Δύσκολο έργο το να ιστορήσεις στον αναγνώστη σου με μερικά μόνον λόγια, περιορισμένα σε κάποιες σελίδες, τη διαδρομή μέσα στην ιστορία και τον μύθο ενός εκ των διαλεκτότερων από πλείστες απόψεις φρουρίων της χώρας μας. Κι ακόμα πιο δυσκολοκατόρθωτο –ας μου επιτραπεί να ειπώ– είναι να του μεταφέρεις με μιαν αφήγηση τους συναισθηματισμούς, τις εμπειρίες και τους στοχασμούς σου, απ’ όσες φορές το περπάτησες για να το περισκοπήσεις. Όπως και να ’χει, στις παρακάτω σελίδες θα επιχειρήσω να φέρω εις πέρας τούτο το εγχείρημα δια μέσου ιστορικής και περιηγητικής συνάμα αφηγήσεως, όπως και παλαιότεροί μου περιηγητές το έκαμαν, έχοντας ως πρόθεση την περαιτέρω ανάδειξη της ιστορικότατης και μεγαλυπέροχης αυτής καστροπολιτείας του Μορέως, του ονομαστού Ακροκορίνθου. Ως εξής, μια μονάχα –αλλά καλή– από τις πλέον νεώτερες περιηγήσεις μου θα σας απηγηθώ από τον θαυμαστό αυτόν γίγα πυλαωρό της βορειανατολικής έμπασης της Πελοποννήσου, που, κάπου εις το μνημονικό μου ακόμη φαντάζει σαν να ήταν εκείνη η φορά που τον πρωτοθαύμασα πριν από πολλά πολλά έτη…
Πριν την ανάβαση στον Ακροκόρινθο
Ένα ζεστό ρόφημα εις την παρυφή του αρχαιολογικού χώρου της Κορίνθου εν τω μέσω του φθινοπώρου είναι κάτι το ευχάριστο και πολύ σωστά θα ιδείτε συχνά τούτο να προτείνεται κι από διάφορα ταξιδιωτικά έντυπα. Για μια περιήγηση σε μνημεία σαν τον αρχαϊκό ναό του Απόλλωνος με τους επτά στεκάμενους κίονές του, ούτε λέξη, ή, σαν την κρήνη Γλαύκη (της ιδίας περιόδου) που προβάλλει κοντινά του, καθώς και την ανακατασκευασμένη στα Ρωμαϊκά χρόνια πηγή της «Κάτω Πειρήνης». Τούτα είναι μνημεία αξιοπαρατήρητα και από όπου κι αν έχεις εκκινήσει για να τα επισκεφθείς, ο κόπος σου θα ανταμειφθεί. Μα, πλην αυτών των αρχαίων αναμνήσεων που ο ταξιδιώτης θα ιδεί εις τον αρχαιολογικό χώρο της Κορίνθου, σώζεται εις το ανάμεσο τους, ένα μνημείο της πρώιμης χριστιανικής περιόδου με σπουδαία σημασία για τη χριστιανοσύνη, το λεγόμενο Rostra (Βήμα) του Γαλλίωνος, το συνδεδεμένο ιστορικά με τον Απόστολο των Εθνών, Άγιο Παύλο.
Για την ανάβαση στον Ακροκόρινθο.
