Μία από τας πολλάς απαγωγάς, αι οποίαι εμφανίζονται κατά την εποχήν αυτήν εις το αστυνομικόν δελτίον, είναι και η της 17έτιδος Κατινίτσας, θυγατρός του Γ., η οποία προχθές ηκολούθησε τον εκλεκτόν της καρδιάς της, κτίστην το επάγγελμα, χριστιανόν ορθόδοξον και Καλαματιανόν την καταγωγήν.
Ο κτίστης είχε προσληφθή υπό τον πατέρα της Κατινίτσας, έχοντα ιδιόκτητον οικίαν, δια να του κτίση κάποιον μανδρότοιχον. Αλλ’ η εργασία εξετελέσθη μ-άνδραν της Κατινίτσας, διότι ο κτίστης αντί να κτίση τον μανδρότοιχον του κ. Γ., έκτισεν ερωτικήν φωλεάν της κόρης του, μετά της οποίας ολίγας ημέρας μετά την έναρξιν της εργασίας συνήψεν αισθηματικάς σχέσεις. Και χωρίς πολλάς διατυπώσεις και μεσολαβήσεις, ο κτίστης και η νεαρά κόρη έδωσαν μόνον ενώπιον Θεού αμοιβαίαν υπόσχεσιν γάμου. Άλλαι όμως αι βουλαί των ερωτευμένων, άλλα δε ο πατήρ κελεύει. Ο γέρων πατήρ, άνθρωπος νοικοκύρης, παλαιών αντιλήψεων, έχων και άλλα δύο μεγαλείτερα κορίτσια ανύπανδρα, εσκόπευε να τα υπανδρεύση με ανθρώπους της αρεσκείας του, ήτοι με συγχωρίους του ευκαταστάτους, δια τους οποίους να είχε πεποίθησιν όσον αφορά στο μέλλον και την ευτυχίαν των θυγατέρων του. Εν τούτοις η Κατινίτσα έπεισε τον εκλεκτόν της να τολμήση να ζητήση την χείρα της από τον πατέρα της. Και το διάβημα έγινε, αλλ’ η απάντησις υπήρξε πραγματικός κεραυνός.
-Τί έκαμε, λέει; Να σου δώσω την κόρην μου; Εγώ σε πήρα να μου χτίσης, δεν σ’ επήρα να κάμης εργολαβία στο κορίτσι μου. Πήγαινε απ’ εδώ, παληάνθρωπε.
-Η Κατίνα μ’ αγαπάει και πρόσεξε καλά, είπεν ο κτίστης.
-Αν σ’ αγαπάη, να πάη να κόψη το λαιμό της, απήντησεν αδυσώπητος ο γέρων.
-Θα το ιδούμε αυτό…
-Κάνε μου τη χάρι να με ξεφορτωθής και με το ζόρι γαμπρός δεν γίνεσαι.
Επέρασαν πέντε ημέρες και νύχτες αγωνίας και γκρίνιας εις το σπήτι της Κατίνας. Αλλ’ ο κτίστης κατόρθωσε να ειδοποιήση την νεαράν κόρην ότι, κατόπιν της αρνητικής απαντήσεως η οποία εδόθη προς αυτόν εκ μέρους του πατρός της, ήτο ανάγκη να συναντηθούν την παρελθούσαν Δευτέραν και να φύγουν. Πράγματι η απαγωγή επραγματοποιήθη, και το ζεύγος κατέφυγεν εις ρωμαντικόν προάστειον.
Το σπήτι αναστατώθη μετά την αιφνιδία εξαφάνισην της Κατίνας. Παντού ανεζητήθη και ουδεμού ανευρέθη η νεαρά κόρη, η οποία είχεν αποκομίσει, φεύγουσα εκ της οικίας της, και μερικά εκ των φορεμάτων της.
Ο πατήρ της κόρης βεβαιωθείς ότι αύτη απήχθη υπό του κτίστου έσπευσε να καταγγείλη το γεγονός και μετ’ ολίγον τα λαγωνικά της Αστυνομίας συνελάμβανον το ζεύγος των ερωτευμένων εις την ρωμαντικήν φωλεάν του. Αμφότεροι ωδηγήθησαν εις το τμήμα και εκεί ωμολόγησαν τον αμοιβαίον έρωτά των με την πρόσθετον δήλωσιν της Κατίνας ότι καμμία δύναμις δεν θα είναι ικανή να την αποχωρίση του εκλεκτού της καρδιάς της. Δήλωσις φοβερά ενώπιον Θεού και ανθρώπων γενομένη.
Ο δυστυχής πατήρ εβρύχθη ως θηρίον, ηπείλησε, ικέτευσεν, αλλά το Κατινάκι εξηκολούθη να μένη σκληρόν προ των πατρικών απειλών και παρακλήσεων έως ου ο γέρων πατήρ υπέκυψε και έλυσε το κομπόδεμά του δια τους γάμους, τελεσθέντας εν στενώ… αστυνομικώ κύκλω.
Ούτω αποδεικνύεται ότι οι κτίσται δεν γνωρίζουν να κτίζουν μόνον μανδροτοίχους, αλλά και ερωτικάς φωλεάς, αίτινες φέρουν μαζί με την εκλεκτήν των και προίκα κάθε άλλο ή ευκαταφρόνητον.
Η ερωτική φωλεά παύει πλέον να είναι ερημικόν κοτέτσι, εις το οποίον οι ερωτευμένοι δεν περνούν έτσι κι έτσι, όπως τους θέλει ο επιθεωρησιακός κομπέρ, αλλά πιο καλά από όλους τους άλλους.