Απαλλάχθηκαν όλοι οι κατηγορούμενοι για την υπόθεση με τα «μαύρα» ταμεία λόγω παρέλευσης 20ετίας από την τέλεση των αδικημάτων
Την πικρή γεύση της αδυναμίας του πολιτικού και δικαστικού συστήματος να ολοκληρώσει με επιτυχία τη διερεύνηση ενός σκανδάλου, αφήνει η απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων της Αθήνας, που απάλλαξε το σύνολο των εμπλεκομένων που δικάστηκαν για τα «μαύρα» ταμεία της Siemens.
Η απόφαση, αποτέλεσμα πολύμηνης δικαστικής διαδικασίας, προκάλεσε αίσθηση, καθώς η απαλλαγή των δικαζόμενων βασίστηκε κατά κύριο λόγο στην παραγραφή των αδικημάτων τους, αφού έχει παρέλθει χρόνος πλέον της 20ετίας από τη διάπραξή τους και κανένα αδίκημα, ακόμη και φόνος, δεν μπορεί να «ζήσει» έπειτα από τόσα χρόνια. Βεβαίως η απόφαση αθώωσε και κατηγορούμενους και επί της ουσίας.
Το δικαστήριο απάλλαξε όλα τα μεγαλοστελέχη του γερμανικού κολοσσού, Γερμανούς υπηκόους, που δικάστηκαν στην Ελλάδα για παράνομες πληρωμές της Siemens, με έμφαση τον Οργανισμό Τηλεπικοινωνιών Ελλάδας, όπως και όλα τα μεγαλοστελέχη της εταιρείας, που υπήρξαν επικεφαλής της θυγατρικής της Siemens στη χώρα μας, ανάμεσά τους ο πολύς Μιχάλης Χριστοφοράκος που έχει ήδη δικαστεί και από γερμανικά δικαστήρια και ουδέποτε εκδόθηκε στη χώρα μας.
Η παραγραφή που παρέσυρε τα πάντα σε ποινικό επίπεδο για μια υπόθεση που αποτέλεσε αντικείμενο σκληρότατης και μακροχρόνιας πολιτικής αντιπαράθεσης, επήλθε σε εφαρμογή των βασικών διατάξεων του Ποινικού μας Κώδικα, αφού τα αδικήματα, ξέπλυμα «μαύρου» χρήματος, δωροδοκίες και λοιπά, εντοπίστηκαν από τις έρευνες ότι διαπράχθηκαν από το 1998 και πάντως έως το 2002.
16 χρόνια ερευνών
Για τα «μαύρα» ταμεία της Siemens οι δικαστικές έρευνες ξεκίνησαν στην Ελλάδα το 2006, όταν ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Παναγιώτης Αθανασίου άνοιξε τον φάκελο και άρχισαν έρευνες που οδήγησαν κατά το ανακριτικό στάδιο σε προφυλακίσεις που είχαν, τότε, προκαλέσει αίσθηση, καθώς είχαν προσωρινά κρατηθεί και συγγενικά πρόσωπα μεγαλοστελεχών της Siemens. Η ανάκριση σφραγίστηκε, πέραν της μεγάλης διάρκειάς της, από τη διαφυγή του Μιχάλη Χριστοφοράκου στη Γερμανία (ήταν Γερμανός υπήκοος) και την εξαφάνιση του Χρήστου Καραβέλα, επίσης μεγαλοστελέχους της Siemens, που μέχρι σήμερα δεν έχει εντοπιστεί.
Τη σκυτάλη της δικαιοσύνης πήραν κοινοβουλευτικές έρευνες που κορυφώθηκαν τα αμέσως επόμενα χρόνια, χωρίς ουδέποτε να αποδειχθούν δημοσιογραφικές αποκαλύψεις για χρηματοδοτήσεις πολιτικών και κομμάτων.
Η μόνη αποκάλυψη που επιβεβαιώθηκε σε ό,τι αφορά τη διακίνηση πολιτικού χρήματος, ήταν το ποσό που έλαβε ο Θεόδωρος Τσουκάτος, στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, όχι προς ίδιον όφελος αλλά για τα κομματικά ταμεία, κάτι που ο κατηγορούμενος υποστήριξε εξαρχής και για τον λόγο αυτό αθωώθηκε με την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η δίκη σε πρώτο βαθμό κράτησε περί τα τρία χρόνια, ενώ το σύνολο της δικαστικής διαδρομής της υπόθεσης ήταν 16 χρόνια, με ενδιάμεσα κενά λόγω των κοινοβουλευτικών ερευνών που διενεργήθηκαν κατά καιρούς, πυροδοτώντας πολιτικές συγκρούσεις και πολιτικές σπιλώσεις κατά κομμάτων και προσώπων.
Σε κάθε περίπτωση, οι αργοί ρυθμοί λειτουργίας της δικαιοσύνης, οι πολιτικές συγκρούσεις που οδήγησαν σε πολλές κοινοβουλευτικές διερευνήσεις της υπόθεσης και η ανάγκη αλλεπάλληλων δικαστικών συνδρομών με τη γερμανική δικαιοσύνη, υπήρξαν οι καθοριστικοί παράγοντες για τη χθεσινή απόφαση, που στηρίχθηκε στην παραγραφή, αλλά και πέραν αυτής και στην αθώωση των κατηγορουμένων, καθώς για τα δικαζόμενα τότε στελέχη του ΟΤΕ κρίθηκε ότι τελικά δεν αποδείχθηκε αν πήραν και πόσα από τα «μαύρα» ταμεία της Siemens.
Απαλλάχθηκαν οι: Μιχαήλ Χριστοφοράκος, Πρόδρομος Μαυρίδης, Αλέξανδρος Αθανασιάδης, Karl Friedrich Eduard Pierer von Esch, Thomas Ganswindt, Michael Kutschenreuter, Reinhard Herbert Siekaczek, Wolfgang Paul Wilhelm Rudolph, Heinz Wolfgang Ernst Keil Von Jagemann, Franz Joseph Richter, Γιώργος Σκαρπέλης, Νικόλαος ΝΙΝΤΟ, Γιώργος Αργυρόπουλος, Δημήτριος Κουβάτσος, Παναγιώτης Νικάκης, Γιώργος Καλδής, Αλέξανδρος Λέτσας, Φάνης Λυγινός, Jean Claude Oswald, Μάρθα Δημητριάδη-Καραβέλα, Χρήστος Καραβέλας, Δημ. Γυφτόπουλος (έχει αποβιώσει).
Της Ιωάννας Μάνδρου – Η Καθημερινή