Κατερίνα Μπρέγιαννη: Η Μεσσήνια διευθύντρια ιστορικών ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών στο «Θ»


«Η δημόσια Ιστορία μεταλλάσσεται ανάλογα με τα εκάστοτε γεωπολιτικά συμφραζόμενα και με το πώς εξυπηρετούνται καθορισμένοι στόχοι της κεντρικής πολιτικής»

Η Κατερίνα Μπρέγιαννη είναι μια ξεχωριστή συμπατριώτισσά μας (με καταγωγή από το Πεταλίδι), που ίσως δεν έχει αναγνωριστεί όσο θα έπρεπε στον τόπο της -κάτι που μάλλον δεν είναι και τόσο σπάνιο. Είναι διευθύντρια Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών, αφοσιωμένη ψυχή τε και σώματι εδώ και δεκαετίες στην Ιστορία και στην έρευνα. Η προσφορά της στην επιστήμη της είναι ιδιαίτερα σημαντική και ταυτόχρονα εξαιρετικά δύσκολη, καθώς κάνει πρωτογενή μελέτη πάνω στις πηγές, ανοίγοντας μεθοδολογικούς δρόμους, εμπλουτίζοντας την ιστορική γνώση και φωτίζοντας άγνωστες πλευρές του παρελθόντος, με το βλέμμα όμως στο μέλλον.

Βασική της εστίαση είναι το νόμισμα και η οικονομία, ως εργαλεία ερμηνείας του κόσμου και της πραγματικότητας. Το νέο της βιβλίο, που κυκλοφόρησε μέσα στο 2022 και παρουσιάστηκε την περασμένη άνοιξη και στην Καλαμάτα, «Από το 1821 στο 1922, Αναπαραστάσεις της Επανάστασης στον Μεσοπόλεμο (Τελετές – Σύμβολα – Εμβλήματα)», είναι πρωτότυπο από πολλές απόψεις.

Με αφορμή αυτό το βιβλίο, είχαμε την ευκαιρία για μια μακρά (τηλεφωνική) συζήτηση, το πρώτο μέρος της οποίας δημοσιεύει σήμερα το «Θ». Έχει επίκεντρο τη μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή και, φυσικά, τον κεντρικό άξονα του τόμου, με την κα Μπρέγιαννη να καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «οι εθνικές επέτειοι θα ήταν χρήσιμο να γιορτάζονται με περισυλλογή», αντί για το σύνηθες που είναι η εξυπηρέτηση του εκάστοτε εθνικού αφηγήματος…

-Μιλήστε μας για το πόνημά σας «Από το 1821 στο 1922, Αναπαραστάσεις της Επανάστασης στον Μεσοπόλεμο (Τελετές – Σύμβολα – Εμβλήματα)».
Το βιβλίο μέσα από συγκεκριμένο παράδειγμα, τις αναπαραστάσεις της Επανάστασης κατά τον εορτασμό της Εκατονταετηρίδας της, εξετάζει τους ιδεολογικούς μετασχηματισμούς στην ελληνική μεσοπολεμική κοινωνία και τον τρόπο με τον οποίο οι οικονομικές και γεωπολιτικές συνθήκες επιδρούν στη διαμόρφωση της δημόσιας ιστορίας. Στο βιβλίο υφίσταται ένα κεντρικό ερώτημα: δηλαδή πώς οι νέες συνθήκες διαμορφώνουν την ιδεολογία, πώς οδηγούν σε ιδεολογικούς μετασχηματισμούς και πώς μια «κατασκευασμένη» ή υπό κατασκευή συλλογική ταυτότητα εκφράζεται στο επίπεδο του κυρίαρχου, του κρατικού, αφηγήματος. Η συγκεκριμένη λειτουργία εξετάζεται μέσα από τη μικρασιατική εκστρατεία και με γνώμονα το ερώτημα πώς την περίοδο του Μεσοπολέμου διαμορφώνεται το αφήγημα για την Ελληνική Επανάσταση, καθώς το 1921 είναι ακριβώς η επέτειος των 100 χρόνων από την έναρξη της Επανάστασης. Και το ερώτημά μου ήταν πώς επέδρασαν η περιπέτεια της Μικράς Ασίας και μετά η εγκατάσταση των προσφύγων αλλά και των οικονομικών αναγκών που αυτή δημιούργησε στη διαμόρφωση ενός συγκεκριμένου αφηγήματος (που αλλάζει κάθε φορά που επισυμβαίνουν στη χώρα σημαντικά ιστορικά γεγονότα) σε σχέση με την Επανάσταση του ’21.