Ιδού λοιπόν που, έτσι κάπως εκίνησα κι εγώ από πρωίας, περί τα τέλη Οκτωβρίου για να ιδώ αρχικά αυτές τις αρχαιότητες, κι ύστερα να προχωρήσω οδικώς κατά τον κύριο προορισμό μου. Προτού πλησιάσω τις τελευταίες στροφές του στενού δρόμου που σε φέρνουν στην έμπαση του κάστρου, πρόβαλλε από τον νότο πανέρημος και μ’ ένα καστελάκι στην κορφή του ένας πρόβουνος της Ακροπόλεως της Κορίνθου με την ονομασία «Πεντεσκούφι», περί του οποίου θα κάνομε λόγο σε λίγο. Καθώς ήλθα σε μικρή απόσταση από τον προορισμό μου (όπου και ο χώρος παρκαρίσματος), δεν άργησαν να φανερωθούν προ των ομματιών μου οι φοβερές δυτικές οχυρώσεις της Ακροπόλεως του κάστρου, ενώ καλοφάνηκαν αμέσως και οι τρεις γιγάντινες καλοπυργωμένες πύλες της, των οποίων η επιβλητικότητα κάμει στα ανθρώπινα μάτια το μεσαιωνικό αυτό οικοδόμημα σωστό θεριό. Περιτρίγυρα των πυλών, τείχη βασταγερά με πληθώρα από πολεμίστρες, μα, και άλλα, πιο ρημαγμένα από τους πολυφθόρους καστροπολέμους, ακολουθούν, όπως χρειάστηκε να γίνει στα χρόνια τα παλαιά, τις φυσικές οχυρώσεις του βράχου. Μια πεζογέφυρα από ξύλο σε περνά στην πρώτη (τη χαμηλότερη) εκ των τριών πύλη, που την κρατούν οι φύλακες του σήμερα αμαντάλωτη για τον ταξιδευτή, από ενωρίς που ο ήλιος αρχινά από την ανατολή να πυρώνει τον βράχο, ως και τις τρεις το μεσημέρι. Αυτή είναι και η έμπαση για το όλο φρούριο, ακόμη και για την Ακρόπολη.
Ο δρόμος που οδηγεί στο κυρίως κάστρο –όπου και η τρίτη πύλη– είναι από καλντερίμι, που επειδή έχει περπατηθεί φορές αμέτρητες εις το παρελθόν, σε κάμει να γλιστράς, τόσο δε, που μερικοί άνθρωποι κατά την κατάβασή τους, τονε διαβαίνουνε πιασμένοι από ό,τι στιβαρό βρίσκεται στα πλαϊνά του. Αυτή, η τρίτη κατά σειρά διαδοχική πύλη ανόδου προς τα υψηλότερα στρώματα του κάστρου, είναι και η πιο ευμνημόνευτη, γιατί στον έναν πύργο που την υπερασπίζεται έχουν διατηρηθεί τμήματα οχυρώσεων των οποίων η ηλικία κρατά από την κλασική εποχή (4ος αι. π.Χ.). Καθώς περνά κανείς από το κατώφλι της, έρχεται σε συνάντηση με την καστροπολίχνη, μία μικρή πολιτειούλα σ’ ερείπια εντός της ίδιας της ακροπόλεως.
Συνέχεια αναβάσεως και μια ιστορία από τον μεσαίωνα
Είχα περάσει την πύλη, όταν εμπρός μου, ψηλά εις τα βορειανατολικά πρόβαλαν ξέμακρες οι σιλουέτες δυο γηραιών οδοιπόρων να περπατούν βραδέως κι αθορύβως προς την κορυφή όπου βαστώνται ακόμη τα θεμέλια από κάποιον αρχαίο ναό της Αφροδίτης με ιστορία παράξενη. Ύστερα από την τρίτη πύλη, προς τα δεξιά μου φανερώθηκε σ’ ένα ύψωμα-θρόνο ολάκερος να ίσταται κατά μόνας, υπόχρυσος από το λούσιμο των πρωινών αχτίδων, ο εξώτατος μεσαιωνικός πύργος της ακροπόλεως (donjon) που στέκει εκεί από τα χρόνια της Φραγκοκρατίας. Κατόπιν ολίγων λεπτών της ώρας, είχα κοντοζυγώσει στον αυτόν πύργο, που είναι ευπρόσιτος δια μέσου ενός μονοπατιού το οποίο διαχωρίζεται κάπου ως φιδόγλωσσα, που η μια μεριά της αφού σε περνάει πρώτα μες από ένα πλάτωμα όπου κυριαρχεί το σκέλεθρο ενός τουρκικού μιναρέ, ύστερα σε οδηγεί εις τον προορισμό σου.
