Παρακολουθώ μια γενικευμένη πολιτική αντιπαράθεση σχετικά με το δημόσιο ή τον ιδιωτικό χαρακτήρα των μεγάλων επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας. Τελευταία, με τη μεγάλη αύξηση των τιμών της ενέργειας, η αντιπαράθεση εστιάζει κυρίως στη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ) και ακουμπάει και τις θυγατρικές της. Η πολιτική διαμάχη έχει μετατοπιστεί από την αρχική της μορφή. Το ζητούμενο δεν είναι πλέον αν ήταν ωφέλιμη ή όχι η μερική ιδιωτικοποίησή της πριν από τρία χρόνια, αλλά η επανεξαγορά της λόγω της μικρής τωρινής χρηματιστηριακής της αξίας. Μια μικρή επισκόπηση της ιστορικής πορείας αυτής της επιχείρησης φέρνει στην επιφάνεια οφέλη και ζημιές, από τη λειτουργία της, για το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.
Κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1950, η εξαγορά και κρατικοποίηση της, αγγλικών συμφερόντων, εταιρείας ηλεκτρισμού της Αττικής και η συνένωση, στο νέο κρατικό σχήμα που δημιουργήθηκε με την ονομασία ΔΕΗ, σταδιακά όλων των μικρών εταιρειών ηλεκτρισμού που λειτουργούσαν σε επαρχιακές πόλεις, δημιούργησε τη δυναμική για συνεχείς επεκτάσεις της ηλεκτροδότησης σε κωμοπόλεις και χωριά της υπαίθρου πετυχαίνοντας, κατά τα επόμενα 20 χρόνια, τον πλήρη εξηλεκτρισμό της χώρας και προσφέροντας έτσι ποιοτική αναβάθμιση της ζωής στην ύπαιθρο χώρα.
Κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν, λόγω της αναπτυξιακής τροχιάς στην οποία είχε εισέλθει η χώρα μας, οι ανάγκες σε ηλεκτρική ενέργεια γιγαντώθηκαν, το προσωπικό της εταιρείας πολλαπλασιάστηκε και οι υψηλοί μισθοί που χορηγούνταν αποτελούσαν δέλεαρ για χρησιμοποίησή τους ως προώθηση μικροπολιτικών επιδιώξεων. Έτσι ανατράπηκε το ισοζύγιο οικονομικής ισορροπίας, δεδομένου ότι οι στόχοι διευρυμένων προσλήψεων προσωπικού σε συνδυασμό με τη διατήρηση της τιμής της ενέργειας σε προσιτά επίπεδα για το μέσο καταναλωτή, οδηγούσαν, για την κάλυψη των ταμειακών ανοιγμάτων της, στο μονόδρομο του δανεισμού της ή των διαρκών επιχορηγήσεων από το δημόσιο προϋπολογισμό.
Η ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και κυρίως η υποχρέωση τήρησης των όρων οικονομικής διαχείρισης που επέβαλαν οι δανειστές μας μέσω των Μνημονίων, αλλά και της δέσμευσης περιουσιακών μας στοιχείων μετά το 2010, απέκλειε και τις κρατικές επιχορηγήσεις. Δεδομένου ότι η ΔΕΗ το 2019 βρισκόταν σε φάση χρεωκοπίας χρειαζόταν ριζικές αναδιαρθρώσεις. Με την πραγματοποίησή τους έφθασε μέχρι τις ημέρες μας με μια σχετική οικονομική ισορροπία.
Η μη προβλεπόμενη ενεργειακή κρίση που προέκυψε ως απόρροια του πολέμου της Ουκρανίας και του περιορισμού της προσφοράς των καυσίμων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που δημιούργησε, σε συνδυασμό με την αύξηση της τιμής των καυσίμων από τα οποία παράγεται ηλεκτρική ενέργεια, διαμορφώνει νέο πεδίο κομματικών ανταγωνισμών σχετικά με τη μορφή της επιχείρησης. Αυτή η τάση ενισχύεται και λόγω της πρόσφατης εξόδου από τη σφιχτή εποπτεία των δανειστών, που δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι μπορεί η επιχείρηση να λειτουργήσει με τη μορφή αποκλειστικά δημόσιου χαρακτήρα, με όλα όσα αυτός ο χαρακτήρας συνεπάγεται.
Το μόνιμο πρόβλημα των μεγάλων δημόσιων επιχειρήσεων, ιδιαίτερα εκείνων της κοινής ωφέλειας, είναι η διαχείρισή τους. Συνήθως μπαίνουν σε προτεραιότητα οι επιδιώξεις των πολιτικών που διορίζουν τις διοικήσεις τους και των συντεχνιακού χαρακτήρα διεκδικήσεων του προσωπικού τους. Λόγω αυτών των αιτίων οι διαχειρίσεις προσανατολίζονται με σκοπό την ικανοποίησή τους. Με τη μερική ιδιωτικοποίηση οι επιδιώξεις αυτές σχετικοποιούνται δεδομένου ότι τα ιδιωτικά κεφάλαια επιδιώκουν άμεσα, ή έστω μεσοπρόθεσμα, κέρδη ως απόδοση των χρημάτων που διέθεσαν για την εξαγορά των μεριδίων τους. Ταυτόχρονα, το κράτος, διατηρώντας σημαντικό μέρος του μετοχικού κεφαλαίου τους, επωφελείται από τα ικανοποιητικά οικονομικά αποτελέσματα που προκύπτουν από αυτές τις προσεγγίσεις. Το κρίσιμο στοιχείο σε αυτή την περίπτωση των μικτών επιχειρήσεων είναι οι όροι της μερικής ιδιωτικοποίησής τους.
Στον τομέα αυτό ανοίγονται δύο δυνατότητες. Η μία είναι η επιδίωξη του μεγαλύτερου δυνατού ποσού από την εξαγορά με αποδυνάμωση του πλαισίου υποχρεώσεων προς το ευρύ κοινό και η δεύτερη είναι οι ανελαστικοί όροι προσφοράς υπηρεσιών προς το ευρύ κοινό, σε συνδυασμό με σφιχτή εποπτεία τήρησής τους ως πρώτη προτεραιότητα, με την τιμή εξαγοράς μεριδίων από ιδιωτικά κεφάλαια να ακολουθεί.
Νομίζω ότι χρειάζονται σημαντικές αναθεωρήσεις ώστε να εφαρμόζεται η δεύτερη από αυτές τις εκδοχές. Οι καταστάσεις που δημιουργήθηκαν το χειμώνα που πέρασε από τις χιονοπτώσεις στην Αττική, λόγω της χαλαρής προσέγγισης των υποχρεώσεων από την Αττική Οδό και τον ΔΕΔΔΗΕ, αποτελούν ισχυρή αιτιολόγηση της άποψής μου αυτής.
Του Νίκου Ευστρ. Μαραμπέα