Ιδού λοιπόν, που ο Ακροκόρινθος τέσσερα χρόνια μετά το αρχίνημα της πολιορκίας είχε ζωστεί πια από όλες τις μεριές του από το σίδερο και πολύ γρήγορα –όλοι το είχαν ψυχανεμισθεί ετούτο, καστρινοί και πολιορκητές– θα φράγκευε. Οι Ρωμαίοι, που τον υπερασπίζονταν με όλες τους τις ψυχικές δυνάμεις, ηύραν κάποιαν ημέρα τον Σγουρό να θωρεί ασάλευτος από ένα αψηλό μπεντένι τα μελλούμενα της γης εκείνης που κάποτε αφέντευε. Το φαρί του, λίγο πιο κάτω σ’ ένα απόσκιο όπου το είχε προχειροδέσει, φρίμαζε απ’ ώρα σαν να ’χε συναίσθηση του τι θα γινόταν. Ο μύθος τούς περίμενε υπομονετικά και τους δυό στις παρυφές ενός κρημνού για να τους αγκαλιάσει και να τους «ανασταίνει» από τότε –ίππο κι αναβάτη– στις φαντασίες των ανθρώπων που ρωτούν και νοιάζονται να μάθουν για τον βίο του ιδιόρρυθμου μα τετραπέρατου αυτού Βυζαντινού πολεμιστή κι αυθέντη των μέσων αιώνων…
Μολαταύτα, σ’ ετούτο το σημείο πρέπει, προτού να προχωρήσομε εις την περιήγησή μας, να σημειώσομε ακόμη ότι ως και τα σήμερα, η πιο επίσημη εκδοχή για τον τρόπο που ήλθε το τέλος της ζωής του Σγουρού είναι ότι ο ίδιος, μη θέλοντας να υποδουλωθεί στους Φράγκους, αυτοκτόνησε, πηδώντας ως είδαμε με το φαρί του εις το κενό από κάποια απότομη πλαγιά του Ακροκορίνθου. Εντούτοις, μια δεύτερη εκδοχή, τόνε θέλει να χάνει την ίδια εποχή τη ζωή του μαχόμενος κάπου κοντινά στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Ανάπλι (σ.σ. το είχε λάβει ως κληρονομιά από τον πατέρα του), κατά τη διάρκεια κάποιας σύρραξης της σωματοφυλακής του με ένα σώμα Λογγοβάρδων ιππέων. Διά την ιστορίαν, η ακρόπολη της Κορίνθου μετά τον θάνατο του Σγουρού (σ.σ. Όπως κι αν συνέβη τελικά αυτός) κατάφερε να κρατηθεί για δυο ακόμη έτη σε χέρια ελληνικά, υπό την υπεράσπιση του Θεόδωρου Α΄ Άγγελου Κομνηνού (σ.σ. Μελλοντικού αυτοκράτορα της Θεσσαλονίκης), ο οποίος και την παρέδωσε τελικώς στους σταυροφόρους κατόπιν συνθηκολόγησης.
Συνέχεια περιήγησης: «Κατάβαση» εις την πηγή της Δρακονέρας και επίλογος.
Έχοντας σηκωθεί εις τα πόδια μου από μερικά λεπτά, εβάδιζα ανάμεσα σε εκείνα τα φράγκικα απομεινάρια τα οποία δουλεύτηκαν στα χρόνια που ακολούθησαν τη φραγκική κατάκτηση, και που λέγεται πως συνδέονται πιο συγκεκριμένα με την περίοδο που εις το θρονί του πριγκιπάτου καθόταν ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουίνος ο «Καλαμάτης». Λίγα βήματα πιο νότια, από τη μεριά που θωρεί το πορτάκι του πύργου αυτού που μου κρατούσε σκιά, γλέπει κανείς τη γη να ανοίγεται ως φιλιατρό ξέσκεπο ανάμεσα στα πετροχάλικα και αναγνωρίζει, σαν βρεθεί εκεί, την ύπαρξη κάποιας παλαιότατης, ίσως συγκαιρινής του πύργου, υπόγειας αίθουσας.
Η σκοτεινιά της αυτής αίθουσας δεν μετριάζεται παρά αποκλειστικά από το φως που χύνεται μέσα από αυτό το χάσμα, ενώ θα χρησίμευε μάλλον άλλοτε ως κινστέρνα. Αποχωρίστηκα τούτο το τμήμα του φρουρίου και οδοιπόρησα προς τα ανατολικά, για να ιδώ από κοντά την –από τα πανάρχαια χρόνια– περιβόητη μα «απόκρυφη» σχεδόν σήμερα πηγή της «Άνω Πειρήνης» (σ.σ. Χρησιμοποίησα εσκεμμένα τη λέξη «απόκρυφη», καθώς καμία σήμανση δεν υπάρχει εις τον βράχο που να προδίδει τη θέση της), η οποία στην παράδοση συναντάται και με το όνομα «Δρακονέρα».
