αυτήν την έκθεση ότι είναι αξιόλογη για όλα τα παραπάνω εναύσματα σκέψεων που δίνει. Και δείχνει έτσι πως δεν είναι μόνον το χρυσό στις λεπτομέρειες των πινάκων της Χριστιάνας Κανελλακοπούλου που λάμπει και τους κάνει να δείχνουν «πλούσιοι» αλλά είναι ο πλούτος που ξεπηδά από τη γλώσσα της Τέχνης της, ο οποίος εμπλουτίζει τη σκέψη και τους ορίζοντες του θεατή όσο και τη γλώσσα που έρχεται να κωδικοποιήσει αυτήν τη μοναδική αισθητική εμπειρία. Και την ευχαριστώ προσωπικά και από καρδιάς για όλα αυτά.
Της Παρασκευής Ακριτίδου,
Φιλολόγου