Κατόπιν, καθώς ήταν ανάγκη, βρήκα μια πέτρα κάτω από τον πύργο για να καθίσω και να ξαποστάσω. Έναντι μου κατά τη δύση, ξεφύτρωνε απ’ έναν βράχο σε χαμηλότερο υψόμετρο ξιφομαχώντας με τους ουρανούς αενάως εν μέσω της αιώνιας μοναξιάς του, το λιλιπούτειο ιπποτικό μονόκαστρο «Πεντεσκούφι», το οποίο οι Φράγκοι καλούσανε «Mont-Escovée». Εις την θέαν του, δεν άργησα να ενθυμούμαι μια πραγματική μεσαιωνική ιστορία, την οποία και σας απηγούμαι ευθύς αμέσως…
Πριν από οκτώ αιώνες γιομάτους και μερικά ακόμη χρόνια, αναμεταξύ κάπου στα 1203 με 1204, το κάστρο του Ακροκορίνθου με τα περίλαμπρα τείχη και τους ισχυρούς πύργους, δεν ανοιγόκλεινε παρά αποκλειστικά με τις προσταγές ενός σκληρόψυχου –πλην όμως τετραπέρατουκαι ονομαστού για την αφοβισιά του από άκρη σε άκρη στο Βυζάντιο– άντρα, που το ονοματεπώνυμό του ήτανε Λέων ο Σγουρός. Σε κείνους τους καιρούς, οι καστροπόλεμοι, σαν να λέμε οι πολιορκίες, ήταν φαινόμενο σύνηθες. Όμως, αλίμονο στα παλληκάρια και στον λαό εκείνου που θα βρισκόταν καπετάνιος εις το πηδάλιον μιας καστροπολιτείας, αν δεν τα κατάφερνε να ανταποκριθεί με σβελτάδα του μυαλού και ανδρεία σε κάποια σοβαρή πρόκληση. Αφέντης τ’ Αναπλιού (αρχικώς), του Άργους και της Κορίνθου (κατόπιν), ο Σγουρός είχε την τύχη και την κακοτυχία συνάμα –καθώς έτσι φάνηκε ύστερα– να μπει για τα καλά στα ιστορικά βιβλία, τον καιρό που οι σταυροφόροι από τη Φραγκία, με τη σύμπραξη των Βενετσιάνων, άλωναν τη «Βασιλεύουσα» και όριζαν δικούς τους ανώτατους άρχοντες, δημιουργώντας μάλιστα και το «Βασίλειο της Θεσσαλονίκης». Από την αντάρα αυτή, που σηκωνόταν όλο και περσότερος κονιορτός απάνω από το ανατολικό τμήμα της άλλοτε Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο Σγουρός, ως τολμητίας που ήταν, άδραξε την κατάλληλη στιγμή την ευκαιρία να δρασκελίσει πέρα από τα σύνορά του (προς βορράν), με τον σκοπό να ιδρύσει μιαν ανεξάρτητη δική του ηγεμονία. Δίχως να χαθούμε στις λεπτομέρειες για τις αιτίες που δεν ευδοκίμησαν οι σχεδιασμοί του, θα συναντήσουμε τον διάσημο αυτόν μεσαιωνικό τοπάρχη να αναμένει στις Θερμοπύλες τα «μεγάλα ψάρια» του ιστορήματός μας, δηλαδή τους σταυροφόρους ιππότες, που με τον αφέντη του βασιλείου της Θεσσαλονίκης Μαρκήσιο του Μομφερά Βονιφάτιο ως ηγήτορα, κατέρχονταν ολοταχώς κατά τον νότο.
