Πώς μπορεί η εξαγωγή της μεσσηνιακής σταφίδας τα παλιά χρόνια να συνδέεται με τα ναρκωτικά και συγκεκριμένα την καλλιέργεια χασίς στην Ελλάδα; Πότε ήταν νόμιμη και πολύ κερδοφόρα η καλλιέργεια του συγκεκριμένου ναρκωτικού στην Ελλάδα;
Απαντήσεις και πολύ ενδιαφέροντα ιστορικά στοιχεία παρουσίασε σε ένα σημαντικό κομμάτι της ομιλίας του, την Παρασκευή το βράδυ, ο διοικητής του Τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών Καλαμάτας, Τάσος Δεληγιάννης, στην εκδήλωση που οργανώθηκε στο Πνευματικό Κέντρο Καλαμάτας από τη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Πελοποννήσου.
Από τα τέλη του 19ου αιώνα
Παραθέτουμε όσα ιστορικά στοιχεία παρουσίασε ο κ. Δεληγιάννης στην ομιλία του:
«Στις αρχές του 21ου αντιλαμβανόμαστε συχνά τα ναρκωτικά ως ένα κοινωνικό φαινόμενο, με ιστορία μόλις λίγων δεκαετιών. Συνήθως αγνοούμε ή λησμονούμε τις απαρχές του και με έκπληξη διαπιστώνουμε ότι τα πρώτα χρόνια του περασμένου αιώνα, ή και νωρίτερα, η χρήση των ψυχοτρόπων δεν ήταν καθόλου άγνωστη.
Μάλιστα, η “παλέτα” των διαθέσιμων ουσιών ήταν ήδη πολύ πλούσια και οι καταναλωτές είχαν πρόσβαση σε οικείες σήμερα ουσίες. Ακόμα και σκευάσματα που διαδόθηκαν στην ελληνική σκηνή των ναρκωτικών, πολύ μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχαν εμφανιστεί πριν από αυτόν: το κρακ, ιδιαίτερα διαδεδομένο στις κακόφημες γειτονιές μεταναστών των ΗΠΑ, δεν είναι παρά η κρυσταλλική μορφή της κοκαΐνης, η οποία είναι γνωστή εδώ και ενάμιση αιώνα. Η αμφεταμίνη, που έχει χρησιμοποιηθεί εκτεταμένα για ιατρικούς, στρατιωτικούς και ψυχαγωγικούς σκοπούς, συστήθηκε το 1887. Το ΜDMA, γνωστό και ως ecstasy (από την ελληνική λέξη “εξίστημι”), παρασκευάστηκε στα εργαστήρια γερμανικής φαρμακευτικής εταιρείας ήδη πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Παρόμοια διαδρομή είχε και η διακετυλομορφίνη, η γνωστή σε όλους μας ηρωίνη, που κατασκευάστηκε από τη φαρμακοβιομηχανία Bayer ως καταπραϋντικό του πονόλαιμου. Το λυσεργικό οξύ ή LSD ανακαλύφθηκε το 1938 από τους Ελβετούς χημικούς Άλμπερτ Χόφμαν και Άρτουρ Στολ.
Επομένως, από τα τέλη του 19ου αιώνα η ανθρωπότητα είχε τη δυνατότητα να καταφύγει σε μια μεγάλη γκάμα ουσιών, προϊόντων φυσικών, ημισυνθετικών ή αμιγώς συνθετικών.
Νόμιμη καλλιέργεια στην Ελλάδα
Από τις αρχές του 20ού αιώνα η χρήση των ψυχότροπων ουσιών έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής ελληνικής ζωής. Αν και στο πρώτο μισό δεν ήταν ιδιαιτέρως διαδομένες, με εξαίρεση την ηρωίνη και τα βαρβατουρικά που κινούνταν στην γκρίζα ζώνη μεταξύ απόλαυσης και θεραπευτικής ανάγκης, πρωταγωνιστικό ρόλο στην ελληνική σκηνή των ναρκωτικών έπαιξε η κάνναβη.
Σημαντικό είναι να αναφερθεί ότι αρχικά η καλλιέργεια και διακίνησή της στην ελληνική επικράτεια από σύστασης του κράτους ήταν νόμιμη, αποτελώντας σημαντική πηγή εσόδων για την καθημαγμένη από τον πόλεμο της εθνικής ανεξαρτησίας αγροτική οικονομία. Προς αυτή την κατεύθυνση σε ένα φυλλάδιο που συνέταξε το 1836, έπειτα από παραγγελία του Όθωνα, ο γεωπόνος Γρηγόριος Παλαιολόγος έδινε οδηγίες για την καλλιέργεια και την επεξεργασία της κάνναβης με σκοπό την παραγωγή κλωστικών ινών, που θα επέτρεπε στη χώρα να πετύχει την αυτάρκεια σε αυτή την απαραίτητη πρώτη ύλη για την κατασκευή σκοινιών και πανιών για το Ναυτικό, το οποίο παρουσιαζόταν ως “ο προμαχών και ο υπερασπιστής της εθνικής ανεξαρτησίας”.
Ενώ τη δεκαετία του 1870 η Αίγυπτος εξοβέλιζε από την επικράτειά της την ινδική κάνναβη, η καλλιέργεια του φυτού εισήχθη στην Ελλάδα με σκοπό την παραγωγή χασίς. Οι πρώτες δοκιμές έγιναν στην Αργολίδα και στη συνέχεια οι φυτείες επεκτάθηκαν και σε άλλες περιοχές, κυρίως της Πελοποννήσου, με προπύργιο της παραγωγής την Αρκαδία και την επαρχία της Μαντινείας.
Η ψυχαγωγική της χρήση καταγράφεται από τα τέλη του 19ου αιώνα ανάμεσα σε περιθωριοποιημένες ομάδες των λιμανιών και των φτωχογειτονιών των μεγάλων αστικών κέντρων. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, όμως, βγήκε από αυτό το στενό κύκλο, πιθανότατα και λόγω της μεταναστευτικής ροής του πληθυσμού των μικρασιατικών παράλιων και διαχύθηκε ευρύτερα στα κοινωνικά στρώματα, κατακτώντας μια ορισμένη πολιτισμική ενσωμάτωση, που δεν ισοδυναμούσε με πλήρη αποδοχή, αλλά ήταν σίγουρα δείγμα εξοικείωσης.
Εκβιασμός με τη σταφίδα
Οι κακές γλώσσες της εποχής ισχυρίζονται ότι ποινικοποιήθηκε η χρήση της και διακόπηκε τελείως η νόμιμη παραγωγή της, λόγω των αιγυπτιακών διαμαρτυριών για την ανεξέλεγκτη ροή της κάνναβης, μέσω της ελληνικής παροικίας, από την κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου, στο πλαίσιο της εισόδου της xώρας στον Α’ Παγκόσμιο στην πλευρά της Αντάντ.
Βέβαια, η Μεγάλη Βρετανία, ηγεμονεύουσα την Εγκάρδια Συνεννόηση, στην σφαίρα επιρροής της οποίας άνηκε η Αίγυπτος, επέτρεψε την είσοδο της κάνναβης από τις Ινδίες, την επαρχία της, στην άλλη πλευρά του πλανήτη, ανοίγοντας τους “ασκούς του Αιόλου” για τη μαζική κατανάλωση και διακίνηση της κάνναβης στο ευρωπαϊκό και μεσανατολικό σύμπλοκο.
Για το σκοπό αυτό η διπλωματία της Γηραιάς Αλβιόνας εκβίασε την τότε ελληνική κυβέρνηση ότι, αν δεν έπαυε την καλλιέργεια και παραγωγή χασίς, δε θα αγόραζε εις το “επανιδείν” ελληνική σταφίδα, γεγονός που μεταφράστηκε και με το προσωρινό πάγωμα της εξαχθείσας καλαματιανής σταφίδας.
«Χημική λοβοτομή»
Ανεξάρτητα από το αν τα ναρκωτικά χρησιμοποιούνταν για αναζήτηση φυγής από την πραγματικότητα ή τη διεύρυνση της συνείδησης και την απόκτηση νέων εμπειριών, ή για την επίλυση των προβλημάτων που γεννούσαν οι ολοένα αυξανόμενες απαιτήσεις της εκβιομηχανοποιημένης ελληνικής κοινωνίας και της προσπάθειας για θεσμική, πολιτική και εθνική ολοκλήρωση, καθώς περνούσε το κατώφλι του πρώτου αιώνα της εθνικής της ανεξαρτησίας απεμπολώντας την ιδιότητα της οθωμανικής επαρχίας, πολεμώντας στο αντάρτικο της Μακεδονίας, στους Βαλκανικούς Πολέμους, σε δύο Παγκοσμίους Πολέμους και ενδιάμεσα σε μια στρατιωτική εκστρατεία με τραγικά αποτελέσματα και σε έναν εμφύλιο σπαραγμό, ακροβατώντας στο δίπολο “οριενταλισμού” και Δύσης, ο άνθρωπος αναζήτησε τη λύση στα προβλήματά του μέσα από χημικές ουσίες, επικίνδυνες, θανατηφόρες, ανεβαίνοντας μια κλίμακα “χημικής λοβοτομής”, που πρόσβαλλε και προσβάλλει αδιάκοπα μέχρι τις μέρες μας βάναυσα την ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια, την κοινωνική συνοχή, τα ανθρώπινα δικαιώματα, το κράτος δικαίου και υπονομεύει –εκ των έσω- τις προσπάθειες για το χτίσιμο μιας καλύτερης κοινωνίας.
Άλλωστε, το επεκτεινόμενο αυτό φαινόμενο είναι κάτι παραπάνω από πώληση ή αγορά, χρήση και κατανάλωση κάποιας τοξικής ουσίας, ή απορρόφηση ενός φυτικού ή χημικού προϊόντος από τον οργανισμό. Πέρα από μια μανιχαϊκή αντίθεση ανάμεσα σε φάρμακο και δηλητήριο, τα ναρκωτικά αποτελούν, με την ευρεία και απολύτως ταιριαστή έννοια του όρου, συνδεόμενα με ποικίλα διακυβεύματα, οικογενειακά, κοινωνικά, θρησκευτικά, πολιτισμικά, οικονομικά, ένα “σύγχρονο ολικό κοινωνικό φαινόμενο”, ευνοούμενο από τις εξελίξεις και ιδιαίτερα από την αυξημένη ελευθερία διακίνησης προσώπων, αγαθών και κεφαλαίων, αλλά και από την εκμηδένιση των γεωγραφικών αποστάσεων, συνδεόμενο πλέον άρρηκτα με την παράνομη διεθνή εμπορία, το λαθρεμπόριο παντός τύπου και το οργανωμένο έγκλημα, δραστηριότητες που αποφέρουν τεράστια κέρδη και εξασφαλίζουν απειλητική διείσδυση στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική σφαίρα. Το εμπόριό τους εκτρέφει το έγκλημα και καταστρέφει ζωές».
Της Βίκυς Βετουλάκη