-Ποια είναι η σύντομη απάντηση;
Η επέτειος δεν εορτάστηκε τότε, αλλά εορτάστηκε η επέτειος της ίδρυσης του κράτους το 1930. Έγιναν βέβαια κάποιοι εορτασμοί με πανηγυρικό χαρακτήρα, ενώ υπήρχαν εορτασμοί για επιμέρους γεγονότα της Επανάστασης καθ’ όλη τη δεκαετία του ’20, αλλά και μετά το ’30. Αυτό που είναι ενδιαφέρον είναι ότι το κυρίαρχο αφήγημα για την Επανάσταση αλλάζει, ανάλογα με το τι συμβαίνει στο μικρασιατικό μέτωπο και ανάλογα με το ποια ήταν η στάση της Entente σε σχέση με την Ελλάδα -δηλαδή ανάλογα με το γεωπολιτικό και οικονομικό πλαίσιο αυτής της συγκεκριμένης εποχής. Η Ελλάδα έλαβε μια εντολή (mandate), την οποία είχε βεβαίως ζητήσει ο Βενιζέλος, για την κατοχή της ζώνης της Σμύρνης «από τον Κλεμανσό και τον Τζόρτζ Λόιντ», σύμφωνα με τη διατύπωση των ιθυνόντων της κυβέρνησης το 1923 στα διεθνή όργανα. Έλαβε, λοιπόν, το 1919 μια εντολή για κατοχή της ζώνης της Σμύρνης, αλλά όταν η διπλωματική πίεση του Κεμάλ προς τους συμμάχους εκφράστηκε εντονότερα, όταν ο Κεμάλ προσέγγισε τους Μπολσεβίκους, όταν ανώτεροι αξιωματούχοι του οθωμανικού στρατού άρχισαν να προσχωρούν στον κεμαλικό στρατό, όταν συνάφθηκε το σύμφωνο των κεμαλικών δυνάμεων με τους Γάλλους μετά τα γεγονότα στην Κιλικία, τότε παρατηρούμε ότι οι συμμαχικές δυνάμεις -και η Γαλλία και η Αγγλία- αρχίζουν να αίρουν την υποστήριξη προς την Ελλάδα, τόσο τη διπλωματική, όσο κυρίως την οικονομική.

Οι συμμαχικές πιστώσεις για τη διενέργεια του πολέμου σταματούν ήδη από τις αρχές του ’20, δηλαδή πριν από τις εκλογές του Νοεμβρίου του ίδιου έτους. Αυτή τη χρονική στιγμή, λοιπόν, και όταν πια άλλαξε και η κυβέρνηση, καθώς ήλθε στην εξουσία το Λαϊκό Κόμμα, στις επίσημες επετειακές εκδηλώσεις αρχίζει η επίκληση των συμμαχικών δυνάμεων, ανακαλώντας τον ρόλο των φιλελλήνων στην Επανάσταση του ’21. Δηλαδή, τονίστηκε ο ξένος παράγοντας και η στήριξη του Αγώνα από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής για να αιτηθούν και στη συγκεκριμένη συγκυρία του μικρασιατικού πολέμου τη στήριξη των συμμάχων. Φυσικά, αυτή η επίκληση έχει πιο πολύ συναισθηματικό χαρακτήρα σε σχέση με το τι ακούγεται στην ίδια την ελληνική κοινωνία, δεν είναι φυσικά διπλωματικό όπλο, αλλά απευθύνεται στο εσωτερικό της χώρας.