Οι άθλοι, όπως μας περιγράφουν οι μυθολογίες των λαών, προορίζονταν ως δοκιμασίες για τους ήρωες. Ο Σγουρός, η μεσαιωνική αυτή ασυνήθιστη φυσιογνωμία, η οποία ενέπνευσε δια μέσου της παραδόσεως κατοπινούς εγχώριους γνωστούς και άγνωστους ήρωες της τουρκοκρατούμενης Ελλάδος, λίγο προτού κοντέψουν να ζυγώσουν οι Φράγκοι στο άλλοτε μουσκεμένο με το ιερό αίμα των τριακοσίων Σπαρτιατών στενό των Θερμοπυλών, αφήνει οριακώς κατά την τελευταία στιγμή το στρατοκαρτέρεμα και επιστρέφει εις τον Μοριά. Μαζί του, στης ψυχής του τα κατάβαθα, είχε φυλάξει και τον άθλο του που το πεπρωμένο του θα χάρασσε έτη μετά σιμά στο όνομά του και που με σοφία προέβλεψε τον κίνδυνο πως θα τον έχανε ανώφελα στις Θερμοπύλες από το σπαθί κάποιου αρματωμένου κατά πολύ περσότερο απ’ αυτόν ιππότη.
Είχε πρόθεση πλέον να ταλαιπωρήσει τον εχθρό, όσο οι δυνάμεις του θα τον βαστάγανε όρθιο. Οι απέναντί του εις το κυνήγι αυτό, οι εκ της Δύσεως σταυροφόροι δηλαδή, τόνε βρίσκουνε κλεισμένο στον Ακροκόρινθο. Για να τον ρίξουν από κει, όπου διόλου τυχαία είχε ταμπουρωθεί μαζί με τους συστρατιώτες του αλλά και με τον λαό του, καθώς ο βράχος τούτος αποτελούσε το πολυτιμότατο «κλειδί» για τον Μοριά, οι Φράγκοι μαζεύουνε δράμια τις πέτρες και σηκώνουν εις την μυτερή απάνω κεφαλή του χθαμαλού αντικρινού λόφου, του καλούμενου «Πεντεσκούφι», ένα «αντίκαστρο», ή αλλιώτικα «έναν κακό γείτονα», το οποίο βαφτίζουνε «Mont-Escovée» (σ.σ. παράφραση πιθανόν της ελληνικής ονομασίας του λόφου). Ο Σγουρός βαστάει την άμυνα στον Ακροκόρινθο μέχρι και τα 1208. Τον πρώτο καιρό της πολιορκίας, αφού δεν αμέλησε να φυγαδέψει τα γυναικόπαιδα, χρησιμοποιώντας πιθανόν και την τακτική του νυκτοπολέμου κατόρθωσε να προξενήσει στον σταυροφορικό στρατό απώλειες διόλου ασήμαντες, τόσες δε, που οι τελευταίοι, ενώ είχαν εξαπλωθεί σε διάφορα εδάφη του Μοριά, θα έστρεφαν πια σχεδόν αποκλειστικά την προσοχή τους προς το θαυμαστοθέατο Κορινθιακό δυναμάρι. Εις τις αρχές μάλιστα, των ζόρικων αυτών μνημειωδών μαχών που σημειώνονταν έξω από το κάστρο, ανήλθε εις τους ουρανούς κι ο ονομαστός Φλαμανδός ιππότης Ιάκωβος Β΄ ντ’ Αβέσν, υιός του θρυλικού σταυροφόρου Ιακώβου Α΄ ντ’ Αβέσν, του ανδρός που δικαίως ίσταται σ’ ένα απ’ τα υψηλότερα βάθρα του μεσαιωνικού ηρωισμού, καθότι είχε πολεμήσει εις τους Αγίους Τόπους κατά τα έτη της Τρίτης Σταυροφορίας, δείχνοντας μάλιστα γενναιότητα ζηλευτή, όταν εις τη λεγόμενη «Μάχη του Αρσούφ» έπεσε –ως μας διδάσκει η ιστορία– κάποια στιγμή δίχως πνοή, αφού πρώτα ξεπάστρεψε μοναχός του με την περήφανή του σπάθα ανά χείρας, ένα ολάκερο σαρακήνικο «μελίσσι» που τόνε είχε περικυκλώσει…
(Συνεχίζεται)
Του Μιλτιάδη Τσαπόγα