Από ένα ανόρυγμα μήκους μερικών μέτρων με σκαλοπάτια που κάποτε ήταν μοναχά πέτρινα μα που τώρα πια καλύπτονται από μια πρόχειρη φαγωμένη από τη σκουριά κλίμακα κατήλθα στον υπόγειο αυτόν χώρο της αρχαίας κρήνης, ο οποίος κατοικείται σήμερα από μυριάδες μικροσκοπικά πτερωτά έντομα, των οποίων η φασαρία εις την οποία προβαίνουν ένεκα της παρουσίας σου μπορεί να σε παλαβώσει. Παρόλα ταύτα, αν παύσεις να σαλεύεις για λίγο, θα τα ιδείς εντυπωσιακά να εφορμούν πίσω ξανά εις τους τοίχους τους ομάδι και γρήγορα να «μαρμαρώνουν». Η ύπαρξή των, έτσι, χάνεται από τη δική σου αντίληψη –τόσο μικροσκοπικά που είναι– μέχρις όμως να προβείς στην επόμενη κίνησή σου. Όταν είχα πρωτοϊδεί τη Δρακονέρα από κοντά, δεν κρύβω ότι είχε εικονιστεί εις τον νου μου σαν ονειροφάντασμα με τόσα που είχα διαβάσει για κείνη, μα κι εξαιτίας της πρωτόγνωρης εντύπωσης που μου προκάλεσε εις το μισόφωτο, με τη σμαράγδινη ομορφιά της και πίσω από το θαυμαστό δίπυλό της – ένα απομεινάρι μακρινό της ρωμαϊκής περιόδου.
Σύμφωνα με έναν θρύλο, το αίτιο που ονομάστηκε «Δρακονέρα» η πηγή αυτή, ήταν το γεγονός ότι δυο δράκοντες εκατοικούσαν μια φορά κι έναν καιρό τα βάθια της. Σύμφωνα με μιαν άλλη παράδοση από τη μυθολογία μας προερχόμενη, ο Πήγασος, το φτερωτό άτι που ήταν ο πατέρας των Κενταύρων, έσκαψε κάποτε με ένα χτύπημα της οπλής του το σημείο αυτό του βράχου και αποκαλύφθηκε η ύπαρξη νερού καθάριου και γευστικότατου. Από τότε ο Πήγασος για να δροσίζεται προτιμούσε μόνον την πηγή αυτή.
Επίλογος, επιστροφή
Αποχωρώντας από την πηγή της Άνω Πειρήνης, δεν αμέλησα, πριν να πάρω τον δρόμο της επιστροφής, να «σκαρφαλώσω» ως την ανώτατη κορφή του βράχου (σ.σ. 575 μ. ύψος), όπου φαντάζουν σε τετράγωνο σχηματισμό τα λιγοστά λείψανα του αρχαίου ναού της θεάς του κάλλους και του έρωτος, Αφροδίτης. Σήμερα, από τον ναό αυτόν δεν απομένει τίποτε άλλο παρά μονάχα τα θεμέλια, μα, άλλοτε, στα χρόνια της αρχαιότητας σαν να λέμε, εις τον 5ο με 4ο αι. π. Χ., εικάζεται ότι ο ναός ετούτος είχε τη σπουδαιότερη σημασία από όλα τα ιερά οικοδομήματα της γύρω περιοχής. Στον ίδιο αυτό ναό ακόμη, λατρευόταν από τους Έλληνες και ο Ήλιος, ενώ σύμφωνα με τον γεωγράφο Στράβωνα, κατοικούνταν στα χρόνια του από χίλιες ιερόδουλες (!). Βέβαια, ο αριθμός που δίνεται από τον αρχαίο γεωγράφο είν’ ολοφάνερα υπερβολικός και μόνον εάν αναλογιστεί κανείς τον χώρο που καταλαμβάνει η κορυφή αυτή.
Πήρα τη στράτα του γυρισμού, αρχικά απ’ το στενομονόπατο που με είχε ανεβάσει ως και τον ιερό ναό της Αφροδίτης, κι ύστερα, ολίγο πριν να βγω εις την τρίτη πύλη, έκοψα δρόμο προς βορράν, για να περάσω να ιδώ τα ερείπια από ένα τουρκικό τζαμί. Μαζί μ’ όλα τα μνημεία αυτά που σας περιέγραψα, αξίζει να μνημονεύσω την φοβεράν εκείνη πληθώρα των τρισκόταδων σφραγισμένων φρεάτων (άνευ πηγαδόπετρας) και των καταπακτών που γλέπει ο ταξιδευτής σχεδόν σε όποια διαδρομή κι αν ακολουθήσει. Όπως κάθε κάστρο «πλουμίζεται» από παραδόσεις για πετράδια και χρυσαφικά κρυμμένα εις τα σπλάχνα του, έτσι και για τον Ακροκόρινθο οι παλαιοί θρύλοι λεν ότι κρύβει στις «δαιδαλοειδείς υπόγειες γαλαρίες του» αξεχώνιαστους μυθικούς θησαυρούς προερχόμενους απ’ την περιουσία του Κιαμήλ Μπέη, του τελευταίου Οθωμανού τοπάρχη της Κορίνθου, ο οποίος στέκει γνωστός στην ιστορία του τόπου –μεταξύ άλλων αιτιών– και για τα αυτά του πλούτη που, ως τα τώρα λεν οι παλαιότεροι πως τα φρουρεί, δίχως υπόσταση υλική πια, με ένα νυχτοφάναρο ανά χείρας, ως τρομαλέο μα ακίνδυνο φάντασμα…
Του Μιλτιάδη Τσαπόγα