Όταν, λοιπόν, επισυμβαίνει η πτώση του μετώπου, η εισροή των προσφύγων, και μετά τη συνθήκη της Λωζάννης η εισροή ακόμα μαζικότερου προσφυγικού πληθυσμού, ήταν αναγκαία η προσφυγή στα διεθνή όργανα, και ειδικότερα στην Κοινωνία των Εθνών, για οικονομική βοήθεια. Είχε πλέον αλλάξει και το πολιτειακό καθεστώς, καθώς το 1924 εγκαθιδρύθηκε η Α΄ Ελληνική Δημοκρατία. Παρατηρείται μια άλλη σήμανση της Επανάστασης του ’21 μέσα σε αυτό το νέο πλαίσιο: διαπιστώνουμε τον τονισμό του ρόλου του Ι. Καποδίστρια, αλλά και των δημοκρατικών απαρχών της επανάστασης, ενώ έμφαση δόθηκε και στο λαϊκό χαρακτήρα του Αγώνα. Αναζητήθηκαν φυσικά κεφάλαια από τα διεθνή χρηματοπιστωτικά κέντρα, ενώ από πολιτική πλευρά τα ζητήματα αυτά συζητήθηκαν στα διεθνή όργανα: επιχείρημα των Ελλήνων αντιπροσώπων ήταν ότι, καθώς ήταν η Entente που έδωσε την εντολή για την απόβαση του ελληνικού στρατεύματος στη ζώνη της Σμύρνης, το αποτέλεσμα ήταν η Ελλάδα να βρεθεί με έναν τεράστιο προσφυγικό πληθυσμό, τον οποίο έπρεπε να περιθάλψει και να εγκαταστήσει. Σύμφωνα με το σκεπτικό αυτό, ήταν υποχρέωση της Αντάντ να βοηθήσει στο γιγαντιαίο εγχείρημα της εγκατάστασης του προσφυγικού πληθυσμού. Αυτά προκύπτουν από τη μελέτη αρχειακού υλικού από γαλλικά διπλωματικά αρχεία και πράγματι, μελετώντας τις σχέσεις της Ελλάδας με την Entente κατά την περίοδο αυτή, έχουμε τη δυνατότητα -μέσα από τη μελέτη διακρατικού πηγαϊκού υλικού- να ξεφύγουμε από μια αποκλειστικά ελληνοκεντρική, ή ακόμα χειρότερα αθηνοκεντρική, οπτική.

Όταν, λοιπόν, η Ελλάδα προστρέχει στους διεθνείς οργανισμούς και μάλιστα στην Κοινωνία των Εθνών, για να συνδράμουν τη χώρα στο τεράστιο έργο της εγκατάστασης 1,5 εκατομμυρίου προσφύγων, παρατηρούμε ότι κατά τους επετειακούς εορτασμούς της Επανάστασης, ενώ πριν τονιζόταν ο ρόλος των αγωνιστών, ο λαϊκός δηλαδή χαρακτήρας του Αγώνα, από το ’24 και μετά προβάλλεται πλέον πιο εμφατικά ο ρόλος των φιλελλήνων. Και τούτο, στο πλαίσιο της προσέγγισης με τη Γαλλία και τη Μ. Βρετανία, αλλά κυρίως με τη Μ. Βρετανία, γιατί είναι η Αγγλία που στηρίζει μετά την καταστροφή την Ελλάδα στα διεθνή fora προκειμένου η χώρα να έχει πρόσβαση στη διεθνή αγορά κεφαλαίων και να συνάψει τα μεγάλα εξωτερικά δάνεια του 1924 και του 1927. Τονίζεται, λοιπόν, σε σχέση με την Επανάσταση, ο ρόλος των Βρετανών φιλελλήνων και αυτό αντανακλά με έναν τρόπο την οριστική προσχώρηση της Ελλάδας στη βρετανική σφαίρα επιρροής.

Όπως ήδη αναφέρθηκε, ο εορτασμός των 100 χρόνων μετατέθηκε το 1930, οπότε πλέον εορτάστηκε η ίδρυση του κράτους. Ο άξονας των επετειακών εορτασμών δεν ήταν πλέον η ίδια η Επανάσταση, αλλά ο εκσυγχρονισμός του κράτους. Η κυβέρνηση των Φιλελεύθερων, αλλά και πριν από αυτήν οι κυβερνήσεις συνασπισμού, απέβλεπε στο να προβάλλει ένα ριζοσπαστικό χαρακτήρα και γι’ αυτό επιδιώχθηκε η μαζική συμμετοχή του πλήθους σε όλες τις εκδηλώσεις. Δόθηκε δε έμφαση και προβλήθηκε το γεγονός ότι έπαυσε οποιαδήποτε επεκτατική διάθεση της Ελλάδας απέναντι στην Τουρκία. Ο θάνατος της Μεγάλης Ιδέας είχε πλέον επέλθει και η προσπάθεια επικεντρωνόταν στον εκσυγχρονισμό του Κράτους, εκσυγχρονισμό οικονομικό, κοινωνικό και πολιτειακό. Παρατηρούμε εδώ το πέρασμα από τη μια Μεγάλη Ιδέα στην άλλη. Ο οικονομικός εκσυγχρονισμός των τελών της δεκαετίας του ’20 και των αρχών της δεκαετίας του ’30 από τη βενιζελική κυβέρνηση της περιόδου είναι κι αυτός μια Μεγάλη Ιδέα -ένα κατασκεύασμα μάλλον που στηρίχθηκε ακριβώς στον εξωτερικό δανεισμό και οδήγησε το ’32 στη χρεωκοπία του κράτους, ακριβώς επειδή, λόγω και της διεθνούς οικονομικής κρίσης, η Ελλάδα δεν μπορούσε πλέον να εξυπηρετήσει τα διεθνή δάνεια που έχει συνάψει κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου.

Ωστόσο, το Ελληνικό Κράτος μετά τη νέα χρεωκοπία του 1932 κατάφερε -μέσω και των διαπραγματεύσεων με τους πιστωτές του- να διατηρήσει τη φερεγγυότητά του καθώς συνέχισε να εξυπηρετεί τα δάνεια του 19ου αιώνα, δηλαδή το ενοποιημένο χρέος σε χρυσό μετά το διακανονισμό του το 1898. Αλλά εν τέλει το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα και αυτό κατέρρευσε, διότι δεν εξομαλύνθηκαν, όπως ήταν η πρόθεση του Βενιζέλου, οι κοινωνικές διαφορές μέσα στον ελληνικό χώρο, ούτε η προστασία της αγροτικής παραγωγής (που ήταν κατά τον μεσοπόλεμο βασική αρχή της ελληνικής οικονομικής πολιτικής) απέδωσε ό,τι επιδιωκόταν. Στο πλαίσιο του κοινωνικού εκσυγχρονισμού, οι θεσμοί της κοινωνικής οικονομίας που υποτίθεται ότι προβλήθηκαν, δηλαδή οι συνεταιρισμοί, συνδέθηκαν με το κράτος, άρα δε διεκπεραιώθηκε ο εκσυγχρονισμός ειδικού τύπου, με στόχο την κοινωνική συνάφεια, όπως ήταν το κυρίαρχο αφήγημα της εποχής. Αυτές οι οικονομικές, αλλά και οι γεωπολιτικές αλλαγές στις οποίες αναφέρθηκα παραπάνω αντανακλώνται, λοιπόν, και στο συγκεκριμένο ζήτημα, το πώς το ελληνικό κράτος εόρτασε τα 100 χρόνια από την Επανάσταση και από την ίδια την ίδρυσή του. Αυτό είναι κι ένα παράδειγμα για να μελετήσουμε πώς μεταλλάσσεται η δημόσια ιστορία: Ανάλογα, δηλαδή, με τα γεωπολιτικά συμφραζόμενα κάθε εποχής και με το πώς εξυπηρετούνται καθορισμένοι στόχοι της κεντρικής πολιτικής, τονίζονται συγκεκριμένα πρόσωπα ή συγκεκριμένα φαινόμενα και αφήνονται στο σκοτάδι άλλα.

-Μπορούσε να αποφευχθεί η Μικρασιατική Καταστροφή, όσον αφορά πλευρές που θα μπορούσε να ελέγξει η ελληνική πλευρά;
Στην Ιστορία δεν μπορεί να κάνει κανείς προβλέψεις. Αλλά αν το πω λίγο ουδέτερα επιστημονικά και με βάση τα τεκμήρια που έχω μελετήσει, δεν υπήρχε δυνατότητα η Ελλάδα να επιβάλει τους όρους της συνθήκης των Σεβρών, τόσο για στρατιωτικούς λόγους όσο και γιατί σταμάτησε η καταβολή των λεγόμενων συμμαχικών πιστώσεων. Το αναφέρω αυτό, γιατί το επιχείρημα της βενιζελικής παράταξης ήταν ότι οι Σύμμαχοι ήραν την οικονομική στήριξή τους λόγω της κυβερνητικής αλλαγής αλλά κυρίως λόγω της επανόδου του Βασιλιά. Ωστόσο, αυτό είχε συμβεί πολύ νωρίτερα, μέσα στο ’20. Πρέπει δε να συνυπολογίσουμε ότι το γαλλικό φράγκο είχε υποτιμηθεί πολύ σοβαρά μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και άρα ήταν αντικειμενικά αδύνατον για τη Γαλλία να συνδράμει οικονομικά την Ελλάδα στο εγχείρημα της Μ. Ασίας.

Επομένως, από το 1920 και μετά αναφαίνεται η ήττα και λόγω της διπλωματικής πολιτικής του Κεμάλ και λόγω των εσωτερικών ανταγωνισμών των Συμμάχων, γιατί πρέπει, επίσης, να ληφθεί υπ’ όψιν ο έντονος ανταγωνισμός μεταξύ Βρετανίας και Γαλλίας όσον αφορά στη γεωπολιτική κυριαρχία στη Μέση Ανατολή (παρότι ο αρχιστράτηγος ήταν Βρετανός).

Το ένα στοιχείο είναι αυτό, το άλλο είναι οι διπλωματικές κινήσεις των κεμαλικών που αναφέραμε, το τρίτο στοιχείο είναι οι αντικειμενικοί παράγοντες, δηλαδή εδώ ο συγκεκριμένος ανταγωνισμός των δυνάμεων της Entente, της Γαλλίας και της M. Βρετανίας, για τον έλεγχο των πετρελαίων στη Μέση Ανατολή -μην ξεχνάμε ότι αυτά ήταν μερικώς εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας την περίοδο που συζητάμε. Επίσης, σημαντικό διακύβευμα ήταν ο έλεγχος της -προπολεμικά γερμανικών συμφερόντων και χρηματοδότησης- σιδηροδρομικής γραμμής προς τη Δαμασκό και τη Βαγδάτη. Όλα αυτά είναι οπωσδήποτε σημάδια που μας δείχνουν ότι δεν υπήρχε δυνατότητα για μια μικρή χώρα, όπως η Ελλάδα, να παρέμβει τόσο δραματικά στις διεθνείς γεωπολιτικές εξελίξεις.

-Το Λαϊκό Κόμμα εκλέχθηκε με το σύνθημα ότι θα τελειώσει τον πόλεμο. Θα σωζόταν η κατάσταση αν το έκανε πράξη;
Πράγματι, το Λαϊκό Κόμμα εκλέχθηκε με αυτό το σύνθημα, αλλά από τη στιγμή που το ελληνικό στράτευμα είχε προχωρήσει στο εσωτερικό της Μ. Ασίας, δεν ήταν δυνατό να γίνει κάτι τέτοιο χωρίς τεράστιες απώλειες. Είναι ευνόητο ότι από την αρχή του μικρασιατικού πολέμου, η μόνη λύση -εάν ήθελαν να επιβάλουν τη συνθήκη των Σεβρών- ήταν να προχωρήσουν στο εσωτερικό. Οπωσδήποτε αυτά πρέπει να τα δει κανείς και από την πλευρά της πολιτικής ιστορίας, η μικροπολιτική παίζει κι αυτή ένα ρόλο, όχι τον καταλυτικό, αλλά έχει και αυτή μια βαρύτητα.

Επίσης, υπάρχει και η κριτική ότι η κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος τοποθέτησε επιτελικούς στρατιωτικούς, οι οποίοι δεν ήταν οι ικανότεροι για να διαχειριστούν την εκστρατεία. Αυτός είναι, επίσης, ένας συγκυριακός παράγοντας, αλλά αν δούμε τη μεγάλη εικόνα, δηλαδή το γεωπολιτικό κομμάτι, δεν υπήρχε δυνατότητα για την Ελλάδα να αποφύγει την ήττα στο μικρασιατικό μέτωπο, καθώς η ελληνική στρατιά είχε προωθηθεί σε τόσο προκεχωρημένες θέσεις στο εσωτερικό της Ανατολίας.

Από εκεί και πέρα, το γεγονός ότι εκλέχθηκε μια κυβέρνηση προκειμένου να τελειώσει τον πόλεμο, δείχνει και τι κατάσταση επικρατούσε στην Ελλάδα σε σχέση με αυτόν τον πόλεμο, και ποια ήταν η κατάσταση του λαού -ψυχολογικά αλλά και οικονομικά-μετά μια συνεχή πολεμική δεκαετία. Το ίδιο καταδεικνύουν και οι εκτεταμένες λιποταξίες στρατιωτών από το Μέτωπο, πρέπει να τα μελετήσουμε και αυτά κάποτε. Δηλαδή, να αποτυπωθεί όχι μόνο η ιστορία των πολιτικών και στρατιωτικών ελίτ στο πλαίσιο της εκστρατείας, αλλά και της κοινωνίας. Επιπλέον, στα γεγονότα αυτά πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπ’ όψιν ότι η Ελλάδα δεν ξεκίνησε να κάνει έναν επεκτατικό πόλεμο από δική της πρωτοβουλία αποκλειστικά. Έλαβε εκεί μια εντολή που εντάσσεται στο σύστημα εντολών της Κοινωνίας των Εθνών μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος για τα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή συνεχίστηκε μετά την ανακωχή. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η ΚτΕ έδωσε εντολές κυριαρχίας, κομμάτιασε ουσιαστικά τη Μέση Ανατολή, επιχειρώντας την εγκαθίδρυση ενός νέου συστήματος ασφαλείας για τον χώρο της Α. Μεσογείου και της Μ. Ανατολής.

Στο πλαίσιο αυτού του ανταγωνισμού, ο Βενιζέλος εκμεταλλεύτηκε τις ενδοσυμμαχικές αντιθέσεις και πήρε εντολή για τη ζώνη της Σμύρνης, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι ο ελληνικός πληθυσμός είναι πλειοψηφία στην περιοχή, πράγμα που επιβεβαιώνεται από τις στατιστικές για τη συγκεκριμένη και μόνο περιοχή. Άρα, πρέπει να δούμε την ελληνική ήττα και μέσα από το διακρατικό πλαίσιο: όταν δηλαδή άλλαξε η ισορροπία για τις Μεγάλες Δυνάμεις, άλλαξε και η στάση τους απέναντι στην Ελλάδα και η Ελλάδα από μόνη της ήταν αδύνατον να διεκπεραιώσει επιτυχώς την εκστρατεία.

Αυτό που έχει προκύψει από την έρευνά μου είναι ότι μετά το Νοέμβριο του 1920 η νέα κυβέρνηση υποχρηματόδοτησε την εκστρατεία, παρ’ όλο που με έμφαση τη συνέχισε (μπορούμε να πούμε ότι σε σχέση με το στρατιωτικό εγχείρημα αναλογικά λίγο αυξήθηκαν οι στρατιωτικές δαπάνες από τον ίδιο τον ελληνικό κρατικό προϋπολογισμό πλέον). Είναι ένα ερώτημα που θέλει μεγαλύτερη έρευνα, αλλά μας δείχνει ότι δεν ήταν και απολύτως πρώτη προτεραιότητα η ορθή διενέργεια της εκστρατείας. Εξ ου, για παράδειγμα, και τα τεράστια προβλήματα επισιτισμού που προέκυψαν -τα οποία γνωρίζουμε και από τα ημερολόγια και άλλα προσωπικά τεκμήρια των στρατιωτών, που επαναλαμβάνουν τις τεράστιες ελλείψεις στην επιμελητεία του στρατεύματος.

-Αυτό τον καιρό τι μελετάτε;
To κύριο ερευνητικό μου αντικείμενο αυτή τη στιγμή είναι η διεύθυνση ερευνητικού προγράμματος που χρηματοδοτείται από το ΕΛΙΔΕΚ και υλοποιείται στην Ακαδημία Αθηνών. Συμμετέχουν ως μέλη της ερευνητικής ομάδας οι μεταδιδακτορικοί ερευνητές Α. Αντωνίου, Μ. Αρκολάκης και Μ. Σάρρας. Το πρόγραμμα αφορά στη μελέτη της Μεγάλης Ύφεσης, δηλαδή των νομισματικών και πολιτικών διαστάσεων της μεγάλης κρίσης του ’29 σε διακρατικό επίπεδο. Μέσα σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο ερευνάται το παράδειγμα της Ελλάδας, των δεκαετιών του ’20 και ’30. Δηλαδή, η οικονομική διάσταση της εγκατάστασης των προσφύγων και η τεχνογνωσία που δημιουργείται στη χώρα λόγω ακριβώς της εισροής του προσφυγικού πληθυσμού, στη συνέχεια οι επιπτώσεις της διεθνούς οικονομικής κρίσης στην εθνική οικονομία -και ιδιαίτερα στην ελληνική νομισματική πολιτική- και η εξέλιξη των μηχανισμών της αγοράς στην Ελλάδα μετά το 1930, σε σχέση πάντοτε με τις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις.

Στα αποτελέσματα της έρευνας συγκαταλέγονται ήδη οργάνωση τεσσάρων διεθνών συνεδρίων και θεματικών ενοτήτων σε διεθνή συνέδρια οικονομικής ιστορίας, η οργάνωση διαρκούς ερευνητικού σεμιναρίου, άρθρα, ανακοινώσεις σε συνέδρια, ενώ είναι σε τελικό στάδιο η προετοιμασία συλλογικού τόμου στην αγγλική γλώσσα. Στο συγκεκριμένο ερευνητικό πρόγραμμα έμφαση έχει δοθεί στην έρευνα του ρόλου των διεθνών θεσμών στη διευθέτηση της οικονομικής κρίσης στον Μεσοπόλεμο σε ευρωπαϊκό πλαίσιο, ενώ από προσκεκλημένους ερευνητές έχουν ερευνηθεί οι επιμέρους επιπτώσεις της Μεγάλης Ύφεσης στη Γερμανία, την Ιταλία, την Αυστρία, ως σημαντικά εθνικά παραδείγματα για ό,τι συμβαίνει στις μεσοπολεμικές οικονομίες και κοινωνίες. Οπότε υπάρχει ήδη μια ιστοριογραφική παραγωγή και είμαι αρκετά ικανοποιημένη και από την επίδραση που τελικά είχε το ερευνητικό έργο στον επιστημονικό διάλογο, καθώς έφερε στην επιφάνεια κάποια ζητήματα καίριας σημασίας για την ελληνική οικονομική ιστορία, ενώ υπάρχει και αρκετά μεγάλη διάχυση του προβληματισμού αυτού. Ένα μικρό παράδειγμα ήταν και η ημερίδα που κάναμε στην Καλαμάτα (σ.σ. πραγματοποιήθηκε το Μάιο από το Πειραματικό Γυμνάσιο, με τίτλο «Η εικόνα ως πηγή για την ιστορία. Από την έρευνα στην εκπαίδευση»).


Ποια είναι
Η Κατερίνα Μπρέγιαννη είναι διδάκτωρ Ιστορίας του Paris I-Pantheon Sorbonne. Είναι διευθύντρια Ερευνών στο Κέντρο Ερεύνης της Ιστορίας του Νεωτέρου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών. Έχει διδάξει σε προπτυχιακό επίπεδο στην Ελλάδα και στο εξωτερικό ως επισκέπτρια καθηγήτρια σε μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών. Η έρευνά της επικεντρώνεται κυρίως στους μηχανισμούς της αγοράς σε σχέση με την εξέλιξη του διεθνούς νομισματικού συστήματος, υπό την οπτική της ανάλυσης των νομισματικών μηχανισμών και της ιστορίας των θεσμών. Από τις δημοσιεύσεις της, αναφέρονται οι μονογραφίες: Από το 1821 στο 1922. Αναπαραστάσεις της Επανάστασης στο Μεσοπόλεμο (Τελετές – Σύμβολα – Εμβλήματα), Αλφειός, Αθήνα 2022, Ιόνιο Κράτος. Θεσμοί και κοινωνική διάρθρωση, 1814-1864, ΚΕΙΝΕ, Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα 2017. Νεοελληνικό νόμισμα: κράτος και ιδεολογία από την Επανάσταση έως το Μεσοπόλεμο, Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα 2011. Διευθύνει την εκδοτική σειρά «Ιστορία και Θεωρία της Ιστορίας» των εκδόσεων Αλφειός.

Της Χριστίνας Ελευθεράκη