Τα Φιλιατρά και η περιοχή του Παμίσου στη Μεσσήνη συγκαταλέγονται στις ευάλωτες περιοχές της Ελλάδας που «πνίγονται» από τα νιτρικά λόγω υπερβολικής χρήσης λιπασμάτων στις καλλιέργειες, με συνέπεια να «αχρηστεύονται» οι πηγές και ο υδροφόρος ορίζοντας.
Τα στοιχεία έρευνας παρουσίασαν χθες σε αναλυτικό τους δημοσίευμα «Τα Νέα», επισημαίνοντας ότι σε πολλές αγροτικές περιοχές το νερό δεν είναι πλέον πόσιμο λόγω της νιτρορύπανσης, που προέρχεται από την υπερβολική χρήση λιπασμάτων με μεγάλη περιεκτικότητα σε νιτρικά ιόντα.
Οι δύο αυτές περιοχές της Μεσσηνίας εντάχθηκαν μαζί με άλλες 28 από το Μάιο του 2019 στις «Ζώνες ευπρόσβλητες σε νιτρορύπανση», καθώς τα στοιχεία έχουν δείξει ότι μπορούν να προσεγγίσουν ή και να υπερβούν το προβλεπόμενο όριο ασφαλείας των 50 mg νιτρικών ιόντων ανά λίτρο αρδευτικού νερού.
Δηλητήριο στο ποτήρι
Σύμφωνα με «Τα Νέα», ένα… δηλητήριο βρίσκεται στο ποτήρι και στο πιάτο – κυρίως – όσων ζουν σε αγροτικές περιοχές, επηρεάζοντας την υγεία τους αλλά και το περιβάλλον. Ο αόρατος κίνδυνος έχει όνομα: ονομάζεται νιτρορύπανση και προέρχεται από την υπερβολική χρήση λιπασμάτων με μεγάλη περιεκτικότητα σε νιτρικά ιόντα.
Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα επιβάρυνσης των υδάτων που έχει κάνει την εμφάνισή του ήδη από τη δεκαετία του ’80 σε όλη την Ευρώπη – και στην Ελλάδα.
Κατά διαστήματα παίρνονται μέτρα (υπάρχει άλλωστε και Κοινοτική Οδηγία από το 1991), αλλά ακόμη και σήμερα υπάρχουν περιοχές από τον Έβρο έως την Κρήτη – σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των αγροτικών εκτάσεων -, όπου η ποιότητα των υδάτων κρίνεται προβληματική ως προς τις χρήσεις τους (πόση, άρδευση, βιομηχανική χρήση, αστική χρήση). Πρόκειται για τις λεγόμενες «ευπρόσβλητες» ζώνες από νιτρική ρύπανση.
Τα όρια και οι υπερβάσεις
Στα υπόγεια ύδατα η νιτρορύπανση εμφανίζεται κυρίως με τη μορφή αθροιστικής συσσώρευσης νιτρικών, τα οποία σε ορισμένες περιπτώσεις φθάνουν σε επίπεδα που είναι απαγορευτικά για τη χρήση του νερού για σκοπούς ύδρευσης.
Ως οριακή τιμή έχει καθορισθεί από την ελληνική και τη διεθνή νομοθεσία η συγκέντρωση των 50 mg/l, ωστόσο ακόμα και σε μικρότερες συγκεντρώσεις (μεγαλύτερες από 25 mg/l) δημιουργείται προβληματισμός για μακροχρόνια χρήση του νερού για πόση.
Σύμφωνα με ειδικούς, ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς για την απορρύπανση των υδάτων και του εδάφους από τη νιτρορύπανση. Και η αλήθεια είναι πως η διασφάλιση της πλήρους συμμόρφωσης με την Οδηγία (91/676/ΕΟΚ) αποτελεί, δυστυχώς, ακόμη ζητούμενο για πολλά κράτη-μέλη (Βέλγιο, Τσεχία, Γερμανία κ.ά.).
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η χώρα μας έχει ήδη καταδικαστεί, με επιβολή προστίμου 3,5 εκατομμυρίων ευρώ από το ευρωδικαστήριο στις αρχές του 2020, διότι καθυστέρησε να εφαρμόσει την κοινοτική Οδηγία για τη νιτρορύπανση γεωργικής προέλευσης. Πρωτοδίκως είχε καταδικαστεί το 2015, διότι δεν είχε χαρακτηρίσει ως «ευπρόσβλητες» ζώνες, μεταξύ των οποίων οι πεδιάδες Θεσσαλίας και Εβρου, στις οποίες είχαν καταγραφεί συγκεντρώσεις νιτρικών ιόντων στα ύδατα μεγαλύτερες από 50 mg/l και φαινόμενα ευτροφισμού.
«Δεν έχουμε πλήρη εικόνα»
Ο περιορισμός της νιτρορύπανσης αποτελεί προτεραιότητα για την Ε.Ε. καθώς εξαιτίας της εντατικοποίησης της γεωργίας έχει αυξηθεί η χρήση λιπασμάτων τα οποία περιέχουν άζωτο (Ν) και φώσφορο (Ρ), και οδηγούν σε ρύπανση των υδάτων, του αέρα και του εδάφους, επηρεάζοντας την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον.
Μέτρα έχουν παρθεί, ωστόσο πλήρη εικόνα του προβλήματος δεν έχουμε, λέει στα «ΝΕΑ» ο καθηγητής Βιολογικής Γεωργίας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Δημήτρης Μπιλάλης.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή, όπως εξηγεί, δεν έχουμε επικαιροποιημένη εθνική έκθεση ποιότητας υδάτων. Είναι ένα πρόβλημα που αφορά σε όλη την Ευρώπη, γι’ αυτό και η νέα ΚΑΠ (’21-’27), που ξεκινά από την 1η Ιανουαρίου 2023, προβλέπει μείωση των λιπασμάτων πάνω από 30% σε σχέση με την προηγούμενη ΚΑΠ (αφορά την περίοδο ’14